Οι απαιτήσεις της Μόσχας και οι επιθυμίες των άλλων
του Ιωάννη Σ Λάμπρου
Στη φωτογραφία: Η αξίωση του προέδρου Βλ. Πούτιν για ιδιαίτερη θέση της Ρωσίας, διεθνώς, βασίζεται στη θεώρηση της Μόσχας ως κέντρου του ρωσικού και κατ’ επέκταση σλαβικού κόσμου, ως η πολυπληθέστερη ορθόδοξη χώρα (Τρίτη Ρώμη), καθώς και, εσχάτως, ως επικεφαλής μιας εναλλακτικής μεταφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων μαζί με την Κίνα και την Ινδία.
Σκοπός του παρόντος σημειώματος είναι να κατατεθούν ορισμένες σκέψεις για ορισμένα κυρίαρχα στοιχεία στη ρωσική σκέψη και ρητορική στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας αυτής επ’ αφορμή της πρόσφατης εισβολής της τελευταίας, στην Ουκρανία, τον περασμένο Φεβρουάριο. Δεν υπάρχει η φιλοδοξία εξάντλησης του ζητήματος, αλλά θα παρουσιαστούν κριτικά ορισμένες σταθερές της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, οι οποίες συνθέτουν, μαζί με πλήθος άλλων προσδιοριστικών στοιχείων, το πλαίσιο της σύγκρουσης, αλλά και της ευρύτερης στάσης της Μόσχας έναντι του δυτικού παράγοντα.
Κυρίαρχο στοιχείο στη ρωσική ρητορική και σκέψη είναι ότι η Μόσχα έχει γίνει δέκτης αλαζονικής συμπεριφοράς εκ μέρους της Δύσης, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώθηκε στην ομιλία του Ρώσου προέδρου στο Συνέδριο Ασφάλειας του Μονάχου το 2007.[1]
Οι δυτικές χώρες, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, αρνούνται στη Μόσχα τη θέση που της αξίζει, απορρίπτοντας την ειδική θέση και τα ειδικά δικαιώματα της Μόσχας. Συμπεριλαμβανομένων μιας περιοχής ασφάλειας πλησίον των συνόρων της και, στην ουσία, δικαιώματος αρνησικυρίας σε ζητήματα ασφαλείας στο γεωγραφικό της περίγυρο και, ειδικά στην, Ευρώπη.
Η Ρωσία, σύμφωνα με την ίδια προσέγγιση, είναι παγκόσμιος παίκτης, και θα πρέπει να αναγνωρίζεται από τρίτους ως τέτοιος, καθώς και να μετέχει σε κάθε διαβούλευση των ισχυρότερων χωρών του πλανήτη. Παράλληλα, αναφέρεται το γεωγραφικό μέγεθος της χώρας (καταλαμβάνοντας περίπου το 11% της επιφάνειας της γης), τα ενεργειακά αποθέματα, το πυρηνικό της οπλοστάσιο, η σημαντική παραγωγή και εξαγωγική δραστηριότητα τροφίμων ως στοιχεία τα οποία επιβάλλουν τη συμπερίληψη της Μόσχας στην ομάδα των υπερδυνάμεων. Στο βαθμό που υφίσταται ο χαρακτηρισμός αυτός, καθώς τα περιθώρια των μικρότερων χωρών να ισορροπήσουν και να επιτύχουν τα δικά τους συμφέροντα έχει ενισχυθεί τις τελευταίες δεκαετίες, αμφισβητώντας την παρουσιαζόμενη ως απόλυτη ισχύ των μεγαλύτερων κρατών.
