Στη φωτογραφία Τα γεγονότα, του περασμένου Μαρτίου, στον Έβρο, αποδείχθηκε ότι ήταν μία -ενορχηστρωμένη από την Τουρκία- επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδας και της Ευρώπης στην οποία μετείχαν κάθε είδους εθνότητες.

«…Ο ήλιος δεν θα βλέπη πια χώρα που να συνορεύη με τη δική μας, αφού εγώ μαζί σας θα δημιουργήσω μια μόνη επικράτεια, υποτάσσοντας ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν υπάρχει ανθρώπινη πολιτεία, δεν υπάρχει έθνος που να μπορή να μας αντισταθή στη μάχη, όταν νικήσωμε τους Έλληνες…» (Ηρόδοτος, Ιστορίαι )

Ο Ξέρξης ήξερε ότι, κατακτώντας την Ελλάδα, κυριαρχούσε στην Ευρώπη. Κατά τον Ηρόδοτο, συγκέντρωσε, πριν από την εκστρατεία στην Ελλάδα, τους «αρίστους» των Περσών και αυτά τους είπε. Πέρασαν 2.500 χρόνια. Τόσο το Μάρτιο στον Έβρο, όσο και τώρα στο Αιγαίο, ο Πρόεδρος της Τουρκίας κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υποτιμώντας και αυτός, όπως ο Ξέρξης, την ετοιμότητα, την οργάνωση και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων, προσπάθησε να κινηθεί επιθετικά, για να παραβιάσει τα σύνορά  μας. Η Ελλάδα  έχει συνειδητοποιήσει πολύ πριν το αντιληφθούν οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση  ότι τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης αρχίζουν και τελειώνουν στην Ελλάδα. Κυρίως, όμως, τη σημασία να υπερασπιστεί μόνη στην αρχή τα σύνορά της από την ενορχηστρωμένη από την Τουρκία επιθετική ενέργεια κατά της Ευρώπης, στην οποία μετείχαν κάθε είδους εθνότητες ( Έβρος) .

Διεκδίκηση εδαφών και αμφισβήτηση συνόρων

Η Άγκυρα προτάσσει, εδώ και 45 χρόνια, συστηματικά την αποστρατιωτικοποίηση συγκεκριμένων νήσων του Αρχιπελάγους και, εδώ και  25 χρόνια, αμφισβητεί την κυριαρχία (ελληνική) πολλών άλλων. Ευθέως και άμεσα, αμφισβητεί ότι είναι ελληνικά. Πρόκειται όχι απλά για απειλές, αλλά για συγκεκριμένες εδαφικές διεκδικήσεις. Ήδη από τις 23 Ιανουαρίου 1975 (!) ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ ανέφερε ότι «το μισό Αιγαίο ανήκει στην Τουρκία και το άλλο μισό την Ελλάδα». Επιπλέον, σταθερά, το ζήτημα της λεγόμενης συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων και της αποστρατιωτικοποίησης ελληνικών νησιών ετίθετο ως όρος ήδη από το 1975 μετά την υπαναχώρηση της Τουρκίας από την καταρχήν συμφωνία για υπογραφή συνυποσχετικού για τη Χάγη (Κοινό Ανακοινωθέν Συνάντησης Κωνσταντίνου Καραμανλή και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 1975).

Η Τουρκία  -επαναλαμβάνω-  μονομερώς έβαλε στο τραπέζι των σχέσεων με την Ελλάδα έναν ατέλειωτο κατάλογο θεμάτων, τον οποίο κατά βούληση διευρύνει συνεχώς με σκοπό την αδρανοποίηση –επιλέγω τον όρο αυτό αντί της λεγόμενης «Φινλανδοποίησης»– της Ελλάδος. Η  Τουρκία έθεσε τα εξής θέματα εν σχέσει προς το νομικό καθεστώς του Αιγαίου:

