Οι ανεπαρκείς χειρισμοί έναντι της Ουάσιγκτον
Στη φωτογραφία: Το κλίμα στα Χανιά ήταν εγκάρδιο στις 6 Ιανουαρίου, αλλά οι παρανοήσεις πολλές για τα F-35 και τους Χούθι. Δεξιά, ο Κυρ. Μητσοτάκης και η υφυπουργός Εξωτερικών Αλ. Παπαδοπούλου και, αριστερά, οι Αντ. Μπλίνκεν και Τζ. Τσούνης.
- Τραγικό λάθος η απώλεια του δανείου $ 2 δις που πρόσφεραν οι ΗΠΑ
- Οι αποτυχημένες παραστάσεις στην Πρεσβεία της Αθήνας, το Στέητ Ντηπάρτμεντ και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας μετά τη συνάντηση στα Χανιά
- Ζητούμενο η χρηματοδότηση και οι όροι για τα F-35
- Παρανοήσεις για την ελληνική συνεισφορά κατά των Χούθι
Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης πανηγυρίζει -σε επίπεδο διαγγέλματος- για το πακέτο αμυντικής βοήθειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τα πραγματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών και μια απλή σύγκριση με το έργο των προκατόχων του αποδεικνύουν ότι επέτυχε τα ελάχιστα δυνατά. Ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι, για πρώτη φορά, η Ουάσιγκτον αυτοβούλως πρόσφερε δάνειο-ρεκόρ δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων το οποίο χάθηκε λόγω της λανθασμένης διαπραγματευτικής τακτικής του Μεγάρου Μαξίμου.
Σύμφωνα με απόλυτα επιβεβαιωμένες πληροφορίες, οι διαβουλεύσεις για το δάνειο των $ 2 δις άρχισαν στα μέσα Οκτωβρίου 2023 κατόπιν της θερινής δήλωσης του ιδίου του προέδρου Τζ. Μπάιντεν ότι, μετά το τουρκικό αίτημα για τα F-16, αντιμετώπιζε θετικά το ότι «ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην Ελλάδα, αναζητά επίσης κάποια βοήθεια». Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προσθέσει πως «αυτό που προσπαθώ, ειλικρινά, είναι να συγκεντρώσω μια μικρή κοινοπραξία εδώ, όπου ενισχύουμε το ΝΑΤΟ όσον αφορά τη στρατιωτική ικανότητα τόσο της Ελλάδας, όσο και της Τουρκίας και επιτρέπουμε στη Σουηδία να εισέλθει» στην Ατλαντική Συμμαχία.
Οι διαπραγματεύσεις για τα $ 2 δις
Στο πλαίσιο αυτό και υπό την έγκριση και υψηλή εποπτεία του Μαξίμου, πραγματοποιήθηκαν επαφές μεταξύ αφενός στελεχών του πολιτικού-στρατιωτικού, οικονομικού και αμυντικού τμήματος της Αμερικανικής Πρεσβείας της Αθήνας και αφετέρου εκπροσώπων του γραφείου της υφυπουργού Εξωτερικών Αλ. Παπαδοπούλου, της αρμόδιας διεύθυνσης Βορείου Αμερικής του υπουργείου Εξωτερικών, του υπαρχηγού ΓΕΕΘΑ και του γενικού διευθυντή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ). Το δάνειο θα χορηγείτο απευθείας μέσω του προγράμματος Foreign Military Financing (FMF) και προβλεπόταν ότι το 10% του συνολικού ποσού, δηλαδή 200.000.000 δολάρια, θα χαρακτηριζόταν ως δωρεάν βοήθεια, ώστε να εξισορροπηθεί η μακροπρόθεσμη επιβάρυνση των τόκων.
Επίσης, από τη γενικότερη προσέγγιση και τα συμφραζόμενα των Αμερικανών αξιωματούχων προέκυπτε, σαφώς, ότι δεν υπήρχαν πολλές εκκρεμότητες για την κατάρτιση του κειμένου της σύμβασης. Η έγκριση του δανείου, από τις προϊστάμενες αρχές στην Ουάσιγκτον, θεωρείτο λίγο-πολύ δεδομένη υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική απάντηση θα έπρεπε να δοθεί μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου 2023. Πρακτικά, η Ελλάδα θα εξασφάλιζε ένα τεράστιο ποσό για τις ένοπλες δυνάμεις της μετά από μόλις δίμηνες διαπραγματεύσεις, οπότε η «αμυντική εγγύηση» Μπάιντεν θα ήταν συμφέρουσα και, μεταξύ άλλων, ίσως χρηματοδοτούσε την αγορά των F-35.