Και, φυσικά, η Μόσχα θεωρεί σχεδόν αυταπόδεικτη αλήθεια πως πρέπει να ασκεί κυρίαρχο ρόλο στον γεωγραφικό της περίγυρο σε ζητήματα ασφάλειας. Χαρακτηριστική η φράση που χρησιμοποίησε, το 2008, o τότε πρόεδρος Ντ. Μεντβέντεφ: «σφαίρα προνομιούχων συμφερόντων».[2]

Η σημασία κατοχής και ελέγχου εδαφών έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση της Ρωσίας. Η απουσία φυσικών συνόρων, διαχρονικά, διευκόλυνε εξωτερικές επιθέσεις (εισβολή μογγολικών φυλών το 1223, οθωμανική εισβολή το 1571, εισβολή Μεγάλου Ναπολέοντος το 1812, γερμανική εισβολή το 1941) με αποτέλεσμα τόσο την επέκταση, όσο και τη νομιμοποίηση της επέκτασης αυτής στα ακρότατα όριά της ως τον μόνο τρόπο προς εξασφάλιση ασφαλών συνόρων. Μόνο η ύπαρξη γεωγραφικών εμποδίων έθεσε τέρμα στην επέκταση προς Βορρά (Αρκτικός Ωκεανός), προς ανατολάς (Ειρηνικός Ωκεανός) και προς νότο (οροσειρές Παμίρ, Τιεν Σαν και δυτικότερα ο Καύκασος). Στην Ευρώπη, οι ανοικτές πεδιάδες αποτελούσαν συνεχή κίνδυνο, όπως το 1812 και το 1941-1944, πλην όμως παράλληλα προσέφεραν ευκαιρίες παρέμβασης και ενίσχυσης των ρωσικών συμφερόντων στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η συνεχής επέκταση νομιμοποιείτο, διαχρονικά, ως εργαλείο προληπτικής άμυνας έναντι δυνητικών εισβολέων.
Η κατοχή μεγάλων εκτάσεων εδαφών υπήρξε, όπως προαναφέρθηκε, διαχρονική μέριμνα της ρωσικής ηγεσίας. Ακόμα και σε περιπτώσεις που υπήρξε απώλεια εδαφών, όπως με τη συνθήκη Μπρεστ Λιτόφσκ το 1918, όταν η Μόσχα -αποχωρώντας από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο- αποκήρυξε εδάφη, μεταξύ άλλων, στη Βαλτική, στην Πολωνία, Λευκορωσία, Μολδαβία και Ουκρανία. Επίσης, και το 1991 με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Θεωρήθηκε τέτοιας σημασίας, ώστε στην πρώτη περίπτωση υπήρξε ανακατάληψη αυτών το 1945, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η διατήρηση ισχύος και γοήτρου και άσκησης ελέγχου επί πρώην σοβιετικών εδαφών ασκήθηκε –ή αποπειράθηκε να ασκηθεί- μέσω πολυμερών συμφωνιών όπως της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών και του Οργανισμού Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας. Ο έλεγχος αυτός, μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των άλλοτε σοβιετικών δημοκρατιών, δεν θα μπορούσε να είναι παρά έμμεσος μέσω οικονομικών κινήτρων και πολιτικών προοπτικών που η Μόσχα, όμως, δεν μπορούσε να προσφέρει πλην φυσικά της -πολύ σημαντικής για τις τοπικές ελίτ- απουσίας κριτικής για την έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών στη κυβέρνηση των χωρών αυτών. Άλλωστε, ακόμα και τα κράτη που μετείχαν στα συλλογικά όργανα που δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία της Μόσχας, περιφρούρησαν με ιδιαίτερη ευαισθησία την ανεξαρτησία και πολιτική αυτονομία τους -τις οποίες νοηματοδότησαν σχεδόν μονοσήμαντα σε σχέση με τη Μόσχα- μην επιθυμώντας να γυρίσει ο χρόνος πίσω από το 1990.[3]

Η αξίωση ιδιαίτερης θέσης
Παράλληλα, συνεχώς επισημαίνεται, από τη ρωσική πλευρά, η συνεισφορά της Μόσχας στην ισορροπία ισχύος τόσο με την ήττα του Μεγάλου Ναπολέοντα, όσο και στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν η ρωσική ισχύς, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, που δημιούργησε τα συστήματα ασφαλείας και διακρατικής συνεννόησης τόσο μετά το 1815, όσο και το 1945. Η ρωσική ευαισθησία, ιδιαίτερα, να μην αμφισβητηθεί ο ρόλος της Μόσχας και η συνεισφορά της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάγκασε τον Β. Πούτιν να υπερασπιστεί αυτήν την γραμμή με ένα όχι μικρό κείμενο στο περιοδικό National Interest, για να προασπίσει την συνεισφορά και τις θυσίες της Μόσχας στην ήττα της Γερμανίας το 1945.[4]
Είναι αυτές οι θυσίες τόσο το 1812, όσο και το 1945, στις οποίες βασίζεται η αξίωση της Μόσχας να αποτελεί μέρος της κλειστής ομάδας των ισχυρών χωρών που λαμβάνουν αποφάσεις για τα σημαντικότερα περιφερειακά και παγκόσμια προβλήματα. Η Ρωσία δεν θεωρεί απλά ότι μετέχει του μεταπολεμικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αλλά ότι υπήρξε εκ των σημαντικότερων αρχιτεκτόνων αυτού. Από αυτήν τη θεώρηση προέρχονται και οι αξιώσεις προνομιακής μεταχείρισης της.
Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, η αξίωση ιδιαίτερης θέσης, διεθνώς, βασίζεται στη θεώρηση της Μόσχας ως κέντρου του ρωσικού και κατ’ επέκταση σλαβικού κόσμου, ως η πολυπληθέστερη ορθόδοξη χώρα (Τρίτη Ρώμη). Όμως και εσχάτως ως επικεφαλής μιας εναλλακτικής μεταφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων μαζί με τις Κίνα και Ινδία, μεταξύ άλλων, οι οποίες, πάντως, πιο πειστικά από τη Μόσχα, λόγω εμφανούς διαφοράς ισχύος, μπορούν να αρθρώσουν και να υποστασιοποιήσουν αυτήν την εναλλακτική.
Συχνά μάλιστα η Μόσχα θεωρείται ως το κέντρο της άτυπης Διεθνούς των αυταρχικών καθεστώτων. Η προσέγγιση, όμως, της Μόσχας είναι περισσότερο πραγματιστική, συνδέοντας τις προσπάθειες επέκτασης δημοκρατικών διαδικασιών και κινημάτων της κοινωνίας των πολιτών της ως υπονόμευση της δικής της θέσης μην έχοντας να αντιτάξει κάποια εναλλακτική στους τοπικούς πληθυσμούς. Η αυταρχική πολιτική ταυτότητα της ίδιας της Ρωσίας δεν την καθιστά ελκυστική στους πληθυσμούς γειτονικών χωρών, οι οποίοι κουράστηκαν να κυβερνώνται από τις ίδιες ομάδες επί δεκαετίες.
Η δε αυταρχική φύση της διακυβέρνησης από τις ρωσικές ελίτ, αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό του ρωσικού κράτους στην τσαρική ή σοβιετική ή μεταψυχροπολεμική του εκδοχή. Αυτό το πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης, του ισχυρού, συγκεντρωτικού κράτους οδηγεί σε διαφορετικές προτεραιότητές: άλλες από τη συμμετοχή των πολιτών και, συνεπώς, περιορίζει την κοινωνία των πολιτών άρα και την ατομική πρωτοβουλία τόσο σε πολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Δεν προσεγγίζεται επικριτικά το παραπάνω στοιχείο της ρωσικής πολιτικής ταυτότητας. Απλά επισημαίνονται οι προεκτάσεις του αναφορικά με την εικόνα της χώρας σε τρίτους.
Τέλος, σε αντιδιαστολή με τις ελευθεριακές κοινωνίες των δυτικών χωρών και την περιθωριοποίηση παραδοσιακών αξιών, υποστηρίζεται πως η θρησκευτική ρωσική παράδοση, μαζί με συντηρητικές αξίες της γύρω από την οικογένεια, διαφοροποιούν τη Ρωσία από τη Δύση, δίνοντας στη Μόσχα ένα ηθικό πλεονέκτημα έναντι των ηθικά διεφθαρμένων δυτικών χωρών έλκοντας εκατομμύρια δυσαρεστημένους πολίτες των τελευταίων που δεν αποδέχονται πολιτικές, που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες (αλλά με μεγαλύτερη ένταση τα τελευταία χρόνια), και που υπονομεύουν τον αξιακό τους κώδικα. Και αυτός ο ρόλος που αποδίδεται στην Ρωσία -ή επιχειρείται από την ίδια- έρχεται σε αντίθεση τόσο με τον προκλητικό τρόπο ζωής της ρωσικής ελίτ των αξιωματούχων -και των γόνων τους συμπεριλαμβανομένων- αλλά και της ύπαρξης τμημάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών που δεν ενστερνίζονται τα σημερινά πρότυπα και που δεν προσβλέπουν στη Μόσχα για καθοδήγηση.

Σε υποδεέστερη θέση
Αρχικώς η Μόσχα, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ προσπάθησε να δημιουργηθούν δίαυλοι μόνιμης επικοινωνίας μεταξύ CSTO και ΝΑΤΟ, προσπαθώντας να κάνει τη Βορειοατλαντική Συμμαχία να θεωρήσει την πρώτη ως κυρίαρχη δύναμη της πρώην σοβιετικής περιφέρειας.[5] Από την πλευρά των δυτικών χωρών, η ομαλή διάλυση της ΕΣΣΔ ισοδυναμούσε με αποδοχή των πραγματικοτήτων και την αποκατάσταση ιστορικών αδικιών, καθώς και την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης στις πρώην σοβιετικές και λαϊκές δημοκρατίες σε ανεξάρτητο εθνικό βίο.[6]
Ο αντίλογος στα παραπάνω και η μετέπειτα άρνηση της Δύσης να προσεγγίσει τη Μόσχα ως ισότιμο εταίρο βασίστηκε στη ραγδαία απομείωση τη ρωσικής ισχύος σε πλείστους τομείς βάσει των οποίων μετράται η ισχύς των χωρών. Δημογραφική κάμψη (σε αντίθεση, ενδεικτικά, με Ουάσιγκτον, Πεκίνο και Νέο Δελχί), περιορισμένη εγχώρια παραγωγική βάση και απουσία στο διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό καταναλωτικών αγαθών, πολύ μικρό μέγεθος ονομαστικού ΑΕΠ σε σχέση με τις χώρες με τις οποίες απαιτούσε και απαιτεί ισότητα: μόλις ενδέκατη με λιγότερο από 1,65 τρις $ το 2021 με τις ΗΠΑ στην πρώτη θέση με σχεδόν 23 τρις $, την Κίνα στη δεύτερη θέση με λίγο κάτω από 17 τρις $, την Ιαπωνία με πάνω από 5 τρις $, τη Γερμανία 4,2 τρις $ και το Ηνωμένο Βασίλειο με 3,1 τρις $.[7]
Μάλιστα, στην δεκαετία του 1990 τόσο η αποτυχία του πρώτου πολέμου στην Τσετσενία (1994-1996), όσο και η χρεοκοπία του 1998, ενίσχυσαν την εικόνα κατάρρευσης της Ρωσίας στα μάτια τρίτων και ιδιαίτερα αυτών από τους οποίους η ρωσική ηγεσία απαιτούσε νέο διακανονισμό στη βάση της ισότητας. Η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Βλ. Πούτιν και η μετέπειτα επιτυχής κατάληξη του πολέμου στην Τσετσενία, τα επόμενα εννέα χρόνια, καθώς και οι υψηλές τιμές ενεργειακών πόρων βοήθησαν τη μερική ανάκαμψη της Μόσχας. Παρέμενε, όμως σε σαφώς υποδεέστερη θέση από τις ΗΠΑ. Σχετικές οι αντιδράσεις, όταν το 2014, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα χαρακτήρισε τη Μόσχα περιφερειακή δύναμη (regional power). [8]
Η Μόσχα δεν χάνει ευκαιρία να καυτηριάζει την επίκληση ανθρωπιστικών κινήτρων στη δράση δυτικών κρατών αποδεχόμενη την ρεαλιστική σχολή των διεθνών σχέσεων. Φαίνεται εξαιρετικά επιφυλακτική στη διακρατική συνεργασία, προσεγγίζοντάς την, τις περισσότερες φορές, με όρους μηδενικού αθροίσματος. Μακριά από συμβιβαστική διάθεση εξαιτίας ίσως αιώνων διπλωματικής παράδοσης, αλλά και της απουσίας της σχετικής συνεργατικής πολιτικής κουλτούρας στο εσωτερικό. Απαίτηση σεβασμού και ισότητας όχι λόγω πίστης σε αυτά τα ιδανικά στις διακρατικές σχέσεις αλλά ως αναγνώριση της θέσης της Μόσχας ως ισότιμου και ισόκυρου παίκτη στη διεθνή πολιτική.

