Μέσα στον μήνα Ιούλιο, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έκανε δύο αξιοσημείωτες «εμφανίσεις»: στο Χονγκ Κονγκ, την 1η του μήνα, για την επέτειο της συμπλήρωσης 25 ετών από την επιστροφή της πρώην βρετανικής αποικίας υπό κινεζικό έλεγχο και στην επαρχία Σινγιάνγκ, το διάστημα 12- 15 Ιουλίου, για την επιθεώρηση των εκεί κινεζικών «επιτυχιών».

«Σπάνιες» και οι δύο, και από μια άποψη «ευαίσθητες», οι εν λόγω επισκέψεις έμελλε να προκαλέσουν συζητήσεις αλλά και επικρίσεις. Το Πεκίνο έχει, άλλωστε, κατηγορηθεί τα τελευταία χρόνια για ένα «όργιο καταστολής» τόσο στην περιοχή του Χονγκ Κονγκ στα νοτιοανατολικά, όσο και στην επαρχία Σινγιάνγκ στα βορειοδυτικά.

Αστυνομικοί, με πολιτικά, συγκρούονται διαδηλωτές έξω από το κτίριο τράπεζας στην πόλη Τσεντσόου, της επαρχίας Χενάν, στα τέλη Ιουλίου.

Στο μεν Χονγκ Κονγκ, που επισήμως θεωρείται ειδική διοικητική περιοχή της Κίνας, κατηγορείται πως έχει περιορίσει το καθεστώς της διοικητικής και οικονομικής αυτονομίας σε βάρος του μοντέλου «μια χώρα, δύο συστήματα». Ενός μοντέλου το οποίο όμως υποτίθεται πως θα επιβίωνε ως και το 2047, για τουλάχιστον πενήντα χρόνια από το έτος αποχώρησης των Βρετανών (1997-2047). Στη βορειοδυτική επαρχία Σινγιάνγκ, από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο έχει κατηγορηθεί για «γενοκτονία» σε βάρος της -ως επί το πλείστον μουσουλμανικής- μειονότητας των εκατομμυρίων Ουιγούρων. Οι κινεζικές αρχές είχαν στο πρόσφατο κατηγορηθεί πως έχουν στήσει εκεί «στρατόπεδα εγκλεισμού».

Έξωθεν επικρίσεις

«Από τον Απρίλιο του 2017, πάνω από ένα εκατομμύριο Ουιγούροι έχουν κρατηθεί δια της βίας σε στρατόπεδα εγκλεισμού, όπου αναγκάζονται να απαρνηθούν την εθνοτική τους ταυτότητα και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ορκιζόμενοι πίστη στην κινεζική κυβέρνηση», σημείωνε σε ανακοίνωσή του το Ευρωκοινοβούλιο το Δεκέμβριο του 2019, με αφορμή την απονομή του βραβείου Ζαχάρωφ στον Ουιγούρο οικονομολόγο Ίλαμ Τότι. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, το αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα αποκήρυσσε επισήμως, στις αρχές του 2021, τις κινεζικές πρακτικές στην Σινγιάνγκ ως «γενοκτονία», ενώ και ο ΟΗΕ είχε κάνει λόγο παλαιότερα, το 2018, για ένα εκατομμύριο Ουιγούρους που υφίσταντο «πολιτική κατήχηση» σε ειδικούς χώρους «εγκλεισμού».

Το Πεκίνο, βέβαια, από τη μεριά του, έχει απορρίψει εμφατικά σαν «ψευδείς» όλες τις κατηγορίες, αν και αναγνωρίζει πως στην Σινγιάνγκ είχαν όντως λειτουργήσει στο πρόσφατο παρελθόν όχι στρατόπεδα εγκλεισμού, όπως καταγγέλλεται, αλλά «κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης», με «κοιτώνες», όπου οι πολίτες μπορούσαν «οικειοθελώς» να παρακολουθήσουν μαθήματα γλώσσας, ιστορίας, νομοθεσίας κ.ά. Όπως έχει αναφερθεί ωστόσο από την ίδια την κινεζική πλευρά, οι τελευταίοι από αυτούς τους «μαθητές» αποφοίτησαν το 2019. Ο Σι Τζινπίνγκ πραγματοποίησε τετραήμερη επίσκεψη σε ακριβώς αυτήν την περιοχή στα μέσα Ιουλίου, την πρώτη έπειτα από περίπου οχτώ χρόνια. Η τελευταία φορά, που είχε βρεθεί εκεί, ήταν το 2014.

