Στη φωτογραφία η σύνοδος του Βερολίνου για τα Δυτικά Βαλκάνια τον Απρίλιο του 2019, με την πρωταγωνιστική συμμετοχή της Γερμανίδας καγκελαρίου Αγκ. Μέρκελ και των (στη φωτογραφία, εκατέρωθέν της) Γάλλου προέδρου Εμ. Μακρόν και της τότε υψηλής εκπροσώπου της Ε.Ε. Φρ. Μογκερίνι, έδωσε ώθηση στο διάλογο Σερβίας-Κοσόβου, αλλά χρειάστηκαν νέες ευρωπαϊκές και αμερικανικές προσπάθειες για τις επόμενες φάσεις μέχρι το Σεπτέμβριο του 2020.

Στις αρχές Ιουλίου, κυκλοφόρησε  το  τόσο επίκαιρο, νέο (έκτο κατά σειρά) βιβλίο του πρέσβη επί τιμή (και διπλωματικού αρθρογράφου της «Α&Δ») Αλέξανδρου Π. Μαλλιά για τα Βαλκάνια το οποίο παρουσιάσαμε, εν συντομία, στο τεύχος του Ιουλίου. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Τα Σύνορα-Αναθεωρητισμός» και κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Ι. Σιδέρης».

Στο μεταξύ, στις 2 Σεπτεμβρίου στο Λευκό Οίκο και στις 7 Σεπτεμβρίου στις Βρυξέλλες θα πραγματοποιηθούν διαδοχικές μεν, αλλά ξεχωριστές συναντήσεις Κορυφής μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου. Θεμιτός στόχος είναι μεν η ομαλοποίηση των σχέσεων, που προϋποθέτει την αμοιβαία αναγνώριση. Άγνωστο όμως είναι τη στιγμή αυτή το αντίτιμο, ιδίως, στην Ουάσιγκτον.

Στο βιβλίο του, ο κ. Μαλλιάς επισημαίνει ακριβώς τον κίνδυνο μίας νέας αλλαγής συνόρων και υποχρεωτικής μετακίνησης πληθυσμών στα βόρεια σύνορα μας. Τη στιγμή μάλιστα που επισημοποιείται και εκδηλώνεται, με στρατιωτικά μέσα, η απόφαση της Τουρκίας να αναθεωρήσει μονομερώς την Συνθήκη της Λοζάνης, με στόχο την μονομερή της  αποδέσμευση, το 2023.

Λόγω της χρονικής σύμπτωσης των συνομιλιών Σερβίας-Κοσόβου με τις ημέρες εκτύπωσης και κυκλοφορίας της «Α&Δ», δεν είναι δυνατή η κάλυψη και ανάλυση των εξελίξεων στο παρόν τεύχος. Ωστόσο η διασκευή του μέρους του 6ου κεφαλαίου του βιβλίου του κ. Μαλλιά, με τίτλο «Ύβρις και Νέμεσις», κρίνουμε πως αποτελεί την ιδανική ανάλυση για όσα συμβαίνουν και θα συμβούν μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου και για τις επιπτώσεις τους στην ευρύτερη περιοχή.

