Ο θάνατος του ομογενούς και η θέση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία
Του Ντέιβις Τσάκα
Πτυχιούχος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Υπ. Μεταπτυχιακός Φοιτητής Διεθνούς Δικαίου και Διπλωματικών Σπουδών με ειδίκευση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις
Ανήμερα της ελληνικής εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου, ο Έλληνας ομογενής στην Αλβανία Κωνσταντίνος Κατσίφας τραυματίστηκε θανάσιμα από άνδρες της αλβανικής αστυνομίας στο χωρίο Βουλιαράτες. Το περιστατικό έλαβε χώρα το πρωί εκείνης της ημέρας και, σύμφωνα με μαρτυρίες, αφορμή στάθηκε μια ελληνική σημαία που είχε στην κατοχή του ο ομογενής και για την οποία ήρθε σε αντιπαράθεση με την αλβανική αστυνομία. Ακολούθησε καταδίωξη, ανταλλαγή πυροβολισμών (το σχετικό βίντεο με τον ομογενή να κρατάει ένα όπλο και να προσπαθεί να φυλαχθεί πίσω από αυτοκίνητα έχει διαδοθεί ευρέως) μεταξύ των δύο πλευρών και, τελικώς, ο θάνατος του Κατσίφα από την επίλεκτη μονάδα «Renea» των αρχών ασφαλείας της Αλβανίας.
Αρχικώς, το φως της δημοσιότητας είδε η εκδοχή της αλβανικής αστυνομίας η οποία ισχυρίστηκε πως δέχτηκε κλήση για πυροβολισμούς και, φτάνοντας στο σημείο, ξεκίνησαν οι εκατέρωθεν νέοι πυροβολισμοί που οδήγησαν στο θάνατο του ομογενούς. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος αντέδρασε, ζητώντας την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, ενώ χαρακτήρισε το γεγονός ως «απαράδεκτο». Στη συνέχεια κλήθηκε η Αλβανίδα πρέσβης στην οποία έγινε έντονο διάβημα από το υπουργείο Εξωτερικών. Η Ελληνική Αστυνομία ήρθε σε επαφές με την αντίστοιχη αλβανική προκειμένου να συμμετάσχει στην έρευνα της υπόθεσης και να λύσει το μυστήριο γύρω από τις συνθήκες τις δολοφονίας.
Την ίδια ώρα, στη δημοσιότητα έρχονταν μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων οι οποίοι έκαναν λόγο για «εκτέλεση» του Κατσίφα, από τις αλβανικές αστυνομικές αρχές, και το σύρσιμο του πτώματός του για περισσότερο από 60 μέτρα. Στενός φίλος του Κ. Κατσίφα δήλωσε στην ελληνική τηλεόραση πως αφορμή για το ξέσπασμα της διαμάχης αποτέλεσε μια αυτοσχέδια ελληνική σημαία του 35χρονου, η οποία προκάλεσε την αλβανική αστυνομία, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει το επεισόδιο που οδήγησε στον θάνατό του. Η ανάμειξη της ελληνικής δικαιοσύνης στην υπόθεση γεννά ελπίδες πως θα φτάσουμε στην πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Στο αντίθετο πνεύμα όμως φάνηκαν να κινούνται οι αλβανικές αρχές, οι οποίες επέτρεψαν την εξέταση (την οποία αρχικώς είχαν αρνηθεί) της σωρού του θύματος μόνο για 5 λεπτά από τον Έλληνα ιατροδικαστή που βρέθηκε στην Αλβανία. Η διαπίστωσή του ανέφερε πως οι πληγές από τις σφαίρες είχαν συρραφεί και πως η σορός είχε πλυθεί, εξαφανίζοντας ουσιαστικώς κάθε περαιτέρω στοιχείο. Έφτασε, βέβαια, στο συμπέρασμα πως οι πληγές προήλθαν από σφαίρες από απόσταση τουλάχιστον 25 μέτρων, ανατρέποντας έτσι τα σενάρια πως πρώτα οι Αλβανοί αστυνομικοί τραυμάτισαν τον Κατσίφα εξ αποστάσεως και εν συνεχεία αναγκάστηκαν να πυροβολήσουν από κοντινή απόσταση.
Ενώ το κλίμα τόσο εντός μειονότητας, όσο και στην Ελλάδα, ήταν παγωμένο, λάδι στη φωτιά ήρθε να ρίξει η δήλωση του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα, ο οποίος σημείωσε: «Αγαπητοί γείτονες! Αντί να χαρακτηρίζουμε απαράδεκτο το περιστατικό της απώλειας ζωής κάποιου που πυροβόλησε την αστυνομία μας, η οποία έκανε μόνο τη δουλειά της, ας ευχαριστήσουμε κι οι δύο χώρες τον Θεό, που δεν χάθηκε κανείς αθώος από μία εξτρεμιστική τρέλα». Την ημέρα της κηδείας του Κατσίφα μάλιστα η Αλβανία προχώρησε στη ανακήρυξη 52 ατόμων, που παρευρέθηκαν στην τελετή, ως ανεπιθύμητων, απαγορεύοντάς τους πλέον την είσοδο στη χώρα. Το υπουργείο Εσωτερικών ανέφερε χαρακτηριστικά πως η απόφαση ελήφθη για «52 άτομα ελληνικής ιθαγένειας, για οργανωμένη δράση σε βάρος της κυριαρχίας της Αλβανικής Δημοκρατίας, καθώς και για προκλητικές εκδηλώσεις και δηλώσεις κατά της συνταγματικής τάξης, της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας ηρεμίας της χώρας». Την επόμενη μέρα, ο Έλληνας αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δήλωνε πως «ο θάνατος του Κωνσταντίνου Κατσίφα, που προκλήθηκε από τα πυρά των αλβανικών ειδικών δυνάμεων, είναι ένα τραγικό γεγονός που πρέπει να μας απασχολήσει όλους» και πως «πρέπει να διευκρινιστούν πλήρως οι συνθήκες του θανάτου του για να γνωρίζει η οικογένειά του, τα μέλη της ελληνικής μειονότητας και ολόκληρη η αλβανική κοινωνία τι ακριβώς συνέβη».
Το θλιβερό αυτό περιστατικό έφερε ξανά στην επιφάνεια και στην προσοχή της ελληνικής κοινής γνώμης το καθεστώς μεταχείρισης της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Από το 1991, μετά την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία και έπειτα, η ελληνική μειονότητα έχει τεθεί στο στόχαστρο της αλβανικής κυβέρνησης ουκ ολίγες φορές. Η εξέταση της αντιμετώπισης που έτυχαν οι Έλληνες μειονοτικοί τις τελευταίες δεκαετίες θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τη θέση που έχει αυτή στην Αλβανία, αλλά και να αναρωτηθούμε, εάν το περιστατικό αυτό θα είναι και το τελευταίο λυπηρό γεγονός που μας αναγκάζει να στρέψουμε τα βλέμματά μας προς τη μειονότητα.
Η Κατοχύρωση των Μειονοτικών Δικαιωμάτων σε Διεθνές Επίπεδο.
Ήδη από το 1914, με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας και τη Συνθήκη της Καπέστιτσας το 1921, γίνεται λόγος για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας και την αυτονομία της Β. Ηπείρου. Η δήλωση του Αλβανού πρωθυπουργού Φαν Νόλι στην Κοινωνία των Εθνών το 1921 αναφέρεται, επίσης, σε αυτά και με βάση αυτήν το Διεθνές Δικαστήριο (το οποίο τότε ονομαζόταν Διεθνές Δικαστήριο Διαρκούς Δικαιοσύνης) καταδίκασε την Αλβανία για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των Ελλήνων που σχετίζονταν με τα σχολεία το 1935. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1995 η Αλβανία υπέγραψε την Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία κατοχυρώνει πληθώρα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ το 1999 η χώρα γίνεται συμβαλλόμενο μέλος της Σύμβασης Πλαίσιο για την προστασία των Εθνικών μειονοτήτων. Επιπροσθέτως, ήδη από το 1948, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει προβεί στην Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στο εθνικό δίκαιο, η Αλβανία προσφάτως μάλιστα θέσπισε νόμο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, ο οποίος όμως δεν ικανοποίησε της ελληνική μειονότητα.
Η πρώτη δεκαετία από την πτώση του καθεστώτος Χότζα
Ήδη από την εποχή Χότζα ακόμη, το αλβανικό καθεστώς τασσόταν επιφυλακτικό και με καχυποψία απέναντι στην ελληνική μειονότητα. Μόνο 99 χωριά της Βορείου Ηπείρου αναγνωρίζονταν ως μειονοτικά με αποτέλεσμα να αποδίδονται τα μειονοτικά δικαιώματα μόνον σε αυτές τις περιοχές. Η επιχείρηση καταγραφής ενός μειωμένου αριθμού μειονοτικών σε σχέση με την πραγματικότητα, καθώς ακόμη και η μεταφορά αλβανικών οικογενειών από το Βορρά στις μειονοτικές περιοχές με σκοπό την αλλοίωση του πληθυσμού, ήταν μερικές από τις πρακτικές που ακολουθούσε το χοτζικό καθεστώς. Η πτώση του σηματοδότησε την απόφαση των Ελλήνων μειονοτικών να εγκαταλείψουν, κατά χιλιάδες, τις εστίες τους, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην Ελλάδα.
Οι πρώτες ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές, που έλαβαν χώρα στην Αλβανία το 1991, συμπεριέλαβαν και την κάθοδο σε αυτές της οργάνωσης της Ομόνοιας, η οποία εκπροσωπούσε την ελληνική μειονότητα και τα συμφέροντά της. Εκείνη κατάφερε να εκλέξει 5 βουλευτές με αποτέλεσμα η αλβανική Βουλή, θορυβημένη από αυτήν την επιτυχία, να απαγορεύσει δια νόμου την συμμετοχή της οργάνωσης σε νέα εκλογική διαδικασία. Τη θέση αυτής πήρε το Κόμμα Ενώσεως για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, «ΚΕΑΔ», ως το πολιτικό παρακλάδι της Ομόνοιας το οποίο διατηρεί ακόμη σήμερα το status του πολιτικού κόμματος. Έχει συμμετάσχει μάλιστα σε σειρά κυβερνητικών σχηματισμών διαφόρων πολιτικών πεποιθήσεων.
Η άνοδος στην εξουσία του «κεντροδεξιού» ηγέτη του αλβανικού Δημοκρατικού κόμματος Σαλί Μπερίσα, το 1992, σηματοδότησε την εκ νέου καταπίεση των Ελλήνων μειονοτικών. Αποκορύφωμα αυτής η ψήφιση νόμων, το 1993, που επέστρεφαν εκτάσεις γης -στις οποίες διαβιούσαν μειονοτικοί- σε Αλβανούς, με βάση αποφάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Φαινόταν πως σκοπός του καθεστώτος ήταν η «επίθεση» στην μειονότητα και η δημογραφική αλλοίωση των περιοχών της. Το επεισόδιο της Επισκοπής, το 1994, άνοιξε νέο κύκλο διώξεων της ελληνικής μειονότητας με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση εφόδων, προσαγωγών και κακοποιήσεων σε βάρος μελών της και τη σύλληψη εν τέλει 6 ατόμων -όλα μέλη της Ομόνοιας- ως υπόπτων για τις δολοφονίες του επεισοδίου. Η κράτηση των 6 έγινε υπό άθλιες συνθήκες, ενώ και η δίκη τους, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως παρωδία, κατέληξε στην καταδίκη τους. Η αναθέρμανση των ελληνοαλβανικών σχέσεων με το Σύμφωνο του 1996, το οποίο ανέφερε ρητά πως «η Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία συνέβαλε και εξακολουθεί να συμβάλλει σημαντικά στη ζωή της κοινωνίας της Αλβανίας και αποτελεί παράγοντα για την ανάπτυξη της φιλίας μεταξύ των δύο χωρών» έθρεψε με ελπίδες όσους περίμεναν καλύτερες μέρες για την τύχη της μειονότητας.
Το 1997 όμως ξέσπασε στην Αλβανία η «κρίση των Πυραμίδων», οδηγώντας τη χώρα σε μια χαοτική κατάσταση, επηρεάζοντας σαφώς και την ελληνική μειονότητα, η οποία αναγκάστηκε εκ νέου να δει πολλά από τα μέλη της να παίρνουν το δρόμο για την Ελλάδα. Όσοι απέμειναν μέχρι το τέλος της χιλιετίας συνέχισαν να ταλανίζονται από συμβάντα, όπως η βομβιστική επίθεση κατά μελών της Ομόνοιας το 1998 και οι καταστροφές σε εκκλησίες του 1999. Η Αλβανία απέκτησε, το 1998, νέο Σύνταγμα το οποίο κατοχύρωνε στο άρθρο 20 την προστασία όσων ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, καθώς και των δικαιωμάτων τους. Σε ό,τι αφορούσε το ζήτημα της εκπαίδευσης οι παρεμβάσεις του Βαν Ντερ Στουλ (Ύπατου Αρμοστή της ΔΑΣΕ, πλέον ΟΑΣΕ) είχαν προηγουμένως, το 1994, οδηγήσει την αλβανική νομοθεσία σε βελτίωση σχετικά με τη μειονοτική εκπαίδευση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην υπολειτουργία των σχολείων παρέμενε η απουσία ενός πλήρους και διαφανούς νομοθετικού πλαισίου της Αλβανίας που θα ορίζει ξεκάθαρα τη λειτουργία αυτών. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε η αλβανική ηγεσία την ελληνική μειονότητα δημιουργούσε ανυπέρβλητα προβλήματα σε αυτήν.
Η χιλιετία αλλάζει, τα προβλήματα παραμένουν
Με δυσοίωνους οιωνούς για τη μειονότητα ξεκίνησε η νέα χιλιετία. Στις δημοτικές εκλογές του 2000, σημειώνονται βίαια επεισόδια και ξεσπούν διαμαρτυρίες για νοθεία στην περιοχή της Χιμάρας. Επανάληψη των επεισοδίων σημειώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2001. Το καθεστώς του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του αρχηγού του, Φάτος Νάνο, φαινόταν να μένει πιστό στις πρακτικές καταπίεσης της μειονότητας των προκατόχων του. Η μειονότητα, από την πλευρά της, έθετε σειρά αιτημάτων προς την αλβανική κυβέρνηση με στόχο τη βελτίωση του επιπέδου της παρεχόμενης σε αυτήν εκπαίδευσης, αλλά και ζητήματα αναγνώρισης των μειονοτικών δικαιωμάτων εκτός της «ζώνης» που είχε θεσπιστεί επί κομμουνισμού. Η κυβέρνηση βέβαια συνέχιζε ακάθεκτη την πολιτική των καταπιέσεων ιδίως δε αφού δεν φαινόταν αντίδραση κάποιου διεθνούς παράγοντα.
Το 2003, Έλληνες μέλη εφορευτικών επιτροπών ξυλοκοπήθηκαν από αγνώστους κατά τη διάρκεια των δημοτικών εκλογών στη Χιμάρα, ενώ, λίγο καιρό μετά από την νίκη του Βασίλη Μπολάνου, πέντε ελληνικής καταγωγής Χιμαριώτες καταδικάστηκαν ερήμην για τη στάση που τήρησαν στις εκλογές. To 2007, παρουσιάστηκαν εκ νέου δυστοκίες στην διεξαγωγή των εκλογών με την ελληνική κυβέρνηση τότε να εκφράζει επισήμως τον προβληματισμό της. Οι δημοτικές εκλογές κύλησαν πιο ομαλά με -μικρής εντάσεως- διενέξεις να λαμβάνουν χώρα ανάμεσα σε εκπροσώπους του Δημοκρατικού Κόμματος και Έλληνες μειονοτικούς.
Το 2006, η Αλβανία υπέγραψε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Σύνδεσης µε την Ε.Ε., στην οποία τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν κεκτημένο και ο σεβασμός τους προαπαιτούμενο για κάθε χώρα που θέλει να ενταχθεί σε αυτήν. Επομένως, δεν υπήρχε το περιθώριο για την κλιμάκωση των καταπιέσεων κατά της μειονότητας ή ακόμα και τη διατήρηση της ίδιας έντασης αυτών. Το 2008, εκπρόσωποι της μειονότητας επικοινώνησαν τα προβλήματα τους στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Επιστέγασμα των αιτιάσεων τους ήταν η δίωξη του Β. Μπολάννου, επικεφαλής της Ομόνοιας και δημάρχου Χιμάρας, για την τοποθέτηση τρίγλωσσων πινακίδων στην πόλη του.
Ακόμη τα εκπαιδευτικά ζητήματα έμεναν στο προσκήνιο, καθώς δεν υπήρξε η διάθεση της αλβανικής κυβέρνησης για τη λύση τους. Καταγράφεται μάλιστα πως «στο πραγματικό επίπεδο, τα µειονοτικά σχολεία επλήγησαν από τη δραματική μεταναστευτική ροή της µειονότητας προς την Ελλάδα, ενώ στο θεσμικό τέθηκαν υπό την ενισχυμένη προστασία της Σύμβασης-πλαισίου για τις εθνικές μειονότητες, χωρίς όµως ουσιαστικό αντίκτυπο» (Τσιτσελίκης, 2010).
Η τελευταία δεκαετία
Με την αρχή αυτής, έρχεται η δολοφονία του Α. Γκούμα από Αλβανούς πολίτες, μετά από λογομαχία στην περιοχή της Χιμάρας να συγκλονίσει τα μέλη της ελληνικής μειονότητας. Η αντίδρασή τους αφορούσε σειρά διαδηλώσεων με κύριο αίτημα τους μέτρα προστασίας των ίδιων, ενώ η ελληνική πλευρά σχολίαζε ως «απαράδεκτη» τη δολοφονία και ζητούσε την «πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης». Κατά την επίσημη αλβανική απογραφή του 2011, ο πρόεδρος του Κόμματος Ενώσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Βαγγέλης Ντουλές, είχε ζητήσει από τους Έλληνες μειονοτικούς να μην συμμετάσχουν με το φόβο της ποινικοποίησης της έκφρασης αυτοπροσδιορισμού. Αποτέλεσμα ήταν να καταγραφτεί μόλις το 0,5% της μειονότητας και, εν τέλει, να θεωρείται, πλασματικώς, πως αυτή ανέρχεται περί τις 25 χιλιάδες.
Τα τελευταία χρόνια, με την ανάδειξη της Χιμάρας σε τουριστικό «φιλέτο» της Αλβανίας, έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια να περάσει ο έλεγχος της περιοχής σε αλβανικά συμφέροντα. Αυτό υπηρέτησε κιόλας η εδαφική μεταρρύθμιση του 2014, με βάση την οποία η Χιμάρα συγχωνευόταν με μια μουσουλμανική περιοχή, ώστε να μην μπορεί πλέον να εκλέγει δήμαρχο ελληνικής καταγωγής. Αποτέλεσμα, το 2015, οι πρόσφατες δημοτικές εκλογές που χαρακτηρίστηκαν από την κατάρρευση των ποσοστών του υποψηφίου της Ομόνοιας-ΚΕΑΔ, με τον Γ. Γκόρο του Σοσιαλιστικού Κόμματος να εκλέγεται θριαμβευτικά. Το 2016 και 2017, η αλβανική κυβέρνηση προχώρησε στην κατεδάφιση σπιτιών Ελλήνων μειονοτικών, με δικαιολογία την ανάπλαση της πόλης της Χιμάρας. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έκανε αναφορά στην -από κοινού με την Ε.Ε.- απαίτηση κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της μειονότητας, ενώ μίλησε και για καταστρατήγηση κάθε έννοιας κράτους δικαίου.
To φθινόπωρο του 2017, η αλβανική βουλή για πρώτη φορά πέρασε νόμο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων. Σε αυτόν αναγνωρίζει 9 μειονότητες στο έδαφός της, ανάμεσά τους φυσικά και την ελληνική. Οι εκπρόσωποι της μειονότητας, όμως, αντέδρασαν, θεωρώντας πως ο νόμος αυτός επαναλαμβάνει τις πρακτικές Χότζα, καθώς συνεχίζει να μην προστατεύει την ελληνική μειονότητα και τα δικαιώματά της στο σύνολό τους.
Τι κρύβει το μέλλον για την τύχη της μειονότητας ;
Περιστατικά βίας έχουν λάβει χώρα στο παρελθόν πολλάκις και, εφόσον η αλβανική κυβέρνηση δεν ελαφρύνει την πολιτική πιέσεων σε βάρος της μειονότητας, είναι αρκετά πιθανό να επαναληφθούν. Όσο για τις δυνατότητες αντίδρασης και πρόληψης τέτοιων περιστατικών από την ελληνική κυβέρνηση, αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει πλέον τις απελάσεις Αλβανών μεταναστών, όπως τη δεκαετία του 1990, παρά μόνο το δέλεαρ της ολοκλήρωσης της ένταξης της Αλβανίας στην Ε.Ε., καθώς και οικονομικού-εμπορικού τύπου πιέσεις, όντας ο έβδομος μεγαλύτερος επενδυτής στη χώρα.
Φυσικά, ας ελπίσουμε πως, με την ευκαιρία της λήξης του Συμφώνου του 1996, το 2018, θα ξεκινήσει ένας νέος, ουσιαστικός και πάνω απ’ όλα ειλικρινής διάλογος ανάμεσα στις δύο χώρες, με σκοπό τη διευθέτηση όλων των μεταξύ τους εκκρεμοτήτων και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της ελληνικής μειονότητας στην αλβανική επικράτεια.
Πάντως, από τη μία, δηλώσεις σαν αυτές του κ. Μπερίσα που έχει υπάρξει εκ των κύριων εκφραστών της πολιτικής της καταπίεσης της μειονότητας πως «το περιστατικό στους Βουλιαράτες ήταν ένα οργανωμένο σενάριο από τον κάτω γείτονά μας (σ.σ.: Ελλάδα), ήταν στρατιωτικός, μέρος των πιο ρατσιστικών εξτρεμιστικών κύκλων εναντίον των Αλβανών, ήταν ένα σενάριο για να αναδειχθεί η Βόρειος Ήπειρος και αυτό συνέβη τώρα επειδή η χώρα δεν έχει κυβέρνηση» από την άλλη η απογοητευτική εικόνα της Ελλάδος στους Βουλιαράτες, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο πρέσβης ε.τ. τιμή κ. Αλ. Μαλλιάς, δεν βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Εν κατακλείδι, η πρόσφατη δολοφονία του Κ. Κατσίφα μπορεί να χρίζει ακόμη διαλεύκανσης και να θεωρείται από τον Αλβανό πρωθυπουργό ως η αντιμετώπιση μια «εξτρεμιστικής τρέλας», το μόνο σίγουρο όμως είναι πως ούτε μεμονωμένο γεγονός αποτελεί , ούτε τυχαίο συμβάν.