Του Ιωάννη Χάλκου

Η μετεωρική άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1981 φαινόταν ότι θα συνοδευόταν από μια ριζική αναθεώρηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας. Βλέποντας τις διεθνείς σχέσεις μέσα από το πρίσμα της «θεωρίας της εξάρτησης», ο Ανδρέας Παπανδρέου θεωρούσε ότι η εξάρτηση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ και από τη Δύση γενικότερα αποτελούσε τη ρίζα της ελληνικής κακοδαιμονίας.

Αυτό σήμαινε ότι εάν η χώρα δεν απομακρυνόταν από τα κέντρα εξουσίας της Δύσης και δεν υιοθετούσε μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει «πραγματική ανεξαρτησία».

Βασικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ πριν από το 1981 αποτελούσαν η αντίθεση στη συμμετοχή της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η έξοδος της χώρας από το ΝΑΤΟ και η απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων.

Οι τελευταίες είχαν καταστεί σύμβολο της ελληνικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ, αλλά και της ταραγμένης ελληνοαμερικανικής σχέσης, η οποία είχε πρόσφατα δοκιμαστεί από την ανοχή που είχε επιδείξει η Ουάσιγκτον απέναντι στη χούντα και την απραξία της αμερικανικής διπλωματίας κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974.

Η αντιδυτική ρητορική του Παπανδρέου εξέφρασε και ταυτόχρονα εξέθρεψε ένα ισχυρό κύμα αντιαμερικανισμού στην ελληνική κοινή γνώμη, καθιστώντας έτσι το ζήτημα της απομάκρυνσης των βάσεων βασική προϋπόθεση για την επίτευξη της «εθνικής ανεξαρτησίας» που ευαγγελιζόταν το ΠΑΣΟΚ.

Οι διαπραγματεύσεις για τις βάσεις είχαν ξεκινήσει το 1975 από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και κατέληξαν το 1977 σε μια ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα αμυντική συμφωνία, η οποία όμως ποτέ δεν τέθηκε σε ισχύ.

Επίσης, το ζήτημα των βάσεων και της ελληνοαμερικανικής στρατηγικής σχέσης συμπλεκόταν άμεσα με το βασικό πρόβλημα ασφαλείας που αντιμετώπιζε η Ελλάδα, την τουρκική απειλή.

Η αμυντική βοήθεια που προσέφερε η Ουάσιγκτον σε Αθήνα και Αγκυρα ουσιαστικά καθόριζε την ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο και βασικός στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να εξασφαλίσει ότι αυτή η ισορροπία δεν θα μεταβαλλόταν αποφασιστικά εις βάρος της Αθήνας.

Στο πλαίσιο αυτό, οι κυβερνήσεις Καραμανλή είχαν επιτύχει την καθιέρωση της αναλογίας 7 προς 10 για την αμερικανική αμυντική βοήθεια σε Ελλάδα και Τουρκία αντίστοιχα, η οποία διασφάλιζε τη βιωσιμότητα της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής απέναντι στις αναθεωρητικές αξιώσεις της Αγκυρας.

Προσαρμογή στην πραγματικότητα

Οταν ανέλαβε την εξουσία, ο Παπανδρέου κλήθηκε αμέσως να προσαρμόσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις για μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική στην αδυσώπητη γεωπολιτική πραγματικότητα.

Ο Ελληνας πρωθυπουργός κατανοούσε ότι ενδεχόμενη απομάκρυνση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ και τη Δύση θα υπονόμευε την άμυνα της χώρας απέναντι στην Τουρκία, η οποία θα συνέχιζε να επωφελείται από την αμερικανική αμυντική βοήθεια. Ηδη κατά τις πρώτες μέρες της πρωθυπουργίας του, ο Παπανδρέου ξεκαθάρισε ότι δεν θα προχωρούσε σε μονομερείς ενέργειες και μιλούσε για σταδιακή απομάκρυνση των βάσεων έπειτα από διαπραγμάτευση.

Στην προσαρμογή του ΠΑΣΟΚ στην πραγματικότητα κρίσιμος ήταν και ο ρόλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος, έχοντας αναλάβει από το 1980 τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, έκανε σαφές στον Παπανδρέου ότι η υπονόμευση του δυτικού προσανατολισμού της χώρας –η οποία μοιραία θα είχε αποτέλεσμα και τη μείωση της αμυντικής της ικανότητας– θα οδηγούσε σε συνταγματική κρίση.