Ο καθηγητής Άγγελος Συρίγος γράφει σχετικά στον πρόλογο του βιβλίου: «… Ο πλέον ‘βαλκάνιος’ πρέσβης του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών είναι ο Αλέξανδρος Μαλλιάς. Ο όρος ‘βαλκάνιος’ είναι τοποθετημένος εντός εισαγωγικών, διότι, εδώ και πολλά χρόνια, σημαίνει πολλά πράγματα, κυρίως, αρνητικά. Σημαίνει βία, εθνοτικούς πολέμους, αίμα, τους (υποτίθεται) ξεχασμένους εθνικισμούς… Είναι ο όρος που προσπάθησε να ξορκίσει κάποια στιγμή η πολιτική ορθότητα και τα Βαλκάνια μετονομάσθηκαν σε «νοτιοανατολική Ευρώπη». Ύστερα, ξαναγυρίσαμε στον συγγενή όρο «δυτικά Βαλκάνια». Εκπροσωπεί ό,τι πιο οπισθοδρομικό υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη. Γι’ αυτήν ακριβώς την περιοχή μιλά πρωτίστως ο Αλέξανδρος Μαλλιάς. Τη γνωρίζει άριστα (εξ ου και ‘Βαλκάνιος’). Ήταν επικεφαλής στην Ευρωπαϊκή Αποστολή Παρατηρητών για Βουλγαρία και πΓΔΜ, υπηρέτησε ως διπλωματικός αντιπρόσωπος στα Σκόπια και ως πρέσβης στα Τίρανα, υπήρξε διευθυντής της Α3 Διευθύνσεως του Υπουργείου Εξωτερικών για τις Βαλκανικές Υποθέσεις και διετέλεσε σύμβουλος για τα βαλκανικά θέματα. Είχα την τιμή να συνεργασθώ μαζί του, επανειλημμένως, κατά την τελευταία εικοσαετία. Οι γνώσεις του δεν είναι θεωρητικές. Όταν αναφέρεται στο Πρέσεβο, στη Μιτροβίτσα ή στο Τέτοβο, έχει επιτόπια αντίληψη της γεωγραφίας, των συνθηκών και των αντιλήψεων. Το βιβλίο του πρέσβη ε.τ. Αλέξανδρου Μαλλιά αφορά στα σύνορα, κυρίως τα βαλκανικά σύνορα, αλλά δεν περιορίζεται μόνον σε αυτά. Βλέπει τη μεγάλη ευρωπαϊκή εικόνα την τελευταία τριακονταετία και αναλύει τις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας μετά και την προσπάθεια εισβολής δεκάδων χιλιάδων αμάχων το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας του 2020. Η ανάλυσή του είναι ψυχρή και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Πρόκειται για κάτι που μας λείπει…».

Μόλις 20 χρόνια κράτησε η διαδικασία ανεξαρτησίας του Κοσόβου από τον Ιούνιο του 1989, με την ομιλία Μιλόσεβιτς στην Πρίστινα (φωτογραφία), μέχρι τη μονομερή ανακήρυξη του νέου κράτους το Φεβρουάριο του 2008.

Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί ως προς τη σκοπιμότητα και χρησιμότητα της ενασχόλησης με το ζήτημα αλλαγής συνόρων μεταξύ του Κοσόβου και της Σερβίας. Μπορεί, επίσης, να διερωτηθεί για την ύπαρξη ρεαλιστικής ή μη προοπτικής μετάγγισης στην ευρύτερη περιοχή της Ευρω-ανατολής του βαλκανικού αυτού φαινομένου. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να εξηγήσω ότι χρησιμοποιώ ακριβώς τις εξελίξεις κατά την τελευταία 30ετία στη βαλκανική μας γειτονιά προκειμένου να καταδείξω –ελπίζω– ότι αποτελεί ένα ενδιαφέρον προηγούμενο, το οποίο κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει, χρήσιμο για κάποιους, πρότυπο.

Μόλις είκοσι χρόνια κράτησε η διαδικασία ανεξαρτησίας του, «άγνωστου» -ακόμη και σήμερα- σε πολλούς Έλληνες, Κοσόβου. Δηλαδή, από το 1989 (ομιλία Μιλόσεβιτς στην Πρίστινα) μέχρι τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του (17 Φεβρουαρίου 2008). Δεν παραγνωρίζω ούτε δικαιούμαι να υποτιμήσω την ισχυρή και δεδηλωμένη βούληση για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία των Κοσοβάρων Αλβανών. Εντούτοις, οι αγώνες και οι προσπάθειες για την κατάκτηση της ανεξαρτησίας τους θα ήταν πολύ δύσκολο να τελεσφορήσουν, ειδικά μετά την υπογραφή των Συμφωνιών του Ντέιτον για τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη (Νοέμβριος 1995), χωρίς την ανέλπιστη βοήθεια του μοιραίου για τη Γιουγκοσλαβία, για τη Σερβία κυρίως, καθώς και για όλους στα Βαλκάνια, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Με την ομόθυμη στήριξη και του μεγάλου δήθεν «στενού» του κύκλου συμβούλων και πολιτικών υποστηρικτών.