Μηνύματα ενόψει Συνεδρίου

Στα μάτια των δυτικών αναλυτών, με τις πρόσφατες επισκέψεις του σε εστίες έντασης, ανταγωνισμού και αντιπαράθεσης, όπως είναι οι περιοχές του Χονγκ Κονγκ και της Σινγιάνγκ, ο Κινέζος ηγέτης επιχειρεί να στείλει ένα μήνυμα (κεντρικού) ελέγχου, σταθερότητας και ενότητας, λίγους μήνες πριν από την πρωτοφανή (έπειτα από την άρση του ορίου των δύο συνεχόμενων θητειών) και ως εκ τούτου ιστορική επανεκλογή του στην εξουσία για τρίτη πενταετή θητεία. Μια επανεκλογή που αναμένεται μετά το καλοκαίρι, με φόντο το 20ο Εθνικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.

Εάν ο Μάο (αριστερά) «χάραξε τον ορθό επαναστατικό δρόμο» και ο Ντενγκ (δεξιά) πέτυχε το «σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό» με το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας στη Δύση, ο Σι έρχεται τώρα να οδηγήσει την Κίνα σε μια νέα εποχή μετασχηματισμών.

Ο 69χρονος Σι έχει ήδη ανέλθει στο επίπεδο των Μάο Τσε Τουνγκ και Ντενγκ Σιαοπίνγκ, καθώς η «σκέψη» του πλέον διδάσκεται στα κινεζικά σχολεία και ο ίδιος αντιμετωπίζεται ως ισόβιος ηγέτης.  Όμως, εάν ο Μάο «χάραξε τον ορθό επαναστατικό δρόμο» και ο Ντενγκ πέτυχε τον «σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό» με το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας στη Δύση, ο Σι έρχεται τώρα να οδηγήσει την Κίνα σε μια νέα εποχή μετασχηματισμών.

Προβλήματα εντός των συνόρων

Όμως, εντός των κινεζικών συνόρων και πέρα από τις εστίες του Χονγκ Κονγκ και των Ουιγούρων, το θερμόμετρο της κοινωνικής δυσαρέσκειας δείχνει τελευταία να ανεβαίνει με φόντο… φούσκες, απάτες, σκάνδαλα, αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας και επιβραδυνόμενους ρυθμούς ανάπτυξης.

«Στην προσπάθειά της να ‘εκμηδενίσει’ τα κρούσματα Covid […] η ηγεσία της χώρας περιόρισε ελευθερίες και δικαιώματα, προκαλώντας έμφραγμα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, ελλείψεις σε βασικά αγαθά και ανησυχίες για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει αυτή η κρίση στο παγκόσμιο εμπόριο», σημείωνε ο υπογράφων σε άρθρο του για την «Καθημερινή» τον περασμένο Απρίλιο, με το βλέμμα τότε στραμμένο στην -ακινητοποιημένη εν μέσω lockdown- Σαγκάη.

Τα σκληρά πανδημικά lockdown είχαν όντως αρνητικό αντίκτυπο στις επιδόσεις μιας οικονομίας, όπως είναι η κινεζική που βλέπει, εδώ και χρόνια, τους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ να υποχωρούν. Ενδεικτικά, το δεύτερο τρίμηνο του 2022, η κινεζική οικονομία μόλις που απέφυγε τη συρρίκνωση, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε μεν, αλλά κατά μόνο 0,4%, θέτοντας έτσι εν αμφιβόλω και τον στόχο της ανάπτυξης κατά 5,5% που είχε τεθεί συνολικά για το 2022. Ένας στόχος που, εκ των πραγμάτων, αναθεωρείται πια προς τα κάτω, ενώ όμως ήταν ήδη ο χαμηλότερος των τελευταίων τριών δεκαετιών.

Αλλά και, πέρα από το επίπεδο της μακροοικονομίας, η ίδια η καθημερινότητα μοιάζει να έχει πληγεί στην Κίνα το τελευταίο διάστημα και όχι μόνο στο πλαίσιο των πανδημικών lockdown.

H αύξηση της ανεργίας των νέων έως 24 ετών, άγγιξε το ποσοστό-ρεκόρ του 19,3% τον περασμένο Ιούνιο, από εκεί που ήταν μόλις 9,6% πριν από τέσσερα χρόνια, γεγονός που προβληματίζει. Όπως άλλωστε προβληματίζει και το εύρος των ανισοτήτων σε μια χώρα που έχει καταλήξει, αν και υπό «κομμουνιστικό» καθεστώς, να είναι από τις πιο άνισες στον κόσμο. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνών της ελβετικής Credit Suisse (Credit Suisse Research Institute), το 1% του κινεζικού πληθυσμού συγκεντρώνει πια στα χέρια του σχεδόν το 31% του εθνικού πλούτου, από εκεί που το αντίστοιχο 1% το έτος 2000 συγκέντρωνε περίπου το 21%. Όσο για το υπόλοιπο 99%, εκείνο καλείται να πορευθεί εν μέσω επιδεινούμενων προβλημάτων και επανεμφανιζόμενων κρίσεων.

Τα σκληρά πανδημικά lockdown, σε μεγάλες πόλεις όπως η Σαγκάη, είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη κινεζική οικονομία, η οποία μόλις απέφυγε τη συρρίκνωση το β’ τρίμηνο του 2022, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε μεν, αλλά κατά μόνο 0,4%, θέτοντας εν αμφιβόλω και το στόχο της ανάπτυξης κατά 5,5% που είχε τεθεί συνολικά για το τρέχον έτος.

Φούσκα ακινήτων   

«Κινέζοι αγοραστές κατοικιών σταμάτησαν να πληρώνουν τα στεγαστικά τους δάνεια σε τουλάχιστον 91 πόλεις, επειδή οι κατασκευαστές έχουν ξεμείνει από μετρητά και δεν μπορούν να ολοκληρώσουν τα πρότζεκτ που ανέλαβαν», έγραφαν οι Financial Times τον περασμένο Ιούλιο, χρησιμοποιώντας όρους όπως «εθνικό μποϊκοτάζ» («nationwide boycott») και «εξέγερση μη-αποπληρωμής ενυπόθηκων δανείων» («mortgage revolt»). Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, είναι συνολικά εκατοντάδες χιλιάδες οι αγοραστές κατοικιών που έχουν απειλήσει πως θα σταματήσουν να αποπληρώνουν δάνεια.

Αυτό που συμβαίνει στην Κίνα είναι ότι πολλοί παίρνουν δάνεια με τα οποία προπληρώνουν – προαγοράζουν κατοικίες που ακόμη δεν έχουν οικοδομηθεί. Όπως σημειώνεται ωστόσο, είναι χιλιάδες τα οικοδομικά πρότζεκτ που πληρώθηκαν μεν με δανεικά από τις τράπεζες από τους αγοραστές των προς ανέγερση κατοικιών, αλλά ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί λόγω οικονομικών δυσκολιών των κατασκευαστών και ως εκ τούτου δεν μπορούν να παραδοθούν. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων τρέχουν. «Ο θυμός αυξάνεται μεταξύ των αγοραστών που έχουν ήδη πληρώσει για σπίτια που οι κατασκευαστές δεν κατάφεραν να παραδώσουν λόγω οικονομικών δυσκολιών», γράφουν οι FT. Και όλα αυτά, με νωπούς ακόμη στη μνήμη τους κλονισμούς που είχε προκαλέσει τα περασμένα χρόνια η κρίση γύρω από τον υπερχρεωμένο κινεζικό κολοσσό διαχείρισης και ανάπτυξης ακινήτων Evergrande. Μια κρίση της οποίας τη συνέχεια είναι που βλέπουμε τώρα να εκτυλίσσεται, προκαλώντας όχι μόνο οικονομική, αλλά και κοινωνική αστάθεια.