Αν και ο Παπανδρέου δεσμεύτηκε να μη διαταράξει τις σχέσεις της χώρας με τους συμμάχους της, έπρεπε ταυτόχρονα να ικανοποιήσει και την αριστερή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, αλλά και το εσωτερικό του ακροατήριο, το οποίο του είχε χαρίσει την εκλογική νίκη στη βάση μιας αντιαμερικανικής ρητορικής και συνέχιζε να προσδοκά μια ουσιώδη αλλαγή στην ελληνική εξωτερική πολιτική.

Η σημασία που έδινε ο Παπανδρέου στην εσωτερική πολιτική σκηνή τον έκανε να δίνει έμφαση κυρίως στις πολιτικές πτυχές των ελληνοαμερικανικών διαπραγματεύσεων και λιγότερο στις πολύπλοκες τεχνικές και στρατιωτικές λεπτομέρειες που όριζαν τη λειτουργία και το καθεστώς των βάσεων.

Βασικοί στόχοι της ελληνικής πλευράς κατά τις επερχόμενες διαπραγματεύσεις ήταν η διασφάλιση της ισορροπίας ισχύος στο Αιγαίο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η ενίσχυση της εποπτείας και του ελέγχου από ελληνικής πλευράς των αμερικανικών δραστηριοτήτων σε ελληνικό έδαφος και, τέλος, μια συμφωνία που θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως χρονοδιάγραμμα απομάκρυνσης των βάσεων.

Από την άλλη πλευρά, οι Αμερικανοί ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν τα βασικά στοιχεία της στρατιωτικής τους παρουσίας στην Ελλάδα, αλλά και να απαλλαγούν από διάφορους δεσμευτικούς όρους που είχαν συμφωνηθεί κατά τους προηγούμενους γύρους των διαπραγματεύσεων.

Επίσης, η διοίκηση Ρέιγκαν έδινε μεγαλύτερη σημασία από τους προκατόχους της στη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και υιοθέτησε σκληρή και άκαμπτη στάση κατά τη διάρκεια των ελληνοαμερικανικών διαπραγματεύσεων, υπονοώντας μάλιστα σε διάφορες περιπτώσεις ότι αν οι βάσεις έφευγαν από την Ελλάδα, θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην Τουρκία, αυξάνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τη σημασία της για τα αμερικανικά συμφέροντα.

Δύσκολη διαπραγμάτευση με εκατέρωθεν πιέσεις

Οι ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για μια νέα αμυντική συμφωνία (DECA – Defense and Economic Cooperation Agreement) άρχισαν τον Οκτώβριο του 1982.

Της ελληνικής αντιπροσωπείας ηγείτο ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Καψής, ενώ η Ουάσιγκτον επέλεξε ως κύριο διαπραγματευτή της τον βετεράνο διπλωμάτη Ρέτζιναλντ Μπαρτόλομιου. Οι διαπραγματεύσεις σχεδόν αμέσως υπονομεύθηκαν από την απόφαση της Ουάσιγκτον να αυξήσει την αμυντική βοήθεια προς την Τουρκία για το οικονομικό έτος 1984 από τα 400 στα 775 εκατομμύρια δολάρια.

Το αμυντικό πρόγραμμα για την Ελλάδα θα έμενε στα 280 εκατομμύρια και θα εξεταζόταν η αύξηση του ποσού αυτού μόνο σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης των ελληνοαμερικανικών διαπραγματεύσεων.

Στην προσπάθειά της να εκσυγχρονίσει τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, η διοίκηση Ρέιγκαν ουσιαστικά φαινόταν να ανατρέπει την καθιερωμένη αναλογία 7 προς 10 και έφερνε έτσι την κυβέρνηση Παπανδρέου σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση.

Η ελληνική κυβέρνηση απείλησε με αναστολή των διαπραγματεύσεων, ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε ένα κύμα μαζικών διαδηλώσεων κατά των βάσεων με σκοπό την ενίσχυση της διαπραγματευτικής της θέσης.