Σύμφωνα με εκμυστηρεύσεις Κοσοβάρων πολιτικών, συνοδοιπόρων του ιστορικού ηγέτη του Κοσόβου Ιμπραήμ Ρουγκόβα, οι πόρτες της Ουάσιγκτον και του State Department στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήσαν για αρκετό χρόνο κλειστές σε οποιοδήποτε αλβανικό αίτημα για αυτοδιάθεση. Ακόμη δε λιγότερο για ανεξαρτησία. Σύμφωνα με αφηγήσεις στον συγγραφέα στενού συνεργάτη του Προέδρου Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ακόμη και στα νομοθετικά σώματα μόνο ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Μπομπ Ντόουλ (Bob Dole) υιοθέτησε ένθερμα εξαρχής τις θέσεις των Κοσοβάρων. Στην πραγματικότητα, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς πυροδότησε τη συζήτηση για το πλαίσιο και τα βήματα της διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου, με την εμπρηστική και καταστροφική, κυρίως για τη χώρα του, ομιλία της 28ης Ιουνίου 1989 κατά την 600ή επέτειο της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου (Kosovo Polje). Αυτό δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό ή τυχαίο. Η πρώτη δημόσια προβολή της εικόνας και του «οράματος» της Μεγάλης Σερβίας, που επιτάχυνε, υπό τις δεδομένες έκτοτε συνθήκες, την αναπόφευκτη πλέον αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας, έγινε ακριβώς στο Μνημείο της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου (Γκαζιμεστάν).

Σύμφωνα με αφηγήσεις στον Αλ. Μαλλιά, στενού συνεργάτη του Προέδρου Ιμπραήμ Ρουγκόβα (δεξιά), ακόμη και στα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ μόνο ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Μπομπ Ντόουλ (αριστερά) υιοθέτησε ένθερμα εξαρχής τις θέσεις των Κοσοβάρων.

Η ιδέα περί Μεγάλης Σερβίας μετέτρεψε την άλλοτε κραταιά Γιουγκοσλαβία σε παρία και ανάγκασε την Σερβία να περιοριστεί στα στενά σημερινά της γεωγραφικά όρια, χωρίς καν να έχει πρόσβαση (έξοδο) στη θάλασσα. Ύβρις και Νέμεσις. Με το Γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα του 1974, η τότε επαρχία του Κοσόβου απολάμβανε ευρείας αυτονομίας. Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς είχε ήδη από το 1987 χρησιμοποιήσει το ζήτημα του Κοσόβου ως εφαλτήριο για την ανέλιξή του στην ηγεσία της Ένωσης (Λίγκας) των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών. Περιορίζοντας δραστικά στην πράξη και καταργώντας την αυτονομία το 1989. Η απόφαση του Μιλόσεβιτς προκάλεσε τη δυναμική εξέγερση των Αλβανών του Κοσόβου και την αιματηρή καταστολή των κινητοποιήσεών τους από τις σερβικές δυνάμεις.

Τον Ιούλιο του 1990, ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, Αλβανοί-προσωπικότητες του Κοσόβου υπέγραφαν την όχι πολύ γνωστή στην Ελλάδα «Διακήρυξη του Κάτσανικ», πόλη κοντά στην τοποθεσία Μπλάτσε (Hani i Elezit), τον βασικό σήμερα μεθοριακό σταθμό του Κοσόβου με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Αν την ξαναδιαβάσει κανείς 30 χρόνια αργότερα, θα μπορέσει να αντιληφθεί την αποφασιστικότητα, το σχεδιασμό και την πολιτική διορατικότητα των αρχιτεκτόνων της. Χάραξαν από το 1990 την πορεία προς την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Δέκα γραμμές αρκούν για την αποτύπωση της πολιτικής, της τακτικής και της στρατηγικής που ακολουθήθηκε. Για όσους σήμερα, ειδικά στην Ελλάδα, εξακολουθούν να πιστεύουν σε θεωρίες περί συνωμοσίας, ας θυμηθούμε ότι οι Αλβανοί του Κοσόβου ήσαν εντελώς μόνοι τους το 1990-1993. Οι πόρτες των Υπουργείων Εξωτερικών και των Καγκελαριών παρέμεναν κλειστές.

Το βασικό όμως κείμενο, που προδιάγραψε σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του Κοσόβου και έκανε λόγο ανοικτά για τη συνένωση όλων των αλβανικών πληθυσμών (εδαφών) της Γιουγκοσλαβίας, είναι αναμφισβήτητα η «Διακήρυξη Για τη Λύση του Αλβανικού Ζητήματος». Υπό την Προεδρία του Ιμπραήμ Ρουγκόβα υπεγράφη, σε μυστική συνεδρίαση στις 11 Οκτωβρίου 1991 στην Πρίστινα, από τους ηγέτες όλων των Αλβανικών κομμάτων της πρώην (ενωμένης) Γιουγκοσλαβίας, ήτοι της Νοτίου Σερβίας (Πρέσεβο), του Κοσόβου, της «Μακεδονίας» και του Μαυροβουνίου.

Όπως σωστά υπενθύμιζε σε ομιλία του στην Πρίστινα ο Ειδικός Απεσταλμένος του Στέητ Ντηπάρτμεντ, βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών Μάθιου Πάλμερ, παρά τη μη αναγνώριση, Σέρβοι διπλωμάτες είναι διαπιστευμένοι στην Πρίστινα και αντιστοίχως Κοσοβάροι στο Βελιγράδι.

Παραθέτω το ιστορικό και το πλήρες κείμενό της, διότι αποτελεί σε σημαντικό βαθμό επιβεβαίωση όσων έχουν ακολουθήσει και έχουν ήδη συντελεστεί. Επίσης, συνιστά προάγγελο μη αποκλειομένων μελλοντικών εξελίξεων, εφόσον βέβαια συντρέξουν οι αναγκαίες και απαραίτητες προϋποθέσεις:

“POLITICAL STATEMENT ON THE SOLUTION OF THE ALBANIAN ISSUE”

The political statement of the Coordination Council of the Albanian Political Parties in Yugoslavia provided three options for resolving the issue of Albanians in the Balkans: 1. Kosovo – Republic, equal to the other republics of the Yugoslav Federation, 2. Establishment of the Albanian Republic in Yugoslavia,3. Unite Albania with all Albanian regions in the Balkans.

Σύμφωνα με σημείωμα που μου έδωσε διακεκριμένος Κοσοβάρος πολιτικός στενός συνεργάτης του Ιμπραήμ Ρουγκόβα, «The declaration envisaged three options for resolving the issue of Kosovo and the issue of Albanians in the former Yugoslavia. These options would be determined by the future of the Yugoslav Federation: First: if the internal and external borders of Yugoslavia were not changed; Second: if only internal boundaries would change; and, third: whether the external boundaries would change. For this reason, the statement is still known as the “statement of three options”. Ειδικότερα, η ουσία της Διακήρυξης του Οκτωβρίου 1991 βρίσκεται ακριβώς στη διατύπωση τριών εναλλακτικών προτάσεων-εκδοχών για το μέλλον του Κοσόβου και των λοιπών αλβανικών εδαφών (περιοχές με πλειοψηφικό το αλβανικό στοιχείο) εντός της επικράτειας της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Οι τρεις εναλλακτικές λύσεις/προτάσεις συνδέθηκαν άμεσα πλέον με την τύχη της ίδιας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Τα τρία σενάρια που εξετάζονται στη Διακήρυξη έχουν ως εξής: 1. Αν τα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα της Γιουγκοσλαβίας δεν μεταβληθούν, τότε το Κόσοβο να (θα) γίνει Δημοκρατία ανάλογη των λοιπών Δημοκρατιών της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. 2. Αν μεταβληθούν μόνο τα εσωτερικά σύνορα εντός της Γιουγκοσλαβίας, τότε θα ιδρυθεί Αλβανική Δημοκρατίας εντός της Γιουγκοσλαβίας. 3. Αν μεταβληθούν τα εξωτερικά (διεθνή) σύνορα: τότε προβλέπεται ένωση της Αλβανίας με όλες τις Αλβανικές περιοχές της Γιουγκοσλαβίας. Δηλαδή με το Κόσοβο, εδάφη της Σερβίας (Πρέσεβο), της «Μακεδονίας» και του Μαυροβουνίου. Η Διακήρυξη για τον λόγο αυτό ονομάστηκε «Διακήρυξη των τριών επιλογών» (Statement of three options).

