Ο πόλεμος με τα παράδοξα
Του Δρος Ευάγγελου Βενέτη*
Στη φωτογραφία: Η απόφαση της Μόσχας να επιτρέψει την επίσκεψη ξένων κυβερνητικών αξιωματούχων στο Κίεβο, όπως του Βρετανού πρωθυπουργού Μπ. Τζόνσον που περπάτησε με τον πρόεδρο Β. Ζελένσκι στο κέντρο της πόλης, έχει εγείρει ερωτήματα για τις ρωσικές επιδιώξεις, τροφοδοτώντας σκέψεις για παρασκηνιακή διπλωματία μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ με ένα είδος άτυπης συνεννόησης για το ενδεχόμενο διχοτόμησης της χώρας ή και της πρωτεύουσας.
Δύο μήνες μετά την έναρξή του, ο πόλεμος της Ουκρανίας συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Στα ουκρανικά εδάφη, ανατολικά το Δνειπέρου ποταμού, η Ρωσία έχει πετύχει μέρος των επιδιώξεών της και η Ουκρανία προσπαθεί να αμυνθεί, παίζοντας κλεφτοπόλεμο με τη βοήθεια των ΗΠΑ που εξοπλίζουν το Κίεβο, για να συντηρεί μια ελάχιστη γραμμή άμυνας. Σε επίπεδο στρατηγικής και τακτικής, οι δύο πλευρές έχουν να επιδείξουν μεγάλο βαθμό πρωτοτυπίας για τα σύγχρονα στρατιωτικά δεδομένα εμπλοκής.
Σε επίπεδο στρατηγικής, η ουκρανική κυβέρνηση χρησιμοποιεί την ενεργητική κωλυσιεργία, για να εμποδίσει την προέλαση των Ρώσων, με την ελπίδα της στρατιωτικής ή διπλωματικής εμπλοκής των ΗΠΑ στον πόλεμο σε εύλογο χρονικό διάστημα. Μέχρι τώρα, πέραν της όποιας εξοπλιστικής βοήθειας των ΗΠΑ στο Κίεβο, η ουκρανική στρατηγική δεν έχει πετύχει τον στόχο της.

Σε επίπεδο τακτικής, η αμυνόμενη Ουκρανία, γνωρίζοντας την κατωτερότητά της σε υποδομές, στρατιωτική τεχνολογία και εκπαίδευση σε σχέση με την Ρωσία, έχει αποφύγει να αντιμετωπίσει το ρωσικό στρατό σε γραμμή άμυνας στη -δίχως φυσικά εμπόδια (λ.χ. ορεινά ερείσματα)- ουκρανική ύπαιθρο. Τα ποτάμια, σε συνδυασμό με το επίπεδο ανάγλυφο της Ουκρανίας, μπορούν να καθυστερήσουν την κίνηση των Ρώσων, αλλά δεν μπορούν να την αποτρέψουν. Αντίθετα, η Ουκρανία έχει οχυρώσει τις τακτικές στρατιωτικές της δυνάμεις στα αστικά κέντρα αναμιγνύοντάς τις με τον άμαχο ουκρανικό πληθυσμό τον οποίο υποτίθεται ότι υπερασπίζεται. Στην πράξη τον εκθέτει σε θανάσιμο κίνδυνο, χρησιμοποιώντας τον ως ασπίδα με την ελπίδα ότι θα εμποδίσουν, ή θα καθυστερήσουν, τις ρωσικές δυνάμεις να καταλάβουν τα αστικά κέντρα.
Η ουκρανική τακτική θυμίζει σε πολλά σημεία την αμυντική τακτική του Μεσαίωνα, όταν ο αμυνόμενος στρατός και πληθυσμός οχυρώνονταν στα κάστρα, αφήνοντας την ύπαιθρο στο έλεος του αντιπάλου. Τότε όμως τα κάστρα όμως είχαν τείχη και η στρατιωτική τεχνολογία επέτρεπε στον αμυνόμενο τη σθεναρή αντίσταση με ουσιαστική προοπτική επιτυχίας. Σήμερα, η εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας έχει καταστήσει τα τείχη ανύπαρκτα ενώ τα σύγχρονα τσιμεντένια κτήρια μπορούν να πληγούν ή να ισοπεδωθούν ανά πάσα στιγμή. Προφανώς, η ουκρανική αμυντική τακτική ευελπιστεί στο έλεος του αντιπάλου. Μια τέτοια τακτική όμως δεν μπορεί να φέρει την νίκη. Μόνο ένα αργό τέλος.
Από την πλευρά της, η ρωσική στρατηγική και τακτική παρουσιάζει τα δικά της παράδοξα. Σε επίπεδο στρατηγικής, ούσα ο μακράν ισχυρός του πολέμου, η Ρωσία χρησιμοποιεί την πολεμική της υπεροχή με κλιμακούμενο τρόπο, ώστε να προκαλέσει την αλλαγή της φιλο-αμερικανικής κυβέρνησης του Κιέβου με φιλορωσική ή τη συνθηκολόγηση της σημερινής κυβέρνησης με την αποδοχή της απώλειας των εδαφών της ανατολικής Ουκρανίας.

