Ο Ερντογάν πιέζει την Ευρώπη να γίνει «γεωπολιτική»
Ήταν Σεπτέμβριος του 2016, όταν ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μίλησε «για μια καλύτερη Ευρώπη» που θα «προστατεύει», θα «ισχυροποιεί» και θα «αμύνεται», βλέποντας τότε ο ίδιος «πραγματικές απειλές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια εντός και εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων».
Και τέλη του 2019, όταν η διάδοχος του Λουξεμβούργιου Γιούνκερ στην κεφαλή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γερμανίδα πρώην υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υποσχέθηκε να ηγηθεί μιας «γεωπολιτικής» Κομισιόν που θα εξασφαλίσει «πιο ενεργό ρόλο και ισχυρότερη, πιο ενωμένη φωνή για την ΕΕ στην παγκόσμια σκηνή».
Αλλά και πιο πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2020, σχολιάζοντας τις εξελίξεις μέσα από τις σελίδες της πορτογαλικής Diário de Notícias, ο προκάτοχος του Γιούνκερ στην προεδρία της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, είδε να αναδύεται στη σκιά των προκλήσεων μια «περισσότερο πολιτική» Ευρώπη που «χάνει την αθωότητά της» και «ενηλικιώνεται πολιτικά».
Υπάρχει ωστόσο από την άλλη (την ανατολική πλευρά των ευρωπαϊκών συνόρων) και ένας άλλος ηγέτης (χώρας που υποτίθεται ότι παραμένει υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ) που βλέπει την Ευρώπη διαφορετικά: ως «αναποτελεσματική», «ρηχή», και «χωρίς όραμα». Ως μια Ένωση κρατών που όποτε πάει να επιλύσει κάποιο πρόβλημα, το κάνει χειρότερο. Αυτά μας έλεγε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από το βήμα της τουρκικής εθνοσυνέλευσης πίσω στις αρχές Οκτωβρίου.
Όταν ο Τούρκος πρόεδρος «στολίζει» τους Ευρωπαίους
Και πιο πρόσφατα, στον απόηχο της τζιχαντιστικού χαρακτήρα δολοφονίας του Γάλλου καθηγητή Σαμουέλ Πατί στο Παρίσι, ο Τούρκος πρόεδρος θα επανερχόταν (στις 26 Οκτωβρίου) υποστηρίζοντας ότι οι μουσουλμάνοι της Δύσης βρίσκονται σήμερα στο στόχαστρο «κρατικά υποκινούμενων» «εκστρατειών λιντσαρίσματος» παρόμοιων με εκείνες που είχαν λάβει χώρα ενάντια στους Εβραίους πριν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο πλαίσιο της ίδιας ομιλίας του, ο Τούρκος πρόεδρος θα παρουσίαζε τους Ευρωπαίους ως «εχθρούς» και «διώκτες» καθετί ισλαμικού, στρέφοντας τα πυρά του ονομαστικά ενάντια στη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Θα ισχυριζόταν ότι υπάρχουν μουσουλμάνες γυναίκες που δεν τολμούν καν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων επειδή θα κακοποιηθούν κ.ά., υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι οι Ευρωπαίοι έχουν παρελθόν «γενοκτονιών» και «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας», σε αντίθεση με τις ισλαμικές χώρες «που είναι γνωστές εδώ και αιώνες για την ειρήνη, την επιστήμη και τη σοφία τους».
Ο Τούρκος πρόεδρος ωστόσο θα έλεγε και κάτι άλλο: ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει την ισλαμοφοβία ως «ζήτημα εθνικής ασφαλείας»… πράγμα που, εάν συνδυαστεί και με την ύπαρξη πολυάριθμών τουρκικών μειονοτήτων σε ευρωπαϊκές χώρες όπως είναι για παράδειγμα η Γερμανία, της επιτρέπει να διεκδικεί ρόλο-λόγο και στις εσωτερικές υποθέσεις των εν λόγω χωρών. Το ότι η Άγκυρα επιθυμεί έναν τέτοιο ρόλο είναι προφανές παλαιόθεν.
Το αφήγημα της «ισλαμοφοβίας» ως εργαλείο τουρκικού επεκτατισμού
Ο Ερντογάν το προσπαθεί εδώ και χρόνια να πλασαριστεί ως ο «προστάτης» όχι μόνο των τουρκικής καταγωγής μουσουλμάνων αλλά συνολικά των μουσουλμάνων σήμερα στην Ευρώπη, έχοντας στο πλευρό του και «ερευνητικά ινστιτούτα» όπως είναι για παράδειγμα το τουρκικό SETA που σπεύδουν να υπερτονίζουν το «πρόβλημα της ισλαμοφοβίας» στη Γηραιά Ήπειρο («European Islamophobia Report») αλλά και σε μεμονωμένες χώρες όπως είναι η Γαλλία ειδικότερα («Islamophobia and Criminalization of Muslims and Muslim NGOs in France»), όχι όμως για να καταγράψουν ένα (όντως υπαρκτό σε κάποιες περιπτώσεις) φαινόμενο αλλά περισσότερο με διάθεση εργαλειοποίησης-αξιοποίησης των όποιων (ενίοτε παραποιημένων ή μεγεθυμένων από την τουρκική προπαγανδιστική μηχανή) προβλημάτων προς όφελος της τουρκικής ισλαμοεθνικιστικής ηγεσίας.
Το καθεστώς Ερντογάν, άλλο που δεν θέλει: να κατηγορεί την Ευρώπη για «ισλαμοφοβία» ώστε να μπορεί εν συνεχεία να την εγκαλεί εμφανιζόμενο το ίδιο ως ο αυτόκλητος προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων. Κατά αυτόν τον τρόπο άλλωστε, μεταφέρει τη συζήτηση μακριά και από το δικό του «πλούσιο» ιστορικό παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατικών αρχών και κάθε έννοιας δικαίου. Κι όλα αυτά, ενώ παράλληλα εκβιάζει τους Ευρωπαίους χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης… πρόσφυγες, μετανάστες, μειονότητες (τουρκικές, θρησκευτικές), περιφερειακές εστίες έντασης, ανταγωνιστικές δυνάμεις κ.ά.
Ηταν Μάρτιος του 2017 όταν ο ίδιος ο Ερντογάν υποστήριξε ότι «η μάχη έχει ξεκινήσει ανάμεσα στον σταυρό και την ημισέλινο», ενοχλημένος τότε επειδή οι γερμανικές Αρχές δεν επέτρεπαν στους υπουργούς του ισλαμοσυντηρητικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) να κάνουν προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία εν όψει του τουρκικού δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Ερντογάν είχε τότε κατηγορήσει τους Γερμανούς για «ναζιστικές πρακτικές», τους Ολλανδούς ως «σφαγείς της Σρεμπρένιτσα» και τους Ευρωπαίους γενικότερα ως «σταυροφόρους».
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 2018, θα ανέσυρε εκ νέου την κατηγορία περί «σταυροφόρων» για να επιτεθεί στον Αυστριακό καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς βλέποντας τότε και πάλι έναν «πόλεμο ανάμεσα στον σταυρό και την ημισέλινο», όταν ο τελευταίος αποφάσισε να βάλει λουκέτο σε «ριζοσπαστικοποιημένα» τεμένη (μεταξύ άλλων και της Turkish-Islamic Cultural Association – ATİB) και να απελάσει από την Αυστρία δεκάδες ιμάμηδες πληρωμένους από ξένες δυνάμεις.
Είναι ο ίδιος ο Ερντογάν ωστόσο που χρόνια νωρίτερα, το 2011, χαιρετούσε περιχαρής τα πλήθη στην Τυνησία και στο Κάιρο όταν τον υποδέχονταν ως «Σαλαντίν» (νικητή δηλαδή των σταυροφόρων).
Η μάχη των ευρωπαϊκών Αρχών ενάντια στον ισλαμισμό δεν αποτελεί ωστόσο μάχη ενάντια στο ισλάμ (άλλο ισλαμισμός και άλλο ισλάμ) και, από αυτήν την έννοια, δεν συνιστά πράξη ισλαμοφοβίας σε αντίθεση με όσα θέλει για τους δικούς του λόγους να υποστηρίζει το καθεστώς Ερντογάν.
Το ότι η τουρκική ηγεσία θα αντιδρούσε στο τελευταίο εξώφυλλο του γαλλικού σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo ήταν αναμενόμενο. Στην πορεία ωστόσο, πολλοί έδειξαν να ξεχνούν ότι στο συγκεκριμένο εξώφυλλο δεν απεικονίζεται ο προφήτης Μωάμεθ (πράγμα «βλάσφημο» για τους μουσουλμάνους) αλλά ο ηγέτης μιας χώρας που δεν είναι καν επισήμως θεοκρατική όπως είναι η Τουρκία.
Και έπειτα από τις νέες τζιχαντιστικού χαρακτήρα δολοφονίες αθώων στη Νίκαια της Γαλλίας στις 29 Οκτωβρίου, το τουρκικό καθεστώς θα καταδίκαζε μεν τη βία με τον προεδρικό εκπρόσωπο Ιμπραχίμ Καλίν ωστόσο να υποστηρίζει ότι «ο τρόμος (σ.σ. η τρομοκρατία) δεν έχει θρησκεία».
Όταν καλείται να καταδικάσει όσα δεν την συμφέρουν, η τουρκική ηγεσία αποδεικνύεται εντυπωσιακά… σιωπηλή. Η Άγκυρα δεν φάνηκε, για παράδειγμα, να ενοχλείται από το πρόσφατο tweet του τουρκόφιλου πρώην πρωθυπουργού της Μαλαισίας Μαχαθίρ Μοχάμαντ, σύμφωνα με τον οποίο «οι μουσουλμάνοι έχουν δικαίωμα να είναι θυμωμένοι και να σκοτώσουν εκατομμύρια Γάλλους για τις σφαγές του παρελθόντος […]». Όπως δεν είχε αντιδράσει επί της ουσίας ούτε και τον περασμένο Ιούνιο, όταν τουρκικής καταγωγής Γκρίζοι Λύκοι τα έκαναν γυαλιά-καρφιά στη Βιέννη, ή τον περασμένο Ιούλιο, όταν τουρκικής καταγωγής ακροδεξιοί προκάλεσαν επεισόδια στο Ντεσίν-Σαρπιέ κοντά στη Λυών της Γαλλίας.
Οι τουρκικές προκλήσεις ωστόσο συνεχίζονται, με τουρκικής καταγωγής Γκρίζους Λύκους να κυνηγούν Αρμένιους στη Λυών φωνάζοντας «Αλλάχου Ακμπάρ» και τουρκικής καταγωγής ακροδεξιούς να προκαλούν επεισόδια στη Βιέννη.
Οι τουρκικές απειλές λοιπόν είναι εδώ:
- ενάντια στα κοινά ευρωπαϊκά σύνορα (ενδεικτικά όσα εκτυλίχθηκαν στον Έβρο τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2020),
- ενάντια στον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής» (που υπενθυμίζεται πως έχει βαλθεί να προασπίσει και η «γεωπολιτική» Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν),
- ενάντια σε μεμονωμένα κράτη μέλη της ΕΕ (Ελλάδα, Κυπριακή Δημοκρατία),
- ενάντια σε Ευρωπαίους ηγέτες (μέσα από τις φραστικές επιθέσεις επί προσωπικού σε Μέρκελ, Μακρόν, Κουρτς)
- ενάντια στους ιδίους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς ασφάλειας (ενδεικτικές οι καταγγελίες για την παράνομη δράση της Τουρκικής-Ισλαμικής Ένωση Θρησκευτικών Υποθέσεων- DİTİB στη Γερμανία).
Ήταν Σεπτέμβριος του 2016, όταν ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μίλησε «για μια καλύτερη Ευρώπη» που θα «προστατεύει», θα «ισχυροποιεί» και θα «αμύνεται», βλέποντας τότε ο ίδιος «πραγματικές απειλές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια εντός και εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων».
Τέσσερα χρόνια μετά, οι «απειλές» παραμένουν δίνοντας την ευκαιρία στην Ευρώπη να γίνει «καλύτερη»… αρκεί να το προσπαθήσει.