«Η φούσκα των ακινήτων στην Κίνα έχει ξεκινήσει πριν από τουλάχιστον μια δεκαετία και υπήρξαν πολλές προειδοποιητικές βολές, πλην όμως όλες αγνοήθηκαν από τις κινεζικές αρχές στο όνομα της συνεχούς μεγέθυνσης της οικονομίας με τους υψηλότερους δυνατούς ρυθμούς», έγραφε ο Πλάμεν Τόντσεφ, επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, στο Money Review.gr πριν από ακριβώς έναν χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 2021, υπογραμμίζοντας πως ο τομέας των ακινήτων αντιστοιχεί άμεσα ή έμμεσα στο 29% του κινεζικού ΑΕΠ. «Ως αποτέλεσμα της φούσκας ακινήτων, έως και το εν πέμπτον όλων των διαμερισμάτων και επαγγελματικών χώρων στην Κίνα παραμένει αχρησιμοποίητο. Καταγράφονται, μάλιστα, περιπτώσεις μαζικής κατεδάφισης πολυκατοικιών που δεν δικαιολογούν την ύπαρξή τους», συνέχιζε ο Π. Τόντσεφ στο άρθρο του, σκιαγραφώντας έναν «κατασκευαστικό παροξυσμό» που έχει απολήξεις και στο κινεζικό τραπεζικό σύστημα.

Επικαλούμενοι την πληγή των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, οι FT προειδοποιούν, από την πλευρά τους, ακόμη και για τον κίνδυνο χρεοκοπίας (default risk) κινεζικών τραπεζών.

Ο ξεσηκωμός των απλών επενδυτών οφείλεται και στο γεγονός ότι η απάτη (κεντρική θέση στην οποία είχε ο τραπεζικός όμιλος Henan Xincaifu Group) εξελισσόταν ήδη από το 2011 με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την αξιοπιστία των ελεγκτικών μηχανισμών του κινεζικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ειρήσθω εν παρόδω, μη-εξυπηρετούμενα δάνεια για τις κινεζικές τράπεζες δεν υπάρχουν όμως μόνο στο εσωτερικό αλλά και (πολύ περισσότερο) στο εξωτερικό. Το Πεκίνο πέρασε τα τελευταία σχεδόν δέκα χρόνια, από το 2013 και έπειτα, μοιράζοντας δάνεια συνολικού ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων ανά την υφήλιο για την προώθηση των προς ανέγερση υποδομών του μεγαλεπήβολου «νέου δρόμου του μεταξιού» στο πλαίσιο της «πρωτοβουλίας μια ζώνη, ένας δρόμος» ή «ζώνη και δρόμος» (Belt and Road Initiative). Η Κίνα, με άλλα λόγια, χρηματοδοτούσε η ίδια επί σειρά ετών πολλά από τα έργα που κατασκεύαζε στο εξωτερικό, με την προοπτική βέβαια κάποια στιγμή αυτά τα δάνεια να αρχίσουν να αποπληρώνονται και τα ανεγερθέντα πρότζεκτ να αρχίσουν να «δίνουν πίσω». Επικαλούμενοι στοιχεία της ομάδας ερευνών Rhodium Group, οι Financial Times ωστόσο υποστηρίζουν ότι πίσω από αυτό «το πρότζεκτ του αιώνα», όπως ονόμαζε ο Σι Τζινπίνγκ το «Belt and Road», πλέον έχει μαζευτεί «ένα βουνό από μη εξυπηρετούμενα δάνεια». Μόνο την περίοδο 2020-2021, κινεζικές τράπεζες κλήθηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία, να επαναδιαπραγματευθούν δάνεια ύψους 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Τραπεζικό σκάνδαλο