Παρά αυτές τις σπάνια ευνοϊκές συνθήκες, το μήνυμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς την αμερικανική πλευρά ήταν ότι είχε «προβληματισμούς για τους οικονομικούς όρους» του δανείου των $ 2 δις. Η προθεσμία υποβολής της ελληνικής απάντησης δεν τηρήθηκε και, όπως είναι αναμενόμενο σε παρόμοιες διπλωματικές και οικονομικές διαβουλεύσεις, το μήνυμα από τους αρμοδίους στην Ουάσιγκτον (που εξετάζουν, ταυτόχρονα, τα αιτήματα αρκετών ξένων κυβερνήσεων) ήταν πως το ίδιο ποσό αποφασίστηκε πλέον να χορηγηθεί σε άλλη συμμαχική χώρα. Πάντως, ακόμα και μετά την απορριπτική απόφαση, υπήρξε αμερικανική διαβεβαίωση για πιθανό μελλοντικό δάνειο και ότι παραμένουν διαθέσιμα τα 200.000.000 δολάρια, αλλά «θα ήταν χρήσιμο» να χρησιμοποιηθούν ως αποζημίωση του ελληνικού πλεονάζοντος υλικού που θα αποστελλόταν στην Ουκρανία.

Η συνάντηση Μητσοτάκη-Μπλίνκεν
Το περίεργο της όλης υπόθεσης είναι ότι, σε αντίθεση με το νέο πλαίσιο που έθεσε η λεγόμενη «γραφειοκρατία» του Στέητ Ντηπάρτμεντ και του Πενταγώνου, η ελληνική πλευρά αισιοδοξούσε ότι τα πάντα θα άλλαζαν χάρη στη συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον υπουργό Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν, στα Χανιά, στις 6 Ιανουαρίου.
Η ελληνική πλευρά φέρεται να έθεσε τρία κύρια θέματα προς την αμερικανική. Πρώτον, την επανεκκίνηση της διαδικασίας της προμήθειας των F-35 και, κυρίως, την αποσύνδεσή της από τη διαπραγμάτευση Ουάσιγκτον-Άγκυρας για τα τουρκικά F-16 και την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Δεύτερον, την επανεξέταση του θέματος του μεγάλου δανείου των $ 2 δις ή, τουλάχιστον, τη μη εξάρτηση του μικρότερου δανείου των 200.000.000 δολαρίων από τη χορήγηση νέας βοήθειας της Αθήνας προς το Κίεβο. Και, τρίτον, να εγκωμιαστεί η ελληνική στάση στην κρίση της Ερυθράς Θάλασσας, χωρίς αμερικανικές απαιτήσεις για μεγαλύτερη εμπλοκή της χώρας πέραν της ήδη ανακοινωθείσας αποστολής μίας φρεγάτας του Πολεμικού Ναυτικού.
Η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε τη συνάντηση σαν μεγάλη επιτυχία μαζί με τη μονομερή διαρροή ότι η έγκριση της προμήθειας των F-35 «δεν θα αργήσει» και την εκτίμηση πως οι ανακοινώσεις θα γίνουν ανεξάρτητα από τις αμερικανοτουρκικές διαπραγματεύσεις. Σε διαφορετικό μήκος κύματος, οι δηλώσεις του κ. Μπλίνκεν και η ανακοίνωση του Στέητ Ντηπάρτμεντ απλώς εγκωμίαζαν θερμά τη διμερή συνεργασία, δεν περιείχαν ούτε λέξη για τα F-35 και έδιναν έμφαση στο ότι «είχαμε συζητήσεις» για τον ελληνικό ρόλο στην Ερυθρά Θάλασσα και τη «συνεχιζόμενη υποστήριξη» στην Ουκρανία.
Το κόστος των F-35
Δεν είναι γνωστό αν ο κ. Μητσοτάκης πραγματικά πίστεψε ότι οι απόψεις του έγιναν αποδεκτές από τον κ. Μπλίνκεν ή αν θέλησε να παρουσιάσει επίπλαστη εικόνα στην ελληνική κοινή γνώμη για τις συνήθεις επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν, όπως προσδοκούσε ο Πρωθυπουργός.
Συγκεκριμένα, ως προς τα F-35, η ελληνική πλευρά προσπάθησε να οικοδομήσει επί της συνάντησης των Χανίων, πραγματοποιώντας πρόσθετες επαφές με την Πρεσβεία στην Αθήνα και με το Στέητ Ντηπάρτμεντ και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στην Ουάσιγκτον. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των επαφών ήταν η απάντηση ότι ο κ. Μπλίνκεν, παρά τις καλές προθέσεις του, δεν είχε αναλάβει καμιά δέσμευση έναντι του Πρωθυπουργού. Αυτό αποδείχθηκε και με τις -δημόσιες πια- εξελίξεις, καθώς η κυβέρνηση όχι μόνον δεν πέτυχε την αποσύνδεση των F-35 από τα F-16, αλλά οι αμερικανικές ανακοινώσεις έγιναν πρώτα για την Τουρκία (Πέμπτη, 25 Ιανουαρίου) και μετά για την Ελλάδα (Σάββατο, 27 Ιανουαρίου).
Παρά την αποτυχία των διπλωματικών χειρισμών, η κυβέρνηση καλλιεργεί το μύθο ότι «κατόπιν ενεργειών μας», όπως έλεγαν οι παλαιοί πολιτευτές, οι Αμερικανοί «μας δίνουν» τα F-35. Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι πρόκειται για κανονική εμπορική συναλλαγή και ότι η Ουάσιγκτον προσφέρει το συγκεκριμένο, προηγμένο τύπο αεροσκαφών (τότε ονομαζόμενο JSF) από τον Οκτώβριο του 2000, όταν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Ν. Μπερνς και το εν Αθήναις γραφείο της Lockheed Martin κατέθεσαν πρόταση ελληνικής συμμετοχής (με ρεαλιστική ετήσια συνεισφορά) στην κατασκευάστρια κοινοπραξία. Η απάντηση των τότε πρωθυπουργού και υπουργού Εθνικής Άμυνας, Κ. Σημίτη και Α. Τσοχατζόπουλου, ήταν απορριπτική. Ως αποτέλεσμα, ως το 2010, η αμερικανική πλευρά έδωσε έμφαση στην πώληση νέων και στον εκσυγχρονισμό παλαιότερων F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας, κάνοντας μόνον ενημερώσεις για την πρόοδο του προγράμματος F-35, αφού η κοινοπραξία όφειλε να δίνει προτεραιότητα στις χώρες-μέλη της. Ακολούθησαν τα χρόνια της ελληνικής χρεοκοπίας και η προμήθεια του υπερσύγχρονου αεροσκάφους ετέθη πάλι στο τραπέζι το 2017 σε επίπεδο μελέτης και με αυτάρεσκες δηλώσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν διέθετε σχετικό προϋπολογισμό.

Τον Οκτώβριο του 2019, κατά το Β’ γύρο Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας (και όχι ο κ. Μητσοτάκης) ζήτησε από τον ομόλογό του Μ. Πομπέο έναρξη συνομιλιών για τα F-35 ως αντιστάθμισμα της ενδεχόμενης προμήθειάς του από την Τουρκία (στην αρχή της γνωστής κρίσης με το ΝΑΤΟ λόγω της απόκτησης ρωσικών πυραύλων S-400). Ο κ. Δένδιας εξέφρασε το ίδιο ενδιαφέρον, προς τον κ. Μπλίνκεν πια, κατά το Γ’ γύρο του Στρατηγικού Διαλόγου τον Οκτώβριο του 2021, ενώ τον Ιούνιο του 2022 εστάλη το επίσημο ελληνικό αίτημα το οποίο έκτοτε συνδέθηκε από τη διοίκηση Μπάιντεν -ανεπίσημα- με το τουρκικό. Ούτε η καταρχήν συναίνεση της Γερουσίας στην πώληση προς την Ελλάδα, τον Ιούνιο του 2023, άλλαξε τα πράγματα. Παρά τις θριαμβολογίες, ο Πρωθυπουργός δεν κατάφερε να αποσυνδέσει τα δύο θέματα επί 1,5 χρόνο και αυτό προοιωνίζεται μελλοντικά προβλήματα για την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, αφού υπάρχει μακρύς δρόμος για τη διαπραγμάτευση και υπογραφή της σύμβασης και μέχρι την παράδοση των αεροσκαφών στην Ελλάδα.
Στο εξής, οι συνομιλίες θα γίνονται με εμπορικούς όρους και πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα για τον ακριβή αριθμό των F-35 που θέλει -και αντέχει οικονομικά- να παραγγείλει η Ελλάδα, καθώς και για τον τρόπο χρηματοδότησής τους. Η αμερικανική πλευρά έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας βοήθειας από τα FMF, αλλά αν συνδεθεί, ειδικά, με τα F-35 ίσως επανεξεταστεί -αναγκαστικά- το πλαίσιο συζήτησης μεταξύ του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της Lockheed Martin. Ήδη υπάρχει το διαπραγματευτικό αγκάθι ότι η ελληνική πλευρά απέρριψε, το Μάιο του 2023, τις αμερικανικές προτάσεις για τις -πανάκριβες- υποδομές των F-35 στις βάσεις της Πολεμικής Αεροπορίας.
Η δανειακή βοήθεια
Ως προς το ζήτημα της δανειακής βοήθειας, η Ουάσιγκτον δεν επανήλθε φυσικά σε συζητήσεις για τα 2 δις, ενώ συνέδεσε -άμεσα και δημόσια- τα 200.000.000 δολάρια με τη συνδρομή στην Ουκρανία. Ο κ. Μπλίνκεν αναφέρει στην επιστολή του προς τον κ. Μητσοτάκη ότι, μόνον αν η βοήθεια «ενδιαφέρει την Ουκρανία» και «εν αναμονή της εξέτασης, από τις ΗΠΑ, της κατάστασης [του υλικού] και της συνδεδεμένης αξίας του, μπορούμε να διερευνήσουμε ευκαιρίες για πιθανή πρόσθετη χρηματοδότηση έως και 200.000.000». Με λίγα λόγια, μετά τα διαπραγματευτικά λάθη της κυβέρνησης το διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2023, χάθηκε το δάνειο $ 2 δις (με το 10% αυτού ως δωρεάν βοήθεια) και τώρα ίσως δοθεί κάποιο ποσό υπό την αποκλειστική προϋπόθεση της συνδρομής προς το μαχόμενο Κίεβο.
Άλλωστε, τη βοήθεια υποσχέθηκε, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς αμερικανική παρότρυνση, ο κ. Μητσοτάκης προς τον Ουκρανό πρόεδρο Β. Ζελένσκι, τον περασμένο Αύγουστο, όταν τον κάλεσε ως guest star στη σύνοδο των ηγετών των Δυτικών Βαλκανίων στην Αθήνα. Από τη σκοπιά της Ουάσιγκτον, δεν είναι ούτε λογικό ούτε νόμιμο, αν δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στην επιστολή Μπλίνκεν, να πληρώσει ο Αμερικανός φορολογούμενος όσα υποσχέθηκε διμερώς ο κ. Μητσοτάκης στον κ. Ζελένσκι.
Η Ερυθρά Θάλασσα
Τις επόμενες -λίγες- ημέρες, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει αν και πώς θα συμμετάσχει στη δεύτερη επιχείρηση (πέραν της Prosperity Guardian) που σχεδιάζουν οι ΗΠΑ κατά των Χούθι της Υεμένης.
Λόγω της ελληνικής ταχύτατης απόφασης, στις 21 Δεκεμβρίου 2023, για την αποστολή φρεγάτας και, κυρίως, λόγω όσων συζητήθηκαν σε διπλωματικό επίπεδο εκείνες τις ημέρες, η Ουάσιγκτον συμπέρανε ότι ο κ. Μητσοτάκης συμφωνούσε για τη συμμετοχή δυνάμεων και στη δεύτερη αποστολή των ομονοούντων κρατών. Όταν, ωστόσο, η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο εμπλοκής σε χερσαίες επιχειρήσεις (με κίνδυνο αντίδρασης από ακραίους ισλαμιστές) αναδιπλώθηκε. Στη συνάντηση των Χανίων, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι σχημάτισαν την εντύπωση πως ο κ. Μητσοτάκης θα έδινε οριστική απάντηση μέσα σε 10 ημέρες. Αυτό δεν συνέβη ούτε κατά την τηλεφωνική συνομιλία Μητσοτάκη-Μπλίνκεν στις 22 Ιανουαρίου παρά την αμερικανική αντιπρόταση, που είχε υποβληθεί στο μεταξύ, για τη συμμετοχή μόνο αξιωματικών στο σχεδιασμό των επιχειρήσεων αντί της αποστολής μάχιμων δυνάμεων.

ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο Μητσοτάκης έχασε το δάνειο $ 2 δις και εξασφάλισε τα λιγότερα στην ιστορία!
Το 1973, λίγο πριν από την πτώση της Χούντας, η ετήσια στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ελλάδα (σε τιμές εκείνης της εποχής) ήταν 73 εκατομμύρια δολάρια. Το 1981, επί κυβέρνησης Γ. Ράλλη, ανήλθε σε 180 εκατ. δολάρια και καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, επί Αν. Παπανδρέου, κυμαινόταν, σε γενικές γραμμές, στην ετήσια ζώνη των 200 εκατομμυρίων, ακολουθώντας την αναλογία 7:10 στη βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ελλάδα και την Τουρκία.
Τον Ιούλιο του 1990, κατά την υπογραφή της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ (MDCA), ο πρωθυπουργός Κων. Μητσοτάκης, ο υπουργός Εξωτερικών Αντ. Σαμαράς και ο πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον και κύριος διαπραγματευτής, πρέσβης Χρ. Ζαχαράκις, επέτυχαν το (ως τότε και έκτοτε) απόλυτο ρεκόρ: δωρεάν χρηματοδότηση 345.000.000 δολαρίων, διαγραφή οφειλής 50.000.000 δολαρίων, 28 Φάντομ (F-4Ε), 28 Κορσέρ (Α-7), 6 αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας Ρ3Α, 4 αντιτορπιλικά Adams και υπόσχεση (που τηρήθηκε) για την παραλαβή, από τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεγάλων ποσοτήτων υλικού που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα.
Η τεράστια βοήθεια δόθηκε από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα σε μία εποχή που είχε ήδη πέσει το Τείχος του Βερολίνου και διαλυόταν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν ήπιες σχέσεις λόγω των συναντήσεων Παπανδρέου-Οζάλ στο Νταβός το 1988 και 1989 και των φιλικών δεσμών Μητσοτάκη-Οζάλ.
Αντίθετα, σήμερα που εξελίσσονται δύο πόλεμοι (Ουκρανία και Γάζα) και ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν απειλεί, για πολλοστή φορά, «να ρίξει τους Έλληνες στη θάλασσα», η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε το δάνειο των $ 2 δις από τις ΗΠΑ και, μέσω της επιστολής Μπλίνκεν, θα ξεκινήσει συζητήσεις, για να εξασφαλίσει μόλις 2 μεταγωγικά C-130, 10 …κινητήρες αεροσκαφών P-3 και 60 τεθωρακισμένα μάχης Bradley (που πρόσφεραν οι ΗΠΑ από τις αρχές του 2023 και η ελληνική πλευρά κωλυσιεργούσε). Πιο περίπλοκες θα είναι οι διαπραγματεύσεις για τα προσφερόμενα πλοία LCS και, ασφαλώς, τα F-35.
Προφανώς, ό,τι μπορεί να λάβει η Ελλάδα από τις ΗΠΑ -με συμφέρουσες τιμές λόγω πλεονάζοντος αμερικανικού υλικού που αποσύρεται- είναι χρήσιμο, αλλά δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζεται ως γεγονός ιστορικής σημασίας. Άλλωστε, η Ελλάδα από το Σεπτέμβριο του 2022 ως και το φετινό καλοκαίρι θα έχει παραλάβει από τις ΗΠΑ, συνολικά, 1.200 θωρακισμένα οχήματα M-1117, χωρίς πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού που τώρα εκτόξευσε η κυβέρνηση, ώστε να καλύψει τη σύνδεση F-35 και F-16 και τα εσωτερικά προβλήματα στη ΝΔ.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία” στις 31 Ιανουαρίου 2023