Σε επίπεδο τακτικής η Μόσχα παρουσιάζει τα εξής παράδοξα: α) δεν έχει χρησιμοποιήσει επαρκώς την αεροπορική της υπεροχή, β) έχει αναπτύξει μικρότερο από την Ουκρανία αριθμό στρατιωτών κατά το 1/3 περίπου αναλογικά, και γ) δεν έχει αποκλείσει την Ουκρανία από τον έξω κόσμο, επιτρέποντας στην ουκρανική κυβέρνηση να εξοπλίζεται, να ανεφοδιάζεται και να δέχεται ακόμη και ξένους αξιωματούχους.
Αναφορικά με το πρώτο παράδοξο, η ρωσική αεροπορία έχει την δυνατότητα να ισοπεδώσει, στην κυριολεξία, τις ουκρανικές πόλεις στις οποίες κρύβεται ο οχυρωμένος ουκρανικός στρατός. Μέχρι τώρα η Μόσχα έχει αποφασίσει να μην το πράξει, διότι αφενός στην ανατολική Ουκρανία πλεονάζει ο φιλορωσικός πληθυσμός και αφετέρου η Ρωσία θέλει να διατηρήσει μεγάλο μέρος των ουκρανικών υποδομών μετά τον πόλεμο με όσο γίνεται μικρότερη οικονομική ζημία για την ρωσική οικονομία, η οποία θα κληθεί να αναδομήσει τις κατακτηθείσες κατεστραμμένες περιοχές.
Σε σχέση με τον μικρότερο από τους Ουκρανούς αριθμό Ρώσων στρατιωτών, η Μόσχα θεωρεί ότι η ανώτερη στρατιωτική τεχνολογία της επιτρέπει στη Ρωσία να αναπτύξει λιγότερο έμψυχο δυναμικό, ώστε να αποφύγει τις ανθρώπινες απώλειες και να μειώσει τον αρνητικό αντίκτυπο στην ρωσική κοινή γνώμη. Παράλληλα, η ρωσική κυβέρνηση έχει τη στήριξη μεγάλου μέρους των φιλορώσων αυτονομιστών της ανατολικής Ουκρανίας οι οποίοι αποτελούν την αιχμή του δόρατος στην προέλαση του ρωσικού στρατού, καθώς γνωρίζουν την τοπογραφία κι έχουν πληροφορίες για τις λεπτομέρειες εμπλοκής με τον ουκρανικές δυνάμεις.

Το σημαντικό ωστόσο παράδοξο είναι η επιλογή της Μόσχας να μην αποκλείσει την Ουκρανία και το Κίεβο από τον υπόλοιπο κόσμο. Σε έναν πόλεμο ο επιτιθέμενος φροντίζει να αποκόψει πλήρως την επικοινωνία του αντιπάλου σε κάθε επίπεδο: πληροφορίες, τροφοδοσία τροφίμων κι όπλων και μετακίνηση ανθρώπων. Σε πρώτο στάδιο, η Μόσχα άφησε ανοικτές τις διόδους διαφυγής για τους Ουκρανούς πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες, ώστε να πιέσει τον Ζελένσκι ψυχολογικά σε παραίτηση. Καθώς όμως ο Ζελένσκι παρέμεινε στη θέση του, η Ρωσία συνέχισε να πολιορκεί μεν το Κίεβο, αλλά χωρίς ασφυκτικό τρόπο. Συνέπεια αυτής της ρωσικής τακτικής είναι ανεφοδιασμός των Ουκρανών στο Κίεβο και σε άλλες πόλεις της δυτικής Ουκρανίας.
Η απόφαση της Μόσχας να επιτρέψει την επίσκεψη ξένων κυβερνητικών αξιωματούχων στο Κίεβο (Μπόρις Τζόνσον, Σαρλ Μισέλ κ.α.) και την Οδησσό (Νίκος Δένδιας) έχει εγείρει ερωτήματα για τις ρωσικές επιδιώξεις σε σχέση με το Κίεβο και την δυτική Ουκρανία. Προφανώς, οι εν λόγω επισκέψεις ήταν προϊόν παρασκηνιακής διπλωματίας μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ και δίνουν την εντύπωση ότι έχει υπάρξει ένα είδος άτυπης συνεννόησης μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Μόσχας για το ενδεχόμενο διχοτόμησης της Ουκρανίας, ίσως και του Κιέβου. Το αν μια τέτοια συνεννόηση είναι δυνατόν να μετατραπεί σε de facto ή και de jure συμφωνία είναι ένα ενδεχόμενο η παγιοποίηση του οποίου θα είναι συνάρτηση της αποκρυστάλλωσης των πολεμικών επιχειρήσεων. Τότε που νικητές κι ηττημένοι θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, χωρίς να πολεμούν ταυτόχρονα σε μια άλλη παράδοξη κατάσταση που συμβαίνει σήμερα.
*Ειδικός σε θέματα Ισλάμ και Μέσης Ανατολής