Προσφάτως ωστόσο, η Κίνα βρέθηκε παράλληλα αντιμέτωπη και με ένα από τα μεγαλύτερα τραπεζικά σκάνδαλα των τελευταίων δεκαετιών. Ο λόγος για ένα σκάνδαλο που άφησε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες χωρίς πρόσβαση στις καταθέσεις τους, οδηγώντας ακόμη και σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας σε κάποιες περιοχές.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν τον περασμένο Απρίλιο, όταν οι πελάτες τεσσάρων περιφερειακών τραπεζών στην επαρχία Χενάν της κεντρικής Κίνας (της Yuzhou Xinminsheng Rural Bank, της Shangcai Huimin Rural Bank, της Zhecheng Huanghuai Rural Bank και της Guzhen Xinhuaihe Rural Bank) πληροφορήθηκαν, ξαφνικά, ότι δεν μπορούν να σηκώσουν χρήματα από τους λογαριασμούς τους. Οι αρμόδιοι τους είπαν ότι υπήρξε ένα πρόβλημα με το σύστημα κατά την αναβάθμισή του και ότι οι λογαριασμοί τους έχουν προσωρινά μπλοκαριστεί. Ακριβώς το ίδιο συνέβη την ίδια περίοδο και στην Guzhen Xinhuaihe Village Bank της επαρχίας Ανχουέι στην ανατολική Κίνα.

Στην πορεία ωστόσο, έπειτα από σχετική έρευνα, θα ερχόταν στο φως το εύρος, αλλά και το βάθος της απάτης. Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, οι εμπλεκόμενες στο σκάνδαλο τράπεζες έπαιρναν χρήματα από τις καταθέσεις των πελατών τους, πλαστογραφώντας συμβάσεις, και τα επένδυαν σε χρηματοοικονομικά προϊόντα μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες. Οι επενδύσεις γίνονταν στο όνομα των καταθετών, χωρίς εκείνοι να γνωρίζουν απολύτως τίποτα και, προφανώς ,χωρίς εκείνοι να παίρνουν πίσω κάποιο μερίδιο από τα όποια κέρδη αυτών των επενδύσεων. Κάποια στιγμή ωστόσο, τα χρήματα στα ταμεία των εν λόγω τραπεζών «εξαντλήθηκαν» και τότε ήταν που το πρόβλημα βγήκε στην επιφάνεια. Σημαντική «λεπτομέρεια»: η εν λόγω απάτη -κεντρική θέση στην οποία είχε ο όμιλος Henan Xincaifu Group- εξελισσόταν, όπως αποκαλύφθηκε, ήδη από το 2011 με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την αξιοπιστία των ελεγκτικών μηχανισμών του κινεζικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

H 82χρονη πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι (στο κέντρο της φωτογραφίας), άλλαξε την ατζέντα με την ολιγόωρη επίσκεψη που πραγματοποίησε, στην Ταϊβάν, στις αρχές Αυγούστου.

Επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν

Έως και τα τέλη του περασμένου Ιουλίου, οι αναλύσεις του διεθνούς Τύπου ήταν στραμμένες στις προαναφερθείσες «αρρυθμίες» της κινεζικής οικονομίας.

