Νίκος Χριστοφής: η νέα Τουρκία του Ερντογάν ως αρχέτυπο «αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού»
Στη φωτογραφία: Ένα σημαντικό στοιχείο της «νέας» Τουρκίας είναι οι επίμονες και επίπονες προσπάθειες του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν να αντικαταστήσει τον ιδρυτή της νεότερης Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ, ως ο μεγάλος ηγέτης της χώρας.
Συνέντευξη στον Γιώργο Σκαφιδά
Ο Νίκος Χριστοφής, αναπληρωτής καθηγητής στο Κέντρο Τουρκικών Σπουδών του Shaanxi Normal University της Κίνας, μέλος ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και συνεργαζόμενος ερευνητής στο Ολλανