Η ακραία κλιμάκωση της έντασης στη ΝΑ Μεσόγειο δεν αποτελεί έκπληξη ούτε για την ελληνική διπλωματία, που σε υπηρεσιακό επίπεδο προειδοποιούσε το Μέγαρο Μαξίμου να μην έχει ψευδαισθήσεις, ούτε για τις φιλικές ξένες κυβερνήσεις, οι οποίες είχαν διαμηνύσει στην Αθήνα την αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασής τους προς την Άγκυρα.
Οι εξελίξεις δεν αποτελούν έκπληξη ούτε για τη «δημοκρατία». Την περασμένη εβδομάδα, όταν η κυβέρνηση εξέφραζε ενθουσιασμό για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία στα τέλη Αυγούστου, υπογραμμίζαμε ότι το «μορατόριουμ» ήταν ψευδεπίγραφο και θα κατέρρεε εντός ελάχιστων ημερών. Γιατί, μετά τη μυστική συνάντηση των διπλωματικών συμβούλων των ηγετών Ελλάδας-Τουρκίας-Γερμανίας στις 13 Ιουλίου, δεν υπήρχε πραγματική διμερής συμφωνία, αλλά μόνον ξεχωριστή συναίνεση Αθήνας και Άγκυρας στα λεγόμενα του μεσολαβούντος Βερολίνου. Κάθε πλευρά του Αιγαίου αντιλαμβανόταν διαφορετικά τις παρασκηνιακές συζητήσεις και η Τουρκία είχε ήδη απειλήσει πως δεν θα ανέστειλε τις ερευνητικές δραστηριότητές της.


Οι κρίσιμες ώρες επιβάλλουν εθνική ενότητα, διακομματική στήριξη της κυβέρνησης και μετάθεση της κριτικής σε μεταγενέστερο χρόνο, αλλά είναι χρήσιμη η αποκάλυψη πέντε αθέατων πτυχών των διπλωματικών εξελίξεων προς καλύτερη κατανόηση της περιόδου που διανύουμε:

  1. Οι πρωτοβουλίες της καγκελαρίου Αγκ. Μέρκελ ήταν χρήσιμες, ώστε η Ελλάδα να μην εμπλακεί σε κρίση βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν έχουν μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αξία. Μοναδικό κίνητρο του Βερολίνου είναι η αποτροπή ελληνοτουρκικής σύρραξης κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Προεδρίας στην Ε.Ε., ώστε να μην αναγκαστεί να συζητήσει την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Βασικό μέλημα της κας. Μέρκελ είναι η διασφάλιση της παραμονής της Τουρκίας κοντά στις ευρω-ατλαντικές δομές. Η Ελλάδα αποδέχεται αυτή την αναγκαιότητα, αλλά δεν είναι δυνατόν να υφίσταται πλήγματα σε βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
  2. Η κα. Μέρκελ φέρεται να είχε απαιτήσει από τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη να συμφωνήσει σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών επαφών. Δεν είναι σαφές αν ο κ. Μητσοτάκης αποδέχθηκε το αίτημα της Καγκελαρίου ή αν το εξάρτησε από την πορεία των διερευνητικών επαφών. Ενδεχόμενη αποδοχή ασφυκτικών προθεσμιών θα ήταν από αδόκιμη ως εξαιρετικά επιβλαβής για τα ελληνικά συμφέροντα και παρόμοιες ιδέες είχαν απορριφθεί από όλους τους Έλληνες πρωθυπουργούς από το 1974 μέχρι σήμερα. Οι διάφορες δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν περί συμφωνιών με την κ. Μέρκελ, που ίσως εντάσσονται σε γενικότερο σχέδιο προπαγάνδας, περιπλέκουν το ζήτημα των συμφωνημένων ή μη χρονοδιαγραμμάτων.
  3. Ξένοι διπλωμάτες στην Αθήνα συζητούν πως η κυβέρνηση είχε εκφράσει ετοιμότητα να συνάψει συμφωνία με την τουρκική πλευρά μετά τις διερευνητικές. Η ετοιμότητα αυτή προκαλεί απορίες, αφού οι συζητήσεις των διερευνητικών είναι άτυπες, οπότε θα έπρεπε (ή μήπως όχι;) να ακολουθήσουν και πολλοί γύροι επίσημων διαβουλεύσεων για την έγγραφη αποτύπωση και συνυπογραφή των σημείων συμφωνίας. Επιπλέον, επί ποιων θεμάτων θα υπήρχε διαπραγμάτευση και συμφωνία από τη στιγμή που η Αθήνα εξακολουθεί να δηλώνει δημόσια πως μοναδικό θέμα είναι ο καθορισμός των θαλάσσιων ζωνών, ενώ η Άγκυρα επιθυμεί ατζέντα εφ’ όλης της ύλης;
  4. Η κυβέρνηση είχε ενημερώσει και τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία ότι η δική της προτίμηση, ως προς την εξέλιξη των διμερών επαφών με την Τουρκία, ήταν να προχωρήσουν οι διερευνητικές επαφές, οι (ανά εξάμηνο) πολιτικές διαβουλεύσεις σε επίπεδο γενικών γραμματέων υπουργείων Εξωτερικών και οι συζητήσεις για τα στρατιωτικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Πρόκειται, λίγο-πολύ, για την τακτική που ακολουθούσαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2000-2001 κατόπιν συμφωνίας των τότε υπουργών Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου και Ι. Τζεμ. Επομένως, γιατί τώρα θα έπρεπε να υπάρξει άλλη συγκεκριμένη συμφωνία Αθήνας-Άγκυρας, με γερμανική μεσολάβηση, η οποία ίσως μετέβαλε τη σειρά και την ατζέντα των επαφών;
  5. Το Μέγαρο Μαξίμου, σε αντίθεση με τον ισορροπημένο σχεδιασμό του υπουργείου Εξωτερικών, εξαρτά σχεδόν τα πάντα από τη Γερμανία. Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη ρεαλιστική αναγκαιότητα συνεργασίας με την Καγκελαρία και την ισχύ της στην Ε.Ε., το ερώτημα είναι γιατί το Μαξίμου, ταυτόχρονα, έπληξε τις σχέσεις με τη Γαλλία, περιπλέκοντας το δίδυμο θέμα της συμφωνίας αγοράς φρεγατών και του συμφώνου στρατηγικής συνεργασίας με ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής. Επίσης, γιατί δεν επεδίωξε συνεχείς επαφές με τις ΗΠΑ πέραν του διαύλου επαφής με τον πρεσβευτή Τζ. Πάιατ και των φθινοπωρινών συνομιλιών με το βοηθό υπουργό Εξωτερικών Φ. Ρίκερ.

Οι επόμενες ημέρες, σίγουρα, θα καθορίσουν πολλά, θέτοντας το 2020 σε κορυφαία θέση της ιστορίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων και πολλαπλασιάζοντας τις ευθύνες της κυβέρνησης.