Ωστόσο, η 82χρονη πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, ήρθε να αλλάξει την ατζέντα, με την ολιγόωρη επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Ταϊβάν στις αρχές Αυγούστου (από το βράδυ της 2ας έως το απόγευμα της 3ης Αυγούστου, για την ακρίβεια). Ήταν μία επίσκεψη μάλλον αμφιλεγόμενη, που δεν είχε την έγκριση της διοίκησης Μπάιντεν, παρά το γεγονός πως η Πελόζι προέρχεται και εκείνη από το κόμμα των Δημοκρατικών. Αρθρογράφοι των New York Times (ο Τόμας Φρίντμαν, μεταξύ άλλων) και της Washington Post (το editorial board) αποδοκίμασαν την επιλογή της Πελόζι να μεταβεί στην Ταϊπέι, χωρίς βέβαια αυτό να πτοήσει την ίδια που έγινε η πρώτη πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων που επισκέπτεται το αυτοδιοικούμενο νησί του Ειρηνικού έπειτα από 25 χρόνια. Ο τελευταίος που είχε μεταβεί εκεί, όντας πρόεδρος της Βουλής των ΗΠΑ, ήταν ο Ρεπουμπλικάνος Νιουτ Γκίνγκριτς το 1997. Για την ίδια την Πελόζι, που κινδυνεύει να πάψει να είναι πρόεδρος της Βουλής μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου στις ΗΠΑ που θα κρίνουν και τις νέες πλειοψηφίες στα δύο σώματα του Κογκρέσου, το εν λόγω ταξίδι θα μπορούσε να ιδωθεί ως προσωπικό στοίχημα, ως προσωπική πολιτική παρακαταθήκη αλλά και ως το επιστέγασμα μιας πολιτικής καριέρας στη διάρκεια της οποίας η Πελόζι είχε κατ’ επανάληψη ασκήσει δημοσίως σκληρή κριτική στο Πεκίνο για την Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, το Θιβέτ, την Σινγιάνγκ, τις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Πάντως, με το ταξίδι της στην Ταϊπέι, η Νάνσι Πελόζι έδωσε παράλληλα στον Σι Τζινπίνγκ την ευκαιρία να προχωρήσει σε μια επίδειξη στρατιωτικής ισχύος γύρω από την Ταϊβάν, αλλάζοντας την ατζέντα στο εσωτερικό.

Η πιθανότητα μιας κινεζικής εισβολής

Ξεκινώντας από τις 4 Αυγούστου και για σειρά ημερών, οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις (PLA) πραγματοποίησαν στρατιωτικά γυμνάσια με πραγματικά πυρά και βολές γύρω από την Ταϊβάν. Τα γυμνάσια έφτασαν για πρώτη φορά τόσο κοντά στο νησί και βολές «πέταξαν» πάνω από την Ταϊπέι προτού πέσουν στην ΑΟΖ της Ιαπωνίας. Κινεζικά μαχητικά παραβίασαν ζώνες αεράμυνας («Air Defense Identification Zone») και μέσες γραμμές («Taiwan Strait median line»), στέλνοντας έτσι ένα μήνυμα στην Ταϊπέι. Την ίδια ώρα που κινεζικά drones πετούσαν πάνω από την ΑΟΖ της Ιαπωνίας, στέλνοντας ένα μήνυμα και στους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι αναλύσεις του διεθνούς Τύπου μετακινήθηκαν «ξαφνικά» από το «έλλειμμα» της κινεζικής ανάπτυξης στο «πλεόνασμα» της κινεζικής επιθετικότητας. Πόσο πιθανή θα έπρεπε να θεωρείται πια, υπό τα νέα δεδομένα, μια κινεζική απόβαση στην Ταϊβάν; Αυτό ήταν το ερώτημα που κυριαρχούσε και κυριαρχεί στις αναλύσεις. «H Κίνα ετοιμάζεται άραγε πραγματικά να εισβάλει στην Ταϊβάν; Η απάντηση είναι “ναι” και “όχι”», έγραφε η Κέιτι Στόλαρντ του Woodrow Wilson International Center for Scholars στο περιοδικό New Statesman, υπογραμμίζοντας πως «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το Πεκίνο θέλει τον έλεγχο της Ταϊβάν».

Σε περίπτωση μεγάλης κλιμάκωσης της έντασης, οι κινεζικές δυνάμεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν και σε επιχειρήσεις αποκλεισμού της Ταϊβάν και αξιωματούχοι του Πεκίνου έχουν ήδη προετοιμάσει το έδαφος, διαμηνύοντας ότι στο Στενό της Ταϊβάν δεν υπάρχουν διεθνή ύδατα.

