του Δρος Ευάγγελου Βενέτη*

Ο πόλεμος της Υεμένης έχει πλέον καταστεί περιφερειακός, εκτεινόμενος σε μεγάλο μέρος της Αραβικής Χερσονήσου με χτυπήματα των Σϊιτών Χούθι σε διάφορα σημεία της επικράτειας της Σαουδικής Αραβίας και στόχους συμφερόντων άλλων χωρών, όπως των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, που ανήκουν στον φιλοδυτικό συνασπισμό σουνιτικών αραβικών χωρών. Κατά την εν λόγω στιγμή, δίδεται η πολύμηνη μάχη της Μάαριμπ που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του πολέμου. Μία άγνωστη πτυχή αυτού του, εν πολλοίς, αγνώστου στα δυτικά ΜΜΕ πολέμου, είναι οι περιβαλλοντολογικές του επιπτώσεις στο νερό και την γεωργία στην χώρα της Ευφόρου Αραβίας, όπως διαφορετικά είναι γνωστή η Υεμένη στην μακραίωνη ιστορία της.

Η Υεμένη αντιμετωπίζει μία από τις χειρότερες κρίσεις νερού και συνθηκών υγιεινής παγκοσμίως. Ο πολύχρονος πόλεμος προκάλεσε στη χώρα την έλλειψη σταθερής παροχής νερού. Οι κακές συνθήκες αποχέτευσης και η έλλειψη καθαρού πόσιμου νερού είχαν επιδεινωμένες επιπτώσεις στην υγεία των Υεμενιτών, όπως δείχνουν οι ολοένα εντεινόμενες περιπτώσεις χολέρας από το 2015. Στο σύνορο της χώρας παρουσιάζεται έλλειψη νερού, η τιμή του οποίου έχει αναπόφευκτα υπερδιπλασιαστεί. Οι περισσότεροι Υεμενίτες δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και το πρόβλημα διευρύνεται λόγω της ανεπάρκειας σε προσβάσιμο νερό σε τακτική βάση.

Ο πόλεμος στην Υεμένη έχει ως συνέπεια τη σοβαρή έλλειψη τροφής και βλάστησης και, λόγω της δραματικής μείωσης της γεωργικής παραγωγής, η χώρα υποφέρει από λιμό.

Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, η Υεμένη δεν έχει ποτάμια για να εξαρτάται από τους υδάτινους πόρους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως ασύμμετρο όπλο από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Στην περίπτωση της πόλης Τάιζ, το 2017, μόνον περίπου 250.000 άτομα (από τα 655.000 του συνολικού πληθυσμού της πόλης) εξυπηρετούντο από το δημόσιο δίκτυο ύδρευσης.

Η λειψυδρία επιδεινώνεται από την εγγενή γεωγραφική διαμόρφωση σε υψίπεδα, τα περιορισμένα κεφάλαια για την κατασκευή υδάτινων υποδομών και την παροχή υπηρεσιών. Οι ρυθμοί επαναφόρτισης του υδροφορέα μειώνονται, ενώ η εισβολή θαλασσινού νερού αυξάνεται. Μετά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, το 2015, οι υδάτινες δεξαμενές καταστράφηκαν κατά πολύ με συνέπεια την απότομη αύξηση της τιμής του νερού. Η δυνατότητα της αποθήκευσης νερού εκμηδενίστηκε από τον πόλεμο, ενώ οι αλυσίδες εφοδιασμού έχουν καταληφθεί από στρατιωτικό προσωπικό, γεγονός που καθιστά την παροχή νερού δυσκολότερη. Το 2020, πάνω από 15 εκατ. άνθρωποι χρειάστηκαν υγειονομική περίθαλψη και πάνω από 20 εκατ. χρειάστηκαν καθαρό νερό και αποχέτευση. Το ποσοστό είναι αυξημένο κατά 52% μετά την σαουδαραβική εισβολή. Το πρόβλημα μεγαλώνει λόγω της οικονομικής ανεπάρκειας των κυβερνητικών δυνάμεων να παράσχουν καθαρό νερό σε εσωτερικά εκτοπισμένους πληθυσμούς της Υεμένης.

Επίσης, το πρόβλημα νερού κι υγιεινής ενισχύεται από την έλλειψη καυσίμων στην χώρα. Λόγω του εμπάργκο καυσίμων της Δύσης, κυρίως στη σιϊτική κυβέρνηση της Σαναά, οι σταθμοί άντλησης ύδατος στην Υεμένη έχουν ξεμείνει από καύσιμα και δεν είναι λειτουργικοί. Υπολογίζεται ότι πάνω από 3 εκατομμύρια Υεμενίτες εξαρτώνται από αυτές τις αντλίες νερού που είχαν δημιουργηθεί μέσω δημόσιων δικτύων. Παρά τις προσπάθειες της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού να περιορίσει τις επιπτώσεις, αγοράζοντας 750.000 λίτρα ντίζελ για την παροχή καθαρού νερού για τους Υεμενίτες, το πρόβλημα δεν λύνεται. Η ποσότητα νερού από πηγάδια είναι, ήδη από το 2016, σε μη ανεκτά επίπεδα.

Παρά τις προσπάθειες της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού να περιορίσει τις επιπτώσεις της ανθρωπιστικής κρίσης, αγοράζοντας 750.000 λίτρα ντίζελ για την παροχή καθαρού νερού από αντλίες, το πρόβλημα δεν λύνεται.

Ο λιμός

Σήμερα εκτιμάται ότι, από το συνολικό πληθυσμό των 24 εκατ. της Υεμένης, σε καθημερινή βάση 13 εκατ. πεινούν και 6 εκατ. κινδυνεύουν με θάνατο λόγω πείνας. Ο πόλεμος στην Υεμένη έχει ως συνέπεια τη σοβαρή έλλειψη τροφής και βλάστησης. Λόγω της δραματικής μείωσης της γεωργικής παραγωγής η χώρα υποφέρει από λιμό. Το πρόβλημα σίτισης του πληθυσμού εντάθηκε από την έγκριση του Ψηφίσματος 2216 του ΣΑ του ΟΗΕ (Απρίλιος 2015) για συνολικό αποκλεισμό από ξηρά, θάλασσα και αέρα, ώστε να μην φθάνουν ξένοι πόροι στις περιοχές που ελέγχονται από τους Σιίτες Χούθι. Καθώς στην Υεμένη το 90% των αναγκών σε τρόφιμα καλύπτεται από εισαγωγές, ο αποκλεισμός των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην περιοχή έχει σοβαρές συνέπειες στη παροχή τροφίμων στον πληθυσμό.

Ο γεωργικός τομέας στην επικράτεια, που ελέγχεται από τους Χούθι, έχει πληγεί σκόπιμα από τον συνασπισμό της Σαουδικής Αραβίας, ως μέσο πίεσης εναντίον τους, επιδεινώνοντας έτσι την έλλειψη τροφίμων και αφήνοντάς τους να εξαρτώνται αποκλειστικά από τις σπάνιες (λόγω αποκλεισμού) εισαγωγές, οι οποίες είναι δύσκολες.[1]

Το πρόβλημα σίτισης του πληθυσμού εντάθηκε από την έγκριση του Ψηφίσματος 2216 του ΣΑ του ΟΗΕ (Απρίλιος 2015) για συνολικό αποκλεισμό από ξηρά, θάλασσα και αέρα, ώστε να μην φθάνουν ξένοι πόροι στις περιοχές που ελέγχονται από τους Σιίτες Χούθι.

Από τα ανωτέρω προκύπτει η αναγκαιότητα για άμεση ανακωχή στην Υεμένη προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα ζωτικής σημασίας προβλήματα λιμού, έλλειψης νερού κι υγιεινής που μαστίζουν τον πληθυσμό της χώρας. Σε αντίθετη περίπτωση, η διεθνής κοινότητα κινδυνεύει να καταστεί μάρτυρας μιας ακόμη ανθρωπιστικής καταστροφής, της οποίας τα συμπτώματα είναι ορατά εδώ και χρόνια στον Πόλεμο της Υεμένης. Εξακολουθεί όμως ο λεγόμενος «πολιτισμένος κόσμος» να εθελοτυφλεί για άλλη μια φορά μπροστά στην δοκιμασία του λαού της Υεμένης.

[1] Robert Frisk, “Saudi Arabia ‘deliberately targeting impoverished Yemen’s farms and agricultural industry,'” The Independent, 23 October 2016.

*Ειδικός σε θέματα Ισλάμ και Μέσης Ανατολής