Παρά λοιπόν τα προαναφερθέντα στοιχεία, που μαρτυρούν μια άκρως πραγματιστική -κυνική ίσως- προσέγγιση των διακρατικών σχέσεων, στην απαίτηση για ισότητα με τις ΗΠΑ και την Κίνα, η Μόσχα επιδεικνύει, σε έναν βαθμό, μια αφελή στάση. Αφέλεια είναι να αναμένει ότι δεν θα υπήρχαν συνέπειες από την ήττα της στον Ψυχρό Πόλεμο.[9] Εμμένει σε αξιώσεις που συμβαδίζουν με το 1945 ή κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και όχι με τη σημερινή της ισχύ.
Προσπαθεί να δημιουργήσει προβλήματα και να υπονομεύσει πρωτοβουλίες τρίτων παρά να δημιουργήσει η ίδια πολιτικές. Προωθεί αναθεωρητικές πολιτικές απέναντι στην μεταψυχροπολεμική τάξη, διότι δεν της αποδίδεται η θέση που θεωρεί ότι αξίζει, εκβιάζοντας με την ενεργειακή τροφοδοσία πολλά ευρωπαϊκά κράτη αντί να φροντίζει να διευρύνει την παραγωγική της βάση, να μεταρρυθμίσει το πολιτικό της σύστημα (με τους δικούς της ρυθμούς φυσικά) και να αναθεωρήσει την μακροχρόνια ζημιογόνα απόφασή της για ρήξη των δεσμών με τη Δύση. Ενέργεια η οποία μπορεί να προκαλέσει βαθύτατα ρήγματα στην ευρωπαϊκή ήπειρο για μακρύ χρονικό διάστημα.
Επιλογικές παρατηρήσεις
Γεωγραφικοί παράγοντες, ιστορικά βιώματα, συγκεκριμένη πολιτική κουλτούρα και υποκειμενική –όπως σε κάθε χώρα– θεώρηση για τη θέση και τα δικαιώματά της φαίνεται πως έχουν αποτελέσει βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο η Μόσχα αντιμετωπίζει τόσο τις διμερείς τις σχέσεις, όσο και αποτυπώνει το στίγμα της διεθνώς.[10]
Οι αντιδράσεις των βαλτικών και σκανδιναβικών δημοκρατιών καθώς και των χωρών της ανατολικής Ευρώπης στη ρωσική πολιτική, όχι μόνο μετά την εισβολή στην Ουκρανία αλλά γενικότερα, παρουσιάζονταν στην Ελλάδα ως εμμονές, υπερβολικές αντιδράσεις και επίδειξη εθνικού εγωισμού. Όπως ακριβώς, μπορούν να θεωρηθούν -από τρίτους- και οι συνεχείς οχλήσεις των Αθηνών σε εταίρους και συμμάχους για την αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας… Τα βιώματα και οι ιστορικές εμπειρίες καθορίζουν στάσεις, συμπεριφορές, πολιτικές. Εφ’ όσον τούτο το τελευταίο ισχύει για μεγάλες ισχυρές χώρες, ισχύει έτι περαιτέρω για μικρότερα κράτη το οδυνηρό παρελθόν των οποίων έχει εντυπωθεί στον ψυχισμό των λαών τους.
Η δε ρήξη με τον δυτικό παράγοντα που προκαλεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η διαφαινόμενη συνειδητή επιλογή –στο βαθμό που θα ακολουθηθεί έως την λογική της κατάληξη και δεν αποτελεί χρονικά περιορισμένη αντίδραση- της ρωσικής ηγεσίας για ενίσχυση των δεσμών με το Πεκίνο ενδέχεται να δημιουργήσει ζήτημα νομιμοποίησης της πολιτικής αυτής στο εσωτερικό της ρωσικής κοινωνίας. Έστω και αν οι υπάρχουσες δομές εξουσίας δεν επιτρέπουν την εκδήλωση αντιδράσεων. Η συντριπτική πλειοψηφία του ρωσικού πληθυσμού διαβιεί στο ευρωπαϊκό τμήμα της χώρας, ο προσανατολισμός και τα πρότυπα, (καταναλωτικά, εκπαιδευτικά, πολιτικά και άλλα) έχουν δυτική κατεύθυνση ενώ το σύνολο σχεδόν των επιτευγμάτων του ρωσικού έθνους σε διάφορους τομείς συνδέεται άρρηκτα με την Ευρώπη.