  • α) Οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.
  • β) Επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων. Συνοδεύεται από την απειλή χρήσεως βίας, εκ μέρους της Τουρκίας, σε περίπτωση ασκήσεως των νομίμων δικαιωμάτων της Ελλάδος στο Αιγαίο.
  • γ) Καθεστώς αποστρατιωτικοποιήσεως των ανατολικών νησιών του Αιγαίου.
  • δ) Διαφορετικό εύρος του εναερίου χώρου (10 μίλια) εν σχέσει προς το εύρος των χωρικών υδάτων (6 μίλια).
  • ε) Όρια της Περιοχής Πληροφοριών Πτήσεων (FIR) Αθηνών.
  • στ) Όρια της Ζώνης Έρευνας και Διασώσεως στο Αιγαίο.
  • ζ) Επιχειρησιακά όρια στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων και της αποστρατιωτικοποίησης νησιών ετίθετο ως όρος ήδη από το 1975 μετά την υπαναχώρηση της Τουρκίας από την καταρχήν συμφωνία για υπογραφή συνυποσχετικού για τη Χάγη μετά τη συνάντηση Κων. Καραμανλή και Σ. Ντεμιρέλ (δεξιά). Αριστερά, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ιχ. Τσαγκλαγιανγκίλ.

Ο κατάλογος των θεμάτων μεγάλωσε μονομερώς από την Τουρκία με την προσθήκη των γνωστών μας «γκρίζων ζωνών». Διερωτώμαι αν αυτή η πραγματικότητα δεν αρκεί, άνευ προσφυγής σε πολλά επιχειρήματα και προηγούμενα, ώστε να διασκεδάσει την άποψη μίας συγκεκριμένης ομάδας αναλυτών, πολιτικών και πανεπιστημιακών, οι οποίοι προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι για τη σημερινή κατάσταση, ευθύνη έχουν «οι μαξιμαλιστικές θέσεις, η ατολμία και η διπλωματία της ακινησίας της Ελλάδος.

Προβολή του φόβου και ψυχολογικές επιχειρήσεις

Προτάσσοντας την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική της ισχύ, η Τουρκία θεωρεί ότι ο κίνδυνος και η απειλή πολέμου (casus belli) τής αποφέρουν ήδη πλεονεκτήματα έναντι γειτόνων της. Ακυρώνει ή έστω εξασθενίζει την ψυχολογία της ασφάλειας και την αυτοπεποίθησή μας. Λίγων, ευτυχώς. Τους αποκαλώ οπαδούς της «πολιτικής της μίας λύσης». Το δίλημμα «συνθηκολόγηση/υποταγή, συνδιαλλαγή ή πολεμική σύγκρουση» δεν είναι νέο. Έχει τεθεί πολλές φορές με διαφορετικές εκφάνσεις στην ιστορία μας. Αρχαία και σύγχρονη. Η -υπό συνθήκες φόβου, μοιρολατρίας ή δημόσιας ομολογίας αδυναμίας- προσέλευση σε μία διαπραγμάτευση, χωρίς αμοιβαία αποδεκτές προϋποθέσεις αποτελεί ασφαλή μέθοδο για διπλωματική ήττα. Εδώ και χρόνια, στην Ελλάδα κυριαρχούν δύο σχολές: η μία, ως βέλτιστη εφικτή επιλογή, προέκρινε σταθερά την πολιτική της «υπομονής και επιμονής» με μικρά και σταθερά βήματα προς τα εμπρός, χωρίς επικίνδυνα  άλματα στο κενό. Στον αντίποδά της, είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούν με αστείρευτη κινητικότητα και προσωπική πολιτική  γοητεία  να ταράξουν τα «λιμνάζοντα ύδατα»…

Αυτή είναι η κατ’ ευφημισμόν αυτοαποκαλούμενη σχολή της διπλωματικής κινητικότητας. Στην πραγματικότητα, δημιουργεί -άθελά της επιλέγω να πιστεύω- σύγχυση και στέλνει λάθος μήνυμα, δίνοντας την εντύπωση ότι συναινεί να συζητήσει με την Τουρκία ζητήματα τα οποία θεωρούμε ότι άγγιζαν κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δίνει -άθελά της εκτιμώ-  το πρόσχημα σε πολλούς να αρχίζουν πάλι τις γνωστές και τόσο εύκολες στην πατρίδα μας κραυγές για μειοδοσία και προδοσία, αντί για ενότητα, συσπείρωση και προσήλωση στον στόχο της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία. Τι μπορεί να γίνει; Υπάρχει αλήθεια κάποιος, ο οποίος δεν θα ήθελε ως βέλτιστη λύση να προτάξει τη διπλωματία και τον διάλογο αν θα ήταν εφικτό να μας οδηγήσουν σε λύση;

Προτάσσοντας την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική της ισχύ, η Τουρκία θεωρεί ότι το casus belli τής αποφέρει ήδη πλεονεκτήματα έναντι γειτόνων της και ακυρώνει ή έστω εξασθενίζει την ψυχολογία της ασφάλειας και την αυτοπεποίθηση των -ευτυχώς, λίγων- οπαδών της «πολιτικής της μίας λύσης».