Πότε θα μπορούσε, όμως, να λάβει χώρα μια τέτοια επιχείρηση; Το Μάρτιο του 2021, ο Αμερικανός (απόστρατος πια) ναύαρχος Φίλιπ Ντέιβιντσον, επικεφαλής τότε της αμερικανικής Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού USINDOPACOM, είχε υποστηρίξει ότι η Κίνα θα μπορούσε να επιχειρήσει να εισβάλει στην Ταϊβάν ως το 2027. Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη και το ότι η Ταϊβάν πηγαίνει σε προεδρικές εκλογές το 2024. Όπως διαμορφώνονται πλέον οι τάσεις στην περιοχή εκατέρωθεν του Στενού της Ταϊβάν, μια πιθανή ενίσχυση στην Ταϊπέι των αποσχιστικών πολιτικών δυνάμεων, που κηρύττουν εμφατικά την όχι μόνο de-facto αλλά και de-jure ανεξαρτησία από την Κίνα, θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει την άμεση αντίδραση του Πεκίνου με ενδεχόμενη ανάληψη ακόμη και στρατιωτικής δράσης από την πλευρά του PLA.

Από την άλλη πλευρά, ο οικονομολόγος Τζορτζ Μάγκνους του «Κέντρου Κίνας» («China Centre») του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης κρίνει, σε σειρά δημοσιεύσεών του, ότι «η Κίνα δεν έχει την πολυτέλεια να εισβάλει στην Ταϊβάν», επικαλούμενος το κόστος που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια εισβολή για μια οικονομία, όπως είναι η κινεζική, που συναλλάσσεται με την Ε.Ε., τις ΗΠΑ αλλά και με την ίδια την Ταϊβάν. Σημειωτέων πως μια εύρυθμη, λειτουργική και ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο Ταϊβάν θεωρείται, κατά πολλούς, «απαραίτητη», καθώς αυτή αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα παραγωγής ημιαγωγών – μικροτσίπ στον κόσμο. Την ίδια ώρα ωστόσο, για τον Τζ. Μάγκνους είναι δεδομένο πως το Πεκίνο πρόκειται να ενισχύσει την πίεση προς την πλευρά της Ταϊπέι το προσεχές διάστημα. Ο ερευνητής του «China Centre» υποστηρίζει, συγκεκριμένα, πως οι δυνάμεις του Πεκίνου θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση και σε κάποια από τα συνολικά περίπου εκατό νησιά (Matsu, Kinmen, Penghu κ.ά.) που ανήκουν στην Ταϊβάν. Κάποια από αυτά είναι μάλιστα κατοικημένα και απέχουν μόλις λίγα χιλιόμετρα από τις ακτές της ηπειρωτικής Κίνας. Παράλληλα, οι κινεζικές δυνάμεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν και σε επιχειρήσεις αποκλεισμού της Ταϊβάν. Αξιωματούχοι του Πεκίνου έχουν άλλωστε προετοιμάσει το έδαφος, διαμηνύοντας ότι στο Στενό της Ταϊβάν δεν υπάρχουν διεθνή ύδατα.

Αναφερόμενη στα κινεζικά στρατιωτικά γυμνάσια που διαδέχθηκαν την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν τον Αύγουστο, η Κέιτι Στόλαρντ του Woodrow Wilson International Center for Scholars σημειώνει: «η κλίμακα και η τοποθεσία αυτών των ασκήσεων, που πραγματοποιήθηκαν στα βόρεια, νότια και ανατολικά της Ταϊβάν, δείχνουν ότι η Κίνα πρόβαρε έναν αποκλεισμό του νησιού».