Η Μόσχα θα πρέπει να βρει μια ισορροπία μεταξύ αυτού που φαντάζεται πως είναι (μια αυτοκρατορία) και αυτό που ίσως τρίτοι επιθυμούν να είναι ο ρόλος της Μόσχας (ένα έθνος-κράτος, όπως τόσα άλλα). Η συνειδητοποίηση πως τα πλεονεκτήματα, που διαθέτει ως χώρα, αναδεικνύονται και αποδίδουν πιο πολλά στη Μόσχα με την Ευρώπη να είναι εταίρος όχι φίλος αναγκαστικά αλλά σίγουρα όχι εχθρός- πρέπει να εντυπωθεί στην ρωσική ηγεσία. Οι συνθήκες για έναν τέτοιο διακανονισμό καθίστανται πιο δυσχερείς με τη διαιώνιση της εμπόλεμης κατάστασης στην Ουκρανία και το μέγεθος της καταστροφής να μεγεθύνεται. Τα ιστορικά βιώματα και οι σταθερές αιώνων δεν θα μεταβληθούν σύντομα. Η συμφιλίωση και η άρση του διχασμού μεταξύ δυτικής και ανατολικής Ευρώπης αργεί. Η τελευταία μπορεί να υπάρξει μόνον όταν όλες οι διαφορετικές εκφάνσεις της ευδοκιμούν.

[1] Η ομιλία εδώ, http://en.kremlin.ru/events/president/transcripts/24034 , Τελευταία πρόσβαση 27.05.2022
[2] Το περιεχόμενο της συνέντευξης εδώ, https://www.nytimes.com/2008/09/01/world/europe/01russia.html. Τελευταία πρόσβαση 28.05.2022
[3] Trenin, Dimitri (2009), «Russia’s Spheres of Interest, not Influence», The Washington Quarterly, October (32:4), p. 14
[4] Το κείμενο εδώ, https://nationalinterest.org/feature/vladimir-putin-real-lessons-75th-anniversary-world-war-ii-162982.
[5] Russia’s Spheres of Interest, not Influence, p.14
[6] Ibid., p.7.
[7] Προβλέψεις για το έτος 2021. Βλέπε εδώ, https://statisticstimes.com/economy/projected-world-gdp-ranking.php. Τελευταία πρόσβαση 28.05.2022.
[8] Η δήλωση εδώ, https://www.washingtonpost.com/world/national-security/obama-dismisses-russia-as-regional-power-acting-out-of-weakness/2014/03/25/1e5a678e-b439-11e3-b899-20667de76985_story.html. Τελευταία πρόσβαση, 28.05.2022
[9] Στο διάγγελμα του ο Ρώσος πρόεδρος, στις 24 Φεβρουαρίου, ημέρα εισβολής στην Ουκρανία, απευθυνόμενος εμμέσως στις ΗΠΑ, αναφέρθηκε «σε αυτούς που ανακήρυξαν εαυτούς νικητές του Ψυχρού Πολέμου». Με την επιφύλαξη της ορθότητας της μετάφρασης από την ρωσική, https://www.youtube.com/watch?v=1qS6J-WbTD8. Τελευταία πρόσβαση, 29.5.2022. Τελευταία πρόσβαση, 29.05.2022.
[10] Για τη θέση της Μόσχας στον σύγχρονο κόσμο βλέπε σχετικά το First Policy Concept, κείμενο στο οποίο παρουσιάζεται ως προτεραιότητα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής «την εδραίωση της θέσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως κέντρου επιρροής στον σημερινό κόσμο». Το κείμενο εδώ, https://www.rusemb.org.uk/rp_insight/