Τα διλήμματα του διαλόγου και της Χάγης

Ας μου επιτρέψετε να παραθέσω ορισμένες σκέψεις. Για παράδειγμα, η υπογράμμιση της καθαρής θέσης ότι δεν συζητούμε με την Τουρκία ζητήματα εδαφικής μας ακεραιότητας, ολοκλήρωσης και κυριαρχίας θα βοηθούσε πολύ, ώστε να τεθούν στο δημόσιο διάλογο τα ζητήματα στη σωστή τους βάση. H «δημιουργική ασάφεια» οδήγησε το 2015 την Ελλάδα στο γκρεμό της ταπείνωσης και της αναξιοπιστίας. Ο όρος μάς είναι γνωστός. Τον συναντούμε συχνά σε διπλωματικά κείμενα. Εν τούτοις, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται στον εσωτερικό απολύτως απαραίτητο δημόσιο διάλογο για τη συγκάλυψη προτάσεων που ερμηνεύονται ότι αφορούν στον περιορισμό ή την αναβλητικότητα της άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Το ίδιο εκτιμώ ότι πρέπει να γίνει και με τη δυνατότητα/προοπτική προσφυγής μας στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης. Είναι απολύτως σαφές ότι η Ελλάδα έχει τη βούληση να παραπέμψει στη Χάγη μόνο τα ζητήματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των ορίων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αποκλείοντας ταυτόχρονα εκ προοιμίου το αυτονόητο. Δηλαδή, ότι αποκλείουμε, εξ ορισμού και εξ αρχής, κάθε συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την εδαφική μας ακεραιότητα και κυριαρχία. Η θέση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτο κοινό συμπέρασμα σύσκεψης των πολιτικών μας ταγών υπό την κυρία Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δίνει μεγάλη διπλωματική και πολιτική στήριξη και βοήθεια στην κυβέρνηση. Στην κάθε κυβέρνηση. Τόσο έναντι της Τουρκίας, όσο και έναντι των νουθεσιών εταίρων και συμμάχων.

Η θέση μας, διαχρονικά, εδράζεται στο Διεθνές Δίκαιο –παρά τις όποιες ατέλειες, την αβεβαιότητα, ακόμη και την αδυναμία επιβολής της εφαρμογής του– στον ακρογωνιαίο, δηλαδή, λίθο τη εθνικής μας πολιτικής έναντι της Τουρκίας κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση. Χρειάζονται, λοιπόν, καθαρά λόγια χωρίς υποσημειώσεις.

H «δημιουργική ασάφεια» οδήγησε, το 2015, την Ελλάδα στο γκρεμό της ταπείνωσης και της αναξιοπιστίας, αλλά τώρα συναντούμε συχνά τον ίδιο όρο και σε διπλωματικά κείμενα για τη συγκάλυψη προτάσεων που αφορούν στον περιορισμό ή την αναβλητικότητα άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Τελικά «φταίει» η Ελλάδα;

Επανέρχομαι στις εν Ελλάδι σχολές σκέψης. Θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στη  σχολή η οποία θεωρεί ότι η Ελλάδα, ειδικότερα δε οι «μαξιμαλιστές-εθνικιστές» υπουργοί, πολιτικοί και οι αδιάλλακτοι διπλωμάτες της και η δήθεν «ακινησία και διστακτικότητά» μας, είναι η ρίζα του κακού για τα προβλήματά μας με την Τουρκία. Ευτυχής και αμέριμνος θα ήμουν αν αυτή ήταν η πραγματικότητα. Ειλικρινά, εάν δεν υπήρχε κίνδυνος δημιουργίας σοβαρών εις βάρος μας τετελεσμένων, θα ήθελα να δίναμε την ευκαιρία να διαπραγματευθούν εκείνοι, οι οποίοι συστηματικά ψέγουν μονόπλευρα την ελληνική στάση. Ποιο, άραγε, είναι το προσδοκώμενο για την Ελλάδα όφελος από μία διαδικασία στην αφετηρία της οποίας οι Έλληνες διαπραγματευτές εκτιμούν ότι το δίκιο είναι με την άλλη πλευρά; Μας αδικούν, νομίζω, όταν θεωρούν την Ελλάδα μαξιμαλιστική και την Τουρκία αδικημένη, διαλλακτική και μετριοπαθή. Λάθη και εσφαλμένες εκτιμήσεις έχουμε αναμφίβολα κάνει. Όχι όμως στο βαθμό που να δικαιολογούν την ελληνική πολιτικο-διπλωματική αυτοκτονία!

