Και κάπως έτσι – εν μέσω «παραφιλολογίας», ενστάσεων και αντικρουόμενων απόψεων – Ελλάδα και Τουρκία επανήλθαν στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών έπειτα από ένα διάλειμμα σχεδόν πέντε ετών, με τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα Ερνστ Ράιχελ να χαιρετίζει μάλιστα την ελληνοτουρκική επανεκκίνηση ως επιτυχία της γερμανικής διαμεσολάβησης, επικαλούμενος και σχετικό άρθρο της Frankfurter Allgemeine.

Ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών είναι πλέον γεγονός. Πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιανουαρίου. Παύλος Αποστολίδης, Αλέξανδρος Κουγιού και Ιφιγένεια Καναρά από τη μία πλευρά. Σεντάτ Ονάλ, Τσαγατάι Ερτσιγές και Μπαρίς Καλκαβάν από την άλλη, με τον εξ απορρήτων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν, να δίνει επίσης «απροειδοποίητα» το «παρών» στη συνάντηση… αναβαθμίζοντας έτσι το επίπεδο της εκπροσώπησης από την πλευρά της Τουρκίας.

Τα μηνύματα μέσω Καλίν

«Πως και βρέθηκε “ξαφνικά” ο Καλίν εκεί;» θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς. Οι πιθανοί λόγοι, πολλοί: Προκειμένου να καταστήσει σαφές σε όλους, του Μεβλούτ Τσαβούσογλου συμπεριλαμβανομένου, ποιος πραγματικά κάνει κουμάντο… Αλλά και προκειμένου να προσδώσει – με την παρουσία του – «προεδρικό βάρος» στην ελληνοτουρκική επανεκκίνηση, την οποία άλλωστε η τουρκική πλευρά φρόντισε και να «διαφημίσει» διεθνώς (ενδεικτικές ως προς αυτό και οι φωτογραφίες των δύο αποστολών στα social media, φωτογραφίες που όμως… δεν συνηθίζονταν κατά τις διερευνητικές επαφές του παρελθόντος). Οι ειδήσεις όμως, επί της ουσίας, σταματούν κάπου εδώ.

Οι μη-ειδήσεις

Το ότι ο επόμενος, 62ος γύρος επαφών πρόκειται να πραγματοποιηθεί στην Αθήνα, όπως διέρρεαν χθες το μεσημέρι ελληνικές διπλωματικές πηγές, δεν θα έπρεπε κανονικά καν να αποτελεί είδηση (εναλλάξ πάμε). Το ότι η Τουρκία θα προσερχόταν στο τραπέζι των διερευνητικών με διευρυμένη ατζέντα (αποστρατιωτικοποίηση νησιών, γκρίζες ζώνες, εναέριος χώρος, περιοχές έρευνας και διάσωσης), όπως σημείωναν τα τουρκικά ΜΜΕ, επίσης δεν αποτελεί είδηση. Αναφερόμενος στις ελληνοτουρκικές διαφορές μέσα από τον λογαριασμό του στο twitter, ο Ιμπραχίμ Καλίν θα χρησιμοποιούσε χαρακτηριστικά τη φράση «όλα τα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου του Αιγαίου». Όπως δεν αποτελεί είδηση και το γεγονός ότι η Ελλάδα συζητάει μόνο για θέματα θαλασσίων ζωνών (χωρικά ύδατα στο Αιγαίο, όρια υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο) απορρίπτοντας τις λοιπές τουρκικές αξιώσεις.

Τι θα μπορούσε να ελπίζει, λοιπόν, το Βερολίνο μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Ότι Ελλάδα και Τουρκία θα συνεχίσουν να συνομιλούν μέσα σε συνθήκες μειωμένης/ελεγχόμενης έντασης… για να μπορέσουν έτσι παράλληλα να προχωρήσουν και οι ευρωτουρκικές διαπραγματεύσεις…

Ο πήχης είχε επί της ουσίας τοποθετηθεί χαμηλά εκ των προτέρων, με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών από τη μία πλευρά να περιορίζει τις όποιες προσδοκίες, την τουρκική πλευρά από την άλλη να διευρύνει την ατζέντα ξεκινώντας πρόωρα το blame-game, και έναν πρώην πρωθυπουργό (τον Αντώνη Σαμαρά εν προκειμένω, μέσα από τις σελίδες της κυριακάτικης Καθημερινής) να «αδειάζει» την κυβέρνηση Μητσοτάκη στέλνοντας το μήνυμα ότι «η έναρξη των διερευνητικών ακυρώνει κάθε συζήτηση για κυρώσεις κατά της Τουρκίας» καθότι «με “πειρατές” δεν κάνεις διάλογο»…

Μιλώντας στους διπλωματικούς συντάκτες στις 21 Ιανουαρίου, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Αλέξανδρος Παπαϊωάννου είχε επιμείνει πολύ σε όλα όσα… δεν είναι οι διερευνητικές… που «δεν είναι διαπραγματεύσεις», που δεν συνοδεύονται από «δεσμεύσεις» και «δεν τηρούν συμφωνημένα πρακτικά».

Δυο ημέρες μετά, στις 23 Ιανουαρίου, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας θα επανερχόταν στο θέμα μέσα από τις σελίδες της Εφημερίδας των Συντακτών, επαναλαμβάνοντας και εκείνος ότι «οι διερευνητικές δεν είναι διαπραγματεύσεις» αλλά «άτυπες επαφές», ότι «δεν τηρούνται πρακτικά», ότι «καμία πλευρά δεν αναλαμβάνει υποχρεώσεις και δεσμεύσεις», ότι «η περιοδικότητα των διερευνητικών δεν ήταν ποτέ δεδομένη» κ.ά.

Ως προς το θέμα των πρακτικών, ας επιτραπεί στον υπογράφοντα να διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις καθότι στο παρελθόν έχουμε ακούσει κατ’ επανάληψη για «πρακτικά» (ενδεχομένως μη-συμφωνημένα ή άτυπα) και «πρακτικογράφους» (τέτοιος δεν ήταν άλλωστε άλλοτε και ο Τσαγατάι Ερτσιγές;).

Ο Νίκος Δένδιας (που δεν σταματά να μας υπενθυμίζει τη «μακρά φιλία» που τον συνδέει με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου) είπε ωστόσο και κάτι άλλο, περισσότερο ουσιαστικό. «Ευελπιστούμε ότι οι επαφές αυτές θα οδηγήσουν σε αποκλιμάκωση», δήλωσε μεταξύ άλλων ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας μιλώντας στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Πρακτικά και μόνο, έπειτα από ένα έτος τόσο επεισοδιακό για τα ελληνοτουρκικά όπως ήταν το 2020, το ρεαλιστικά υλοποιήσιμο ζητούμενο είναι αυτό και μόνον αυτό: η αποκλιμάκωση (αλλά με τι κόστος;). Όσο για την απειλή των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Τουρκίας, εκείνη πλέον εκ των πραγμάτων… χάνεται κάπου στον ορίζοντα… Πίσω από την επιστροφή της Άγκυρας στο τραπέζι των επαφών κρύβονται ωστόσο και κίνδυνοι.

Διότι οι ελληνοτουρκικές επαφές προετοιμάζουν εκ των πραγμάτων το έδαφος για διαπραγματεύσεις, ενδεχομένως όχι στα ελληνοτουρκικά (αφού δεν υπάρχουν συγκλίσεις) αλλά οπωσδήποτε στα ευρωτουρκικά, με την τουρκική πλευρά να έχει προβεί άλλωστε εδώ και εβδομάδες σε κινήσεις επαναπροσέγγισης με την Ευρώπη διεκδικώντας παράλληλα σειρά από οφέλη (μεταναστευτικό, τελωνειακή ένωση, βίζα κ.ά.).

Μόνο μέσα σε ένα πενθήμερο, το διάστημα από τις 18 έως τις 22 Ιανουαρίου, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου θα συναντούσε από κοντά τον υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Χάικο Μάας, τον πρέσβη της Ισπανίας στην Τουρκία Φρανθίσκο Χαβιέρ Χεργκουέτα (και μαζί του τον γενικό διευθυντή της ισπανικής Navantia που συνεργάζεται με τους Τούρκους στο TCG Anadolu), τον Ζοζέπ Μπορέλ, τον Σαρλ Μισέλ, την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τον Μαργαρίτη Σχοινά κ.ά., με τους Μισέλ και Φον Ντερ Λάιεν να έχουν προσκληθεί από τον πρόεδρο Ερντογάν να επισκεφτούν και την Τουρκία (συγκριτικά, πέρυσι, περίπου τέτοια εποχή επισκέπτονταν τον υπό τουρκική πολιορκία Έβρο)

«Oι ευρωτουρκικές σχέσεις, με έμφαση στην τελωνειακή ένωση» θα συζητούντο επί παραδείγματι και κατά τη συνάντηση που είχε ο Νίκος Δένδιας στις 25 Ιανουαρίου στις Βρυξέλλες με τον εκτελεστικό αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις, όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο ίδιος ο Έλληνας ΥΠΕΞ μέσω twitter. «Για τις ευρωτουρκικές σχέσεις και για θέματα μετανάστευσης» θα συζητούσε, από την άλλη, την ίδια ημέρα – στο περιθώριο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων στις Βρυξέλλες – ο κ. Δένδιας και με τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Μαργαρίτη Σχοινά, όπως σημειώνεται σε σχετικό tweet.

Υπενθυμίζεται πως για τον κ. Δένδια, «δεν τίθεται θέμα επικαιροποίησης ή τροποποίησης της κοινής δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας του Μαρτίου του 2016» (συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών). Η Άγκυρα, ωστόσο, είναι σαφές ότι πιέζει προς ακριβώς μια τέτοια κατεύθυνση, κι αυτό μάλιστα σε μια χρονιά γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών όπως είναι η τρέχουσα…