Στη φωτογραφία πόντιση τμήματος του αγωγού Nord Stream 2, κατά την έναρξη των εργασιών το 2018, στη θαλάσσια περιοχή ανοιχτά της νήσου Ρύγκεν και των παραλίων του κρατιδίου Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας

Πλήρη στήριξη στο σχέδιο της Μόσχας για εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ρωσικό φυσικό αέριο προσφέρει, για πολλοστή φορά, το Βερολίνο για ιδιοτελείς οικονομικούς -ως και εθνικιστικούς- λόγους.

Η καγκελάριος Αγκ. Μέρκελ και οι άμεσοι συνεργάτες της προωθούν το σχέδιο της κατασκευής του αγωγού Nord Stream 2, αδιαφορώντας για τις περί του αντιθέτου εκκλήσεις όχι μόνον των ΗΠΑ, αλλά και βασικών εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Γαλλία και η Πολωνία. Την 1η Φεβρουαρίου, ο Γάλλος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Κλεμάν Μπον, σε δηλώσεις του στο δίκτυο France Inter, υπενθύμισε ότι το Παρίσι διατηρούσε πάντοτε αμφιβολίες για την υλοποίηση Nord Stream 2, προσθέτοντας πως, στην παρούσα συγκυρία, πρέπει να σταλεί και ένα σαφές πολιτικό μήνυμα προς αντίδραση στη βίαιη πολιτική του Κρεμλίνου έναντι του αντιπολιτευόμενου ηγέτη Αλεξέι Ναβάλνι  και των υποστηρικτών του.

Χάρτης της Gazprom με την πορεία του Nord Stream 2 (στο κέντρο, με τη σκούρα πορτοκαλί γραμμή) από τη ρωσική πόλη Βίμποργκ, μέσω Βαλτικής, προς τη γερμανική πόλη Γκράιφβαλντ.

Άλλωστε πολλά μέλη της Ε.Ε. και η Κομισιόν μελετούν τη σκοπιμότητα υιοθέτησης νέων κυρώσεων κατά της Μόσχας, αν ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν συνεχίσει την καταστολή κατά της ρωσικής αντιπολίτευσης. «Κυρώσεις έχουμε ήδη επιβάλει, μπορούμε να επιβάλουμε επιπλέον, αλλά πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι, δεν αρκούν», δήλωσε χαρακτηριστικά ο  κ. Μπον.

Είχε προηγηθεί, στα τέλη Αυγούστου του 2020, η αποκάλυψη του προέδρου Εμ. Μακρόν ότι είχε διαμηνύσει στην κ. Μέρκελ πως ο Nord Stream 2 δεν θα πρέπει να αυξήσει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η καγκελάριος υποκρίθηκε ότι η Ε.Ε. δεν θα πρέπει να έχει λόγο επί του ζητήματος ισχυριζόμενη πως «αποτελεί γερμανική απόφαση, διότι πρόκειται για έναν αγωγό φυσικού αερίου που καταλήγει στην Γερμανία». Την ίδια γραμμή ακολούθησε και σε νεότερες δηλώσεις της, στις 21 Ιανουαρίου φέτος, λέγοντας πως τα κατασκευαστικά έργα θα συνεχιστούν κανονικά. Τα έργα, που σε αυτή τη φάση είναι υποθαλάσσια στη Βαλτική, είχαν ανασταλεί το Δεκέμβριο του 2019 λόγω αμερικανικών κυρώσεων και ξανάρχισαν στα μέσα Δεκεμβρίου του 2020. Φυσικά, η στάση αρκετών επιφανών Γερμανών πολιτικών -διακομματικά και διαχρονικά- δεν αποτελεί έκπληξη. Για παράδειγμα, ο Σοσιαλδημοκράτης Γκ. Σρέντερ, που διετέλεσε καγκελάριος από το 1998 ως το 2005, …προσελήφθη το 2006 από τη ρωσική Gazprom, αναλαμβάνοντας σύντομα και πρόεδρος της επιτροπής των μετόχων του Nord Stream!

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν και, προ ημερών, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Κλεμάν Μπον έχουν υπογραμμίσει ότι το Παρίσι διατηρούσε πάντοτε αμφιβολίες για τον Nord Stream 2, προσθέτοντας πως, στην παρούσα συγκυρία, πρέπει να σταλεί και σαφές πολιτικό μήνυμα στο Κρεμλίνο για την υπόθεση Ναβάλνι.