Στην πραγματικότητα, η ανάλυση που προσπαθούν να προβάλουν είναι η ακόλουθη: έχουμε χάσει πολλές ευκαιρίες να λύσουμε τα προβλήματα και τις διαφορές μας με την Τουρκία. Ή θα τα λύσουμε τώρα με συμβιβασμό ή θα αναγκασθούμε αύριο να κάνουμε παραχωρήσεις μετά από πολεμική σύγκρουση ή για να την αποφύγουμε. Δηλαδή, το σκεπτικό είναι: ας κάνουμε τώρα κάποιες παραχωρήσεις, υποχωρώντας από τις θέσεις και γραμμές μας (κόκκινες, κίτρινες, πράσινες ή μπλε δεν έχει σημασία) ενώπιον της υποθετικής και αβέβαιης προοπτικής ότι ίσως αναγκαστούμε εκόντες άκοντες να κάνουμε πίσω αύριο. Είναι, λοιπόν, τόσο απελπισμένοι από τη δήθεν δική μας αδυναμία και τόσο βέβαιοι για την επικράτηση των άλλων; Καμιά διπλωματική μάχη δεν δίνεται, αν δεν πιστεύεις στο δίκιο των θέσεών σου και στην εμβέλεια των επιχειρημάτων σου. Υπάρχει λοιπόν μία γνωστή και επώνυμη σχολή.

Αλήθεια, ποιο δόγμα εξωτερικής πολικής και ποιο εγχειρίδιο διαπραγμάτευσης διδάσκουν ότι είναι φρόνιμο να αναζητούμε ως βέλτιστη λύση μεταξύ δύο μερών εκείνη, η οποία μοιάζει σαν να έχει εκ των προτέρων επιβληθεί ή εν πάση περιπτώσει προκριθεί; Προσέρχεσαι σε διαπραγμάτευση, όταν δεν έχεις, πέραν της μίας, καλές επιλογές και εναλλακτικές λύσεις και όταν δεν πιστεύεις ότι είσαι εξίσου ισχυρός παίκτης; Φοβίες, ανασφάλεια και ενοχοποίηση της Ελλάδος, των πολιτικών της, των στρατιωτικών και των διπλωματών της και, ταυτόχρονα, αίσθηση αδυναμίας και υποχωρητικής διάθεσης που -θέλω να πιστεύω- καλλιεργούνται άστοχα, δεν είναι θετικά σημεία. Είναι ανησυχητικά συμπτώματα. Όπως, ακόμη, πλέον επικίνδυνα είναι τα άκριτα συνθήματα και οι επικίνδυνες ιαχές περί πολέμου. Επίσης, η συχνή αποτίμηση της ισορροπίας ή ανισορροπίας δυνάμεων αποκλειστικά στη βάση της στρατιωτικής ισχύος και των εξοπλισμών.

Η Ελλάδα έχει τη βούληση προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης της Χάγης, αλλά μόνον για τα ζητήματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των ορίων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αποκλείοντας κάθε συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με την εδαφική μας ακεραιότητα και κυριαρχία.

Σύμμαχοι, εταίροι και ο ρόλος του ΝΑΤΟ

Μία  καθαρή θεώρηση των πραγμάτων με βάση τη γνώση και την ανάλυση όσων έχουν συμβεί στο θέατρο των επιχειρήσεων τόσο στον Έβρο (Μάρτιος) όσο και στο Αιγαίο (τον Ιούλιο και τον Αύγουστο)  θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο  συμπέρασμα ότι η  Ελλάδα έχει τέσσερα ποιοτικά χαρακτηριστικά: πολιτική βούληση, επιχειρησιακή ετοιμότητα και αποφασιστικότητα, ισχυρή στρατιωτική  αποτροπή και, βέβαια, διπλωματική  αποτελεσματικότητα και δεξιότητα. Επίσης, παρά τις  σκόπιμες διαφωνίες κυρίως ως προς τακτικές κινήσεις, ευρεία πολιτική συναίνεση, αντιμετωπίζοντας  την Τουρκία.

Απορούμε  με την στάση ορισμένων-όχι όλων- εταίρων και συμμάχων μας. Διότι, παρά τις καλοδεχούμενες μεν αναποτελεσματικές δε δηλώσεις περί αλληλεγγύης κ.λπ., διαπιστώνουμε:

  • την παθητικότητα  και τη -μέχρι εύλογης απορίας-  αδυναμία του γενικού γραμματέα του  ΝΑΤΟ να αντιληφθεί την υπονόμευση των αρχών (Άρθρο 1) και των σκοπών (Άρθρα 4 και 5) της Συμμαχίας από την Τουρκία.
  • την απροθυμία συγκεκριμένων κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όλων των πολιτικών αποχρώσεων) να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερο σθένος και αποφασιστικότητα  την Τουρκία του κ. Ερντογάν.
  • την απουσία στρατηγικής ερμηνείας και κατανόησης του «μεγάλου θρησκευτικο-πολιτισμικού  πολέμου» που έχει κηρύξει ο πρόεδρος της Τουρκίας  απέναντι στην Ευρώπη. Δηλώνοντας , με ειρωνεία,  ταυτόχρονα ότι «το μέλλον της Τουρκίας είναι στην Ευρώπη».

Αλήθεια, όμως, τι ακριβώς συμβαίνει με το ΝΑΤΟ;  Ως προς τι, αλήθεια, εξασφαλίζεται σήμερα η Ελλάδα από τα Άρθρα 1,4 και, βεβαίως, το 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ που στηρίζεται στο υποθετικό, όπως δυστυχώς είναι σήμερα τα πράγματα, δόγμα αλληλεγγύης «καθένας για όλους, όλοι για έναν»; Δεν καλύπτει την Ελλάδα από την υφιστάμενη μόνιμη απειλή πολέμου (casus belli) της Τουρκίας. Για όσους διαφωνούν με τη θέση αυτή ή έστω την αμφισβητούν, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα είναι εξασφαλισμένη από το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα: αν έτσι είχαν τα πράγματα, ουδείς λόγος θα υπήρχε να προσφεύγουμε ήδη από το 1975 (πρακτικό συνομιλιών 29ης Μαΐου 1975 Κωνσταντίνου Καραμανλή με πρόεδρο των ΗΠΑ Τζέραλντ Φορντ) στην αναγκαιότητα προσθέτων διμερών αμερικανικών διαβεβαιώσεων ασφαλείας και εδαφικής ακεραιότητας προς την Ελλάδα. Εκδηλώθηκαν με την επιστολή Χένρι Κίσσιντζερ στις 10 Απριλίου 1976. Η επιστολή του Αμερικανού ΥΠΕΞ κ. Μάικ Πομπέο της 19ης Ιανουαρίου 2020, προς τον Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, συνδέεται άμεσα με την κύρωση στη Βουλή των Ελλήνων της διμερούς Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας ως επιστέγασμα της καλής εικόνας της επίσκεψης του κ. Πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον στις 7 Ιανουαρίου 2020. Αναμφίβολα καλό θα είναι να επιδιώξουμε να επαναδιατυπωθεί κατά τρόπο δεσμευτικότερο.

Επί μήνες, συνεχίζονται η παθητικότητα και η -μέχρι εύλογης απορίας- αδυναμία του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ να αντιληφθεί την υπονόμευση των αρχών (Άρθρο 1) και των σκοπών (Άρθρα 4 και 5) της Συμμαχίας από την Τουρκία.