Ο διάλογος Σερβίας και Κοσόβου

Οι τακτικοί συνομιλητές μου στο Κόσοβο κυρίως, αλλά και στην Αλβανία, διαβεβαιώνουν ότι σήμερα η ένωση όλων των αλβανικών εδαφών (όπου οι Αλβανοί είναι το πλειοψηφικό πληθυσμιακό στοιχείο) «είναι εκτός της σημερινής ημερησίας διατάξεως». Εν τούτοις, το γεγονός ότι ήδη, στο πλαίσιο του διαλόγου Βελιγραδίου-Πρίστινας με την ενεργό συμμετοχή και στήριξη των Τιράνων, συζητείται –ακριβέστερα συζητήθηκε– η αλλαγή συνόρων και η ανταλλαγή εδαφών, αν μη τι άλλο επιτρέπουν την αμφισβήτηση του κατηγορηματικού χαρακτήρα των διαβεβαιώσεων. Στη δική μας γειτονιά, οι προσωρινές διευθετήσεις αποκτούν συχνά έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα διάρκειας και μονιμότητας. Αντιθέτως, μόνιμες, βάσει ιστορικής σημασίας Συνθηκών, διακρατικές εδαφικές και συνοριακές διευθετήσεις και νομικές βεβαιότητες δεκαετιών ξαφνικά αμφισβητούνται ή, υπό τη μορφή της στρατιωτικής απειλής, πιέζονται προς την κατεύθυνση του αναθεωρητισμού.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας. Από το 1991 μέχρι το 2008 πέρασαν μόνο 17 χρόνια. Η ανεξαρτησία του Κοσόβου ολοκληρώθηκε και επισημοποιήθηκε με τη μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου του Κοσόβου τον Φεβρουάριο του 2008. Όπως εύλογα αναμενόταν και είχε προεξοφληθεί, η Σερβία δεν έχει αναγνωρίσει τη Δημοκρατία του Κοσόβου ως ανεξάρτητο κράτος, μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Εν τούτοις, όπως σωστά προς όλους υπενθύμιζε σε ομιλία του στην Πρίστινα (1η Νοεμβρίου 2019) ο Ειδικός Απεσταλμένος του State Department βοηθός-Υφυπουργός Εξωτερικών κ. Μάθιου Πάλμερ, Σέρβοι διπλωμάτες είναι διαπιστευμένοι στην Πρίστινα και αντιστοίχως Κοσοβάροι στο Βελιγράδι. Υπάρχει όμως και η θέση του Βελιγραδίου που με καθαρότητα επαναλήφθηκε στην Αθήνα.

Ο Πρόεδρος της Σερβίας κ. Αλεκσάνταρ Βούτσιτς έχει διευκρινίσει ότι η χώρα του «πάντοτε επιζητούσε μια συμβιβαστική λύση» και πως «είμαστε έτοιμοι και ανοιχτοί να συζητήσουμε οποιαδήποτε πρόταση».

Ο Πρόεδρος της Σερβίας κ. Αλεκσάνταρ Βούτσιτς σε δηλώσεις (συνέντευξη στον κ. Βασίλη Νέδο, H ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11 Δεκεμβρίου 2019) που έκανε κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στην Ελλάδα, διευκρίνισε με σαφήνεια τη θέση της Σερβίας ως ακολούθως:

«…(Β. Νέδος): Έχουμε ακούσει συζητήσεις για αλλαγή συνόρων ως μέρος λύσης της κρίσης του Κοσόβου. Είμαστε κοντά σε κάποια λύση;

(Αλ. Βούτσιτς): Για ποια σύνορα να μιλήσουμε; Αυτά που αναγνωρίζουν η Κίνα, η Ρωσία, η Ελλάδα, η Ισπανία; Ή μιλάμε για τα σύνορα που αναγνωρίζουν η Γαλλία, η Γερμανία…

(Β. Νέδος): Αναφέρομαι στο σενάριο ανταλλαγής εδαφών ανάμεσα σε Σερβία και Κόσοβο, το οποίο προωθείται από ορισμένους παράγοντες…

(Αλ. Βούτσιτς): Η Σερβία πάντοτε επιζητούσε μια συμβιβαστική λύση στην κρίση. Δεν θέλουμε να επιβληθεί λύση που να συμφέρει μόνο μια πλευρά. Εμείς είμαστε έτοιμοι και ανοιχτοί να συζητήσουμε οποιαδήποτε πρόταση. Κάποιοι άλλοι αναφέρουν ορισμένα άλλα μοντέλα, αλλά δεν μας προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο. Αν κάποιος νομίζει ότι θα έρθει στο Βελιγράδι και θα μας πει να αναγνωρίσουμε το Κοσσυφοπέδιο ως ανεξάρτητη χώρα, αυτό δεν πρόκειται να γίνει…»

Όπως προκύπτει, ο όρος «συμβιβασμός» έχει βασική θέση στην ανάλυση του Προέδρου της Σερβίας. Κατά περίεργη σύμπτωση, ο όρος «αμοιβαιότητα» κυριαρχούσε και στην, έναντι της Σερβίας ρητορική του (εξαναγκασθέντος εν τω μεταξύ σε παραίτηση) πρωθυπουργού του Κοσόβου κ. Άλμπιν Κούρτι.