Σε κάθε περίπτωση βέβαια, οι όποιες επιχειρήσεις αποκλεισμού ή ακόμη και απόβασης στην Ταϊβάν θα αποτελούσαν μια διόλου ευκαταφρόνητη πρόκληση για το Πεκίνο. Μιλάμε άλλωστε για ένα καλά εξοπλισμένο νησί 23 εκατομμυρίων κατοίκων, με ορεινές περιοχές, που έχει τις δικές του ένοπλες δυνάμεις. Για να φτάσει κανείς εκεί, από τις ακτές της ηπειρωτικής Κίνας, πρέπει να περάσει περί τα 160 χιλιόμετρα θάλασσας υπό το βλέμμα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Ο θαλάσσιος αποκλεισμός της Ταϊβάν (ή ακόμα και μια απόβαση) δεν θα αποτελούσαν εύκολη υπόθεση για την Κίνα, καθώς πρόκειται για ένα καλά εξοπλισμένο νησί 23 εκατομμυρίων κατοίκων, με ορεινές περιοχές, και τις δικές του ένοπλες δυνάμεις. Για να φτάσει δε κανείς εκεί, από τις ακτές της ηπειρωτικής Κίνας, πρέπει να περάσει περί τα 160 χιλιόμετρα θάλασσας υπό το βλέμμα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Το «τέλος» της «στρατηγικής ασάφειας»

Τι θα έκαναν όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν αναγνωρίζουν de-jure την Ταϊβάν ως ανεξάρτητη σεβόμενες έτσι την πολιτική της «μίας Κίνας» (One China policy), στην περίπτωση μιας κινεζικής επίθεσης; Διότι η κατάσταση όπως εξελίσσεται, ειδικά έπειτα από την επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν, αποτελεί πια πρόκληση όχι μόνο για τους άμεσα εμπλεκόμενους (το Πεκίνο και την Ταϊπέι), αλλά και για την Ουάσιγκτον που καλείται πλέον να διασαφηνίσει τις κόκκινες γραμμές της. Λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις εξελίξεις στην Ασία, αλλά και στο Ουκρανικό μέσω του οποίου αξιολογούνται παράλληλα και τα όρια συμπόρευσης της Κίνας με τη Ρωσία.

Ενδεικτικά όσα γράφαμε στον ιστοχώρο της Α&Δ στις 6 Αυγούστου, στο πλαίσιο άρθρου υπό τον τίτλο «Ταϊβάν: Το τέλος της στρατηγικής ασάφειας και οι διεθνείς απολήξεις του»: «…Τι θα έκαναν όμως οι ΗΠΑ στην περίπτωση μιας κινεζικής απόβασης; Θα συνέχιζαν να προμηθεύουν, από απόσταση, με όπλα την Ταϊβάν; Θα παρακολουθούσαν τις εξελίξεις από κοντά μεν, αλλά χωρίς διάθεση άμεσης εμπλοκής; Θα επιδίωκαν την επιβολή διεθνών/δυτικών κυρώσεων σε βάρος του Πεκίνου; Θα έστελναν τα δικά τους αεροπλανοφόρα σε freedom of navigation operations στις σινικές θάλασσες, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν έτσι την ελευθερία της ναυσιπλοΐας; Ή μήπως θα πολεμούσαν κανονικά στο πλευρό των Ταϊβανέζων; Ως έχουν σήμερα τα πράγματα, επίσημη απάντηση δεν υπάρχει. Αντιθέτως, αυτό που υπάρχει είναι ένα πλήθος από διαφορετικές απόψεις, εκπεφρασμένες από επίσημα χείλη, και εκτιμήσεις. Όταν όμως οι προκλήσεις καθίστανται σαφείς, δεν πρέπει και οι απαντήσεις σε αυτές τις προκλήσεις να προσαρμοστούν αναλόγως; Μπορεί η αμερικανική προσέγγιση της «στρατηγικής ασάφειας» (strategic ambiguity) των περασμένων δεκαετιών γύρω από την Ταϊβάν να συνεχίσει να διαιωνίζεται υπό τις παρούσες συνθήκες»;