Η Προεδρία Μπάιντεν και η επανεκκίνηση σχέσεων με Τουρκία

Ας μη σπεύσουμε να πανηγυρίσουμε για  την εκλογή του κυρίου Τζο Μπάιντεν.  Πρόκειται, αναμφίβολα, για έναν από τους πλέον ευγενείς, προσιτούς και συνετούς Αμερικανούς  πολιτικούς με μακρά  εμπειρία στα θέματα γεωπολιτικής  και εθνικής ασφάλειας. Η ομάδα που τον στελεχώνει έχει γνώση και γνώμη για την Τουρκία, την Κύπρο και τη θέση της Ελλάδος στην περιοχή. Εν τούτοις, το συμφέρον εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ «επιβάλλει» την –έστω χωρίς ενθουσιασμό– προσπάθεια συνεργασίας με την Τουρκία του προέδρου Ερντογάν. Εκτιμώ ότι η Ουάσιγκτον  θα επιχειρήσει  να  κάνει μία επανεκκίνηση  των σχέσεων  με την Τουρκία. Η Ελλάδα και η Κύπρος όμως έχουν τη στιγμή αυτή -κυριολεκτικά- τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη βούληση των ΗΠΑ να εξασφαλίσουν εγκαίρως εναλλακτικές λύσεις. Στον αμυντικό, ενεργειακό και επιχειρησιακό τομέα.

Στην  παρούσα  φάση, της εκ θεμελίων αναθεώρησης των ισορροπιών των διεθνών σχέσεων, απορρύθμισης συμφερόντων και αναδιάταξης συμμαχιών, η Ελλάδα πρέπει να αναδείξει την δική της αυτόνομη και αυθύπαρκτη υπεραξία και σημασία στο ΝΑΤΟ, στην ευρύτερη περιοχή και, με μεγάλη  έμφαση, στη ΝΑ Μεσόγειο και, πέραν αυτής, μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Επίσης,  ότι είμαστε αποφασισμένοι να  σταθούμε όρθιοι, μόνοι μας έστω, αν χρειαστεί. Προσοχή όμως. Όταν λέγω «έστω μόνοι μας», ας μην ερμηνευθεί ότι μπορούμε να έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε μόνοι, χωρίς συμμάχους. Οποιαδήποτε περί απομονωτισμού σκέψη  θα ισοδυναμούσε σήμερα με καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία και στις δυνατότητές μας και θα οδηγούσε ασφαλώς στην εθνική αποδυνάμωση .

“Γην και ύδωρ»

Ας δούμε, επίσης, τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Αλήθεια, ποιες είναι οι αντίστοιχες σχολές σήμερα στην Τουρκία; Δεν υπάρχουν πολλές. Στην πραγματικότητα, είναι μόνο μία. Η ίδια, εδώ και 46 χρόνια. Δεν έχει μεταβληθεί. Είναι αποκλειστικά η μία και μοναδική σχολή της Αγκύρας που, εδώ και τόσες δεκαετίες, διεκδικεί, απειλεί και απαιτεί από την Ελλάδα κυριολεκτικά «γην και ύδωρ». Είναι η σχολή που, από το 1975, συνεχώς επισείει την απειλή πολέμου (casus belli) κατά της Ελλάδος. Ανεξαρτήτως κυβέρνησης και κυβερνήτη. Βεβαίως, υπήρξαν περιπτώσεις πολιτικών και υπουργών Εξωτερικών της Τουρκίας που έδειξαν θετική διάθεση αντιμετώπισης των προβλημάτων μέσω διαλόγου. Ήσαν η εξαίρεση. Στο ρητορικό ερώτημα, αν σήμερα υπάρχει άλλη σχολή στην Άγκυρα, η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική. Εκτός, βέβαια, της ανερμάτιστης κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης στην Τουρκία, η οποία μάλιστα επικρίνει ως υποχωρητική και ήπια την πολιτική του προέδρου κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στην Ελλάδα και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν υπάρχει άλλη. Χαρακτηριστική της νοοτροπίας της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας είναι ότι, ακόμη και εν μέσω της οδυνηρής πανδημίας του κορωνοϊού, εξακολούθησε να προκαλεί και να απειλεί. Ο τουρκικός μιλιταριστικός επεκτατισμός ήταν, είναι και θα είναι εδώ. Κατέχει παράνομα  περίπου το 40% της Κύπρου, διεκδικεί ελληνικά εδάφη και αμφισβητεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Τη στιγμή αυτή ιδιαίτερα, απαιτείται να παραμείνει ισχυρό, ενιαίο και αδιατάρακτο το  διπλωματικό και αμυντικό μέτωπο Κύπρου-Ελλάδος και να  σφυρηλατηθεί η ενότητα  στη πράξη και όχι στα λόγια των πολιτικών μας ταγών. Το απαιτούν οι προκλήσεις των καιρών.