Η πραγματικότητα είναι ότι, στο πλαίσιο ενός διαλόγου που διεξάγεται τυπικά μεν υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ουσιαστικά δε με την καταλυτική, για το Κόσοβο κυρίως, παρουσία της Ουάσιγκτον, μεταξύ άλλων ακανθωδών ζητημάτων, Πρίστινα και Βελιγράδι συζητούν για την ανταλλαγή εδαφών και την αλλαγή των συνόρων. Με ένα ανεξάρτητο μεν κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο –καίτοι όχι καθολικά, δοθέντος ότι δεν είναι μέλος του ΟΗΕ– το οποίο έχει αποσχιστεί από τη Σερβία και η ίδια δεν έχει αναγνωρίσει. Το φυσιολογικό συνεπώς ερώτημα είναι: πώς η Σερβία συζητά αλλαγή συνόρων και ανταλλαγή εδαφών με μία κρατική οντότητα την οποία δεν αναγνωρίζει; Δίχως να υπάρχει προηγούμενη επί τούτω Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών; Να έχει, δηλαδή, εκ των προτέρων περιβληθεί τον τύπο του Διεθνούς Δικαίου.

Το ερώτημα που έθεσα είναι μάλλον ρητορικό. Αναγνωρίζω ότι, αναμφίβολα, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα: Θα είναι σημαντική –ιστορική θα τολμούσα να τη χαρακτηρίσω– επιτυχία για όποιον Σέρβο πολιτικό ηγέτη, ειδικά δε για τον κ. Αλεκσάνταρ Βούτσιτς, να κατορθώσει να αποσπάσει συναινετικά τη Βόρεια Μιτροβίτσα, την περιοχή δηλαδή βορείως του ποταμού Ίμπαρ, από την ανεξάρτητη Δημοκρατία του Κοσόβου και να την επαναφέρει υπό την τυπική Σερβική κυριαρχία. Συναινετικά, σημαίνει ότι θα υπάρξει συναλλαγή, συνδιαλλαγή, ανταλλάγματα και συμφωνία. Το βαρύ αντάλλαγμα θα είναι η παραχώρηση από τη Σερβία στο Κόσοβο σερβικών εδαφών που της ανήκαν πάνω από 100 χρόνια, δηλαδή από το 1913 έως και σήμερα. Ήτοι, την κοιλάδα του Πρέσεβο, που κατοικείται, σύμφωνα με σερβική απογραφή του 2002, από περίπου 70.000 πολίτες εκ των οποίων το 70% περίπου είναι Αλβανοί (50.000).

Η πρόταση αυτή είναι σήμερα –ορθότερα, ήταν μέχρι πρόσφατα– στο τραπέζι των εμπιστευτικών κεκλεισμένων των θυρών προσωπικών συνομιλιών των Προέδρων της Σερβίας κ. Αλεκσάνταρ Βούτσιτς και του Κοσόβου κ. Χασίμ Θάτσι. Είχε μάλιστα εξ αρχής λάβει και τη δημόσια σθεναρή υποστήριξη του Πρωθυπουργού της Αλβανίας κ. Έντι Ράμα. Πολλές κλειστές συναντήσεις των Προέδρων Βούτσιτς και Θάτσι έγιναν με τη συμμετοχή της (τότε) αρμόδιας για την εξωτερική πολιτική (οιονεί Υπουργό Εξωτερικών) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίας Φεντέρικα Μογκερίνι. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η κυρία Μογκερίνι ενεργώντας –εντός ή εκτός των ορίων της εντολής της;– υποστήριζε θερμά τη Συμφωνία.

Βρισκόμαστε ενώπιον της απαίτησης να στηρίξουμε μία -διεθνούς χαρακτήρα- διμερή συμφωνία για εθνοτική ομογενοποίηση σε δύο ευρωπαϊκά ανεξάρτητα κράτη, ανατρέποντας τα κίνητρα της στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ το Μάρτιο του 1999 και τα όμορφα λόγια της Ε.Ε. και της Ελλάδος περί δημιουργίας πολυεθνικών, πολυπολιτισμικών κρατών στη Βαλκανική. Στη φωτογραφία, από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον τον Απρίλιο του 1999, εν μέσω της στρατιωτικής δράσης, εικονίζονται (από δεξιά προς αριστερά): ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Χ. Σολάνα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπ. Κλίντον, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κων. Σημίτης, ο Γερμανός καγκελάριος Γκ. Σρέντερ, ο Λουξεμβούργιος πρωθυπουργός Ζ-Κ. Γιούνκερ και ο Τούρκος πρόεδρος Σ. Ντεμιρέλ. Σε δεύτερο πλάνο, δεξιά, ο Γάλλος πρόεδρος Ζ. Σιράκ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Τ. Μπλερ.

Αντίθετα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατηρούσε κατά κανόνα επιφυλάξεις. Δεν γνωρίζω, με ασφάλεια, αν στην αφετηρία πρόκειται για μία κοινά αποδεκτή δική τους ιδέα ή για μία ακόμη ιδέα των διαχρονικών εκπροσώπων της λεγόμενης Διεθνούς Κοινότητας, η οποία μάλιστα ουδέποτε έχει αναλάβει το μεγάλο μερίδιο της ευθύνης που της αναλογεί και της καταλογίζεται για σειρά άστοχων, αποσπασματικών, βεβιασμένων ή αναποτελεσματικών επιλογών στην περιοχή των Βαλκανίων. Γεγονός, πάντως, παραμένει ότι η λεγόμενη κατάτμηση/διχοτόμηση του Κοσόβου ήταν παρούσα στο μυαλό των Σέρβων ήδη από την αρχή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Τα ερωτηματικά είναι περισσότερα από τις λογικές και δυνατές απαντήσεις. Όμως, τίποτα δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί. Η πολιτειακή, κρατική και συνταγματική δομή τής ολοένα και πλέον δυσλειτουργικής Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (κατά τις Συμφωνίες του Ντέιτον της 21ης Νοεμβρίου 1995) εξακολουθεί να θεωρείται ως χρήσιμο μοντέλο για άλλες περιπτώσεις, που δυστυχώς μάς είναι τόσο προσφιλείς και οικείες (Κυπριακό). Υπάρχει άραγε εγγύηση ότι το προϊόν μιας υποθετικής σήμερα Συμφωνίας μεταξύ της Δημοκρατίας του Κοσόβου και της Δημοκρατίας της Σερβίας θα αποτελέσει μία μεμονωμένη και ειδική (sui generis) περίπτωση; Οι επισπεύδοντες θιασώτες της ιδέας προβάλλουν, κυρίως, το επιχείρημα ότι, με τη δημιουργία των δύο εθνο-πληθυσμιακά ομογενοποιημένων, καθαρών ή εν πάση περιπτώσει καθαρότερων γειτονικών κρατών, του Κοσόβου δηλαδή και της Σερβίας, θα κλείσει ένα κεφάλαιο αιματηρής σύγκρουσης στα Βαλκάνια και θα «τεθούν τα θεμέλια συνεργασίας και σταθερότητας». Έτσι όντως έχουν τα πράγματα; Ας αναλογιστούμε τι ακριβώς θα μπορούσε να σημαίνει η εξέλιξη αυτή. Με την ενθάρρυνση της διεθνούς κοινότητας θα στηρίξουμε ή έστω θα ανεχόμαστε ως σχεδόν αναπόφευκτη μία διεθνούς χαρακτήρα διμερή συμφωνία για εθνοτική ομογενοποίηση σε δύο ευρωπαϊκά ανεξάρτητα κράτη. Κατά σύμπτωση, πάλι, στη βαλκανική γειτονιά μας. Έτσι ανατρέπουμε ταυτόχρονα τόσο εύκολα και συνειδητά πλήρως τα κίνητρα της στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ τον Μάρτιο 1999. Επίσης, θα ανατρέψουμε όλα εκείνα τα όμορφα λόγια και συνθήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βέβαια της Ελλάδος –ευχολόγιο πολιτικής– περί δημιουργίας πολυεθνικών, πολυπολιτισμικών κρατών στη Βαλκανική.

Βαίνουμε άραγε στην εθελουσία ανατροπή του σκηνικού μέσα σε 20 μόνο χρόνια;