Αν και η Ουάσιγκτον προσπάθησε να αντισταθεί στις ελληνικές πιέσεις, τελικά δεσμεύτηκε ότι σε περίπτωση συμφωνίας η βοήθεια προς την Ελλάδα θα αυξανόταν σε 500 εκατομμύρια δολάρια, αποκαθιστώντας έτσι την ελληνοτουρκική ισορροπία.

Οι διαπραγματεύσεις έφτασαν σε άλλο ένα κρίσιμο σημείο τον Ιούνιο του 1983. Αγωνιώντας να παρουσιάσει τη συμφωνία ως χρονοδιάγραμμα για την απομάκρυνση των βάσεων, η κυβέρνηση Παπανδρέου επέμενε σε μια σαφή αναφορά στον τερματισμό της έπειτα από πέντε χρόνια, κάτι που οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να αποδεχτούν αφού θα δημιουργούσε δυσμενές γι’ αυτούς προηγούμενο σε αντίστοιχες συμφωνίες με άλλα κράτη.

Το τελικό κείμενο, προϊόν συμβιβασμού, προέβλεπε ότι η συμφωνία «θα μπορούσε να τερματιστεί έπειτα από πέντε χρόνια», αφού ένα από τα δύο μέρη το ζητούσε εγγράφως. Η ελληνοαμερικανική DECA υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1983 και λίγο αργότερα υπερψηφίστηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου, ωστόσο, μετέφρασε στην ελληνική εκδοχή του κειμένου τον αγγλικό όρο «terminable» –βάσει του οποίου είχε γίνει η διαπραγμάτευση– ως «η συμφωνία τερματίζεται έπειτα από πέντε χρόνια». Αυτό το επικοινωνιακό τέχνασμα επέτρεψε στον Παπανδρέου να ισχυριστεί ενώπιον της κοινής γνώμης και του κόμματός του ότι η συμφωνία πράγματι διασφάλιζε την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων και ότι η κυβέρνηση είχε μείνει πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις.

Σημείο καμπής για τη χώρα

Η ελληνοαμερικανική συμφωνία του 1983 παρουσίαζε ορισμένα πλεονεκτήματα για την ελληνική κυβέρνηση. Η αυξημένη αμυντική βοήθεια που θα λάμβανε η Αθήνα διασφάλιζε την ισορροπία ισχύος με την Τουρκία, ενώ η εκδοχή του κειμένου που χρησιμοποίησε η ελληνική πλευρά επέτρεψε στον Παπανδρέου να ισχυριστεί ότι ο αγώνας για την απομάκρυνση των βάσεων «είχε δικαιωθεί».

Από την άλλη, η έμφαση της κυβέρνησης στην επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος στο εσωτερικό μέτωπο και η αγωνία της να μη συνδεθεί με αμερικανικές δραστηριότητες για ιδεολογικούς λόγους οδήγησαν στην παραμέληση ζητημάτων τεχνικής και στρατιωτικής φύσης από τα οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί η ελληνική πλευρά, όπως η στρατιωτική συνεργασία, η μεταφορά τεχνολογίας και η εκπαίδευση προσωπικού.

Επίσης, οι διατάξεις για τον έλεγχο των αμερικανικών δραστηριοτήτων σε ελληνικό έδαφος δεν ανταποκρίθηκαν στις αρχικές προσδοκίες της κυβέρνησης.

Το πιο σημαντικό είναι όμως ότι η συμφωνία αποτελεί ένα σημείο καμπής για την ελληνική Ιστορία γενικότερα. Ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας και η στρατηγική της σχέση με τις ΗΠΑ επιβεβαιώθηκαν και νομιμοποιήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ, που μέχρι τις εκλογές του 1981 αποτελούσε την κύρια αντιδυτική δύναμη στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό.

Ετσι, ένας μακρύς κύκλος αμφισβήτησης του δυτικού προσανατολισμού της χώρας έκλεισε οριστικά, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, ως προς τη διεθνή θέση της χώρας και τους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Ο κ. Ιωάννης Χάλκος είναι διδάκτωρ Ιστορίας του European University Institute, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΚΠΑ.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή της Κυριακής” στις 19 Ιανουαρίου 2025