Δυναμικότερη όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αποδείχθηκε πάντως η πολωνική, καθώς, τον Οκτώβριο του 2019, επέβαλε, μέσω της Επιτροπής Ανταγωνισμού της χώρας, πρόστιμο 7,6 δις δολαρίων στην Gazprom και μικρότερα πρόστιμα στις ευρωπαϊκές εταιρίες που έχουν αναλάβει υποκατασκευαστικό έργο. Αντίθετα, ηπιότερη όλων έχει αναδειχθεί η ελληνική κυβέρνηση, η οποία αφενός δεν εκφράζει απόψεις εναντίον του Βερολίνου και αφετέρου ελπίζει ότι θα εκτιμηθεί η στάση της από τη Μόσχα σε άλλα θέματα.

H καγκελάριος Αγκ. Μέρκελ εμμένει στην πολιτική της, υπέρ του ενεργειακού σχεδιασμού του Ρώσου προέδρου Βλ. Πούτιν, παρά τις αντιδράσεις πολλών εταίρων στην Ε.Ε. και την κοινοτική νομοθεσία περί διαφάνειας.

Το σχέδιο και οι επιφυλάξεις

Ο Nord Stream 2 σχεδιάζεται να τεθεί σε λειτουργία παράλληλα με τον υφιστάμενο, εδώ και μία δεκαετία, Nord Stream 1. Πρακτικά, το σχέδιο της Μόσχας είναι να λειτουργήσει, τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, δίκτυο δύο αγωγών από την πόλη Βίμποργκ (στα βορειοδυτικά παράλια της Ρωσίας) προς τα νοτιοδυτικά, μέσω Βαλτικής, καταλήγοντας στη γερμανική πόλη Γκράιφβαλντ. Κοντά στο Γκράιφβαλντ βρίσκεται ένας από τους μεγαλύτερους βιομηχανικούς, μεταφορικούς και ενεργειακούς κόμβους της Γερμανίας, το Λούμπμιν. Τα έργα ξεκίνησαν στα μέσα του 2018 και, μέχρι το Δεκέμβριο του 2019, είχε κατασκευαστεί -ταχύτατα- άνω του 90% του μήκους του υποθαλάσσιου αγωγού.

Πέρα από τα θέματα γενικότερης πολιτικής της Δύσης έναντι της Ρωσίας, το σημαντικό είναι ότι οι κινήσεις της Μόσχας και του Βερολίνου έρχονται σε αντίθεση προς βασικές επιλογές της Ε.Ε. Πρώτα απ’ όλα, δημιουργείται ζήτημα με την Οδηγία 2009/73/ΕΚ («σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ») και τις πρόσθετες τροποποιητικές διατάξεις της, του Μάιου 2019. H Οδηγία ορίζει σαφείς διατάξεις για τη διαφάνεια με έμφαση σε τρεις άξονες:

  • Πρώτον, το 50% της ποσότητας του διακινούμενου-παρεχόμενου φυσικού αερίου θα πρέπει να προέρχεται από τρίτους, ανεξάρτητους προμηθευτές (και όχι μόνον από τη Gazprom). Ασφαλώς, κάτι τέτοιο δεν το επιθυμούν ούτε η Μόσχα, που αποσκοπεί σε μεγαλύτερη επιρροή στην Ευρώπη και εμπορικά υπερ-κέρδη, αλλά ούτε και το Βερολίνο που επίσης επιθυμεί μεγιστοποίηση κερδών μέσω της ανάθεσης συμβολαίων προμήθειας σε εταιρίες ρωσο-γερμανικών συμφερόντων.
  • Δεύτερον, διαχειριστής του Nord Stream 2 θα πρέπει, και πάλι, να είναι τρίτη, ανεξάρτητη εταιρία και όχι η Gazprom. Για χρόνια τώρα, αποτελεί εσωτερικό κεκτημένο στην Ε.Ε. (ή πλέον και σχεδόν αυτονόητη ρύθμιση) ότι οι πάροχοι ενέργειας κάθε είδους δεν είναι δυνατόν να είναι και ρυθμιστές του αντίστοιχου κλάδου της αγοράς. Αυτή η -στοιχειώδης- αντιμονοπωλιακή πολιτική της Ε.Ε. δεν είναι, ασφαλώς, συμφέρουσα για το Κρεμλίνο, ενώ η Καγκελαρία, που κατά τ’ άλλα απαιτεί την εφαρμογή της σε άλλους κλάδους από όλους τους εταίρους, αρνείται να προσαρμοστεί.
  • Τρίτον, το τμήμα του αγωγού (ή, μελλοντικά, πιθανές διακλαδώσεις) μέσα στα χωρικά ύδατα κάθε κράτους-μέλους ορίζεται πως υπόκειται στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, ενώ για άλλα τμήματα του αγωγού επιτρέπεται η σύναψη Διακυβερνητικής Συμφωνίας μεταξύ του μέλους της Ε.Ε. και της τρίτης χώρας. Δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα και από τις δικές της διακυβερνητικές συμφωνίες με την Αλβανία και την Ιταλία για τον TAP.
= O Σοσιαλδημοκράτης Γκ. Σρέντερ (δεξιά), καγκελάριος από το 1998 ως το 2005, προσελήφθη το 2006 από τη ρωσική Gazprom και, σύντομα, ανέλαβε καθήκοντα πρόεδρου της επιτροπής των μετόχων του Nord Stream. Στη φωτογραφία, με τον πρόεδρο Βλ. Πούτιν (αριστερά) σε μονάδα φυσικού αερίου, κοντά στο Βίμποργκ, το 2011.

Παίγνια μέσω «πράσινου» ιδρύματος

Ωστόσο, επειδή εντός και των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών υπάρχουν οξύτατες αντιδράσεις κατά της φιλο-ρωσικής ενεργειακής πολιτικής της κας. Μέρκελ, η καγκελάριος επινοεί διάφορα παλαιοκομματικά κόλπα, για να τις ξεπεράσει.

Μεταξύ αυτών, μία -εμπνεύσεως Βερολίνου- απόφαση του ομόσπονδου κρατιδίου Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας. Το κρατίδιο βρίσκεται στα βορειοανατολικά της ομοσπονδιακής χώρας (στα σύνορα με την Πολωνία), βρέχεται από τη Βαλτική και σε αυτό ανήκουν οι πόλεις Γκράιφβαλντ και Λούμπμιν. Το κρατίδιο αποφάσισε τη σύσταση …περιβαλλοντικού ιδρύματος που θα συνδράμει την ολοκλήρωση του Nord Stream 2. Φέρει το όνομα «Ίδρυμα Κλίματος και Προστασίας του Περιβάλλοντος» και προικίστηκε με 200.000 ευρώ από τον προϋπολογισμό του κρατιδίου (αφού η έγκριση μεγαλύτερου ποσού θα ήταν σκανδαλώδης) και με άλλα 20 εκατομμύρια ευρώ από την κοινοπραξία του αγωγού που, όπως ήταν αναμενόμενο, εξασφάλισε και θέσεις στο διοικητικό συμβούλιο.

Η επικείμενη δραστηριοποίηση του ιδρύματος έχει προκαλέσει ανάμικτες αντιδράσεις. Οι υποστηρικτές του έκαναν λόγο για γενναία στάση κατά των κυρώσεων των ΗΠΑ, χωρίς -βέβαια- να σχολιάσουν τη μεγάλη υλική ενίσχυση της προσπάθειας από ένα φορέα που συνδέεται με το βαθύ κράτος της Ρωσίας. Οι επικριτές του ιδρύματος (μεταξύ αυτών, το κόμμα των «Πράσινων» και πολλές περιβαλλοντολογικές οργανώσεις) υπογραμμίζουν ότι η «πράσινη πλύση» των αποφάσεων του κρατιδίου και της πολιτικής του Βερολίνου δεν μπορεί να γίνει δεκτή. [Γιατί] ένα ίδρυμα, που ισχυρίζεται ότι προωθεί την προστασία του περιβάλλοντος, δεν είναι δυνατόν να συστήνεται από έναν όμιλο ορυκτών καυσίμων». Μέσα σε χρόνο-ρεκόρ συγκεντρώθηκαν δεκάδες χιλιάδες υπογραφές κατά του ιδρύματος, ενώ οι Financial Times, που ασχολήθηκαν εκτενώς με το θέμα, απευθύνθηκαν στην κοινοπραξία, χωρίς να λάβουν απαντήσεις επί συγκεκριμένων, σκληρών ερωτημάτων τους. Αντίθετα, έλαβαν τη συνήθη, «στιλιζαρισμένη» απάντηση δημοσίων σχέσεων πως το ίδρυμα θα «προωθήσει τους στόχους της Γερμανίας για το κλίμα και θα υποστηρίξει το έργο ολοκλήρωσης του αγωγού Nord Stream 2».

Συνεχίζοντας την έρευνα επί του θέματος, οι Financial Times απευθύνθηκαν στον Σ. Μίλερ-Κρένερ, διευθυντή της Γερμανικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (DUH), ο οποίος δήλωσε πως «η συμμετοχή μιας κρατικής κυβέρνησης, με κύριο σκοπό να υποστηρίξει την κατασκευή του ίδιου του αγωγού είναι κάτι νέο» και «το βρίσκω εξαιρετικά προβληματικό». Η DUH κατέθεσε ήδη δύο αγωγές εναντίον του νέου ιδρύματος, υποστηρίζοντας ότι η συγκεκριμένη οντότητα δεν πρέπει να θεωρείται δημόσιο ίδρυμα, το οποίο απολαμβάνει χαλαρότερους κανονισμούς εποπτείας και διαφάνειας, δεδομένου ότι το 99% της χρηματοδότησής του προέρχεται από ένα έργο που ανήκει στην Gazprom. Η DUH έχει, επίσης, υποβάλει καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναφέροντας ότι ένα δημόσιο έργο, που προωθεί έργο μιας εταιρείας, παραβιάζει τους κανονισμούς για τις κρατικές ενισχύσεις. Από την πλευρά του, ο Κρ. Πέγκελ, υπουργός Ενέργειας του κρατιδίου Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, υπερασπίστηκε το ίδρυμα, δηλώνοντας πως ο κύριος σκοπός του είναι η προστασία του περιβάλλοντος και ότι «η [κοινοπραξία] Nord Stream 2 δεν έχει καμία επιρροή».

Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χ. Μάας (στο κέντρο, με μάσκα) νίπτει τα χείρας του, για την περίεργη υπόθεση με το περιβαλλοντικό ίδρυμα που χρηματοδοτήθηκε από τη Gazprom, δηλώνοντας πως η απόφαση ελήφθη σε επίπεδο ομόσπονδου κρατιδίου και όχι ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Όπως σημειώνει η βρετανική εφημερίδα, ίσως η πιο αμφισβητούμενη πτυχή του ιδρύματος είναι ότι θα ασχοληθεί και με επιχειρηματικές δραστηριότητες που σχετίζονται με το Nord Stream. Υπαινίσσεται δε, σε σχετικό δημοσίευμα στα τέλη Ιανουαρίου, πως εξελίσσεται προληπτική προσπάθεια παράκαμψης -πιθανών- νέων αμερικανικών κυρώσεων. Όπως παραδέχεται εξάλλου ο κ. Πέγκελ, «το ίδρυμα μπορεί να αγοράσει μηχανήματα και προϊόντα τώρα, πριν τεθούν σε ισχύ οι νέες κυρώσεις και να τα αποθηκεύσουν. Στη συνέχεια, όταν χρειάζονται σε ένα χρόνο, εάν επιβληθούν κυρώσεις εναντίον εταιρειών, θα είναι διαθέσιμα για χρήση». Ανεξάρτητα του αν όντως μία τέτοια παράκαμψη του καθεστώτος κυρώσεων είναι εφικτή (η εμπειρία δείχνει ότι όλοι οι φορείς, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος, θεωρούνται συνυπεύθυνοι και λαμβάνονται μέτρα εναντίον τους), είναι σημαντικό ότι ακόμα και ο ομοσπονδιακός υπουργός Εξωτερικών Χ. Μάας άρχισε να τηρεί αποστάσεις. Νίπτοντας τας χείρας του, δικαιολογήθηκε ότι η απόφαση σύστασης του ιδρύματος ελήφθη σε επίπεδο κρατιδίου και «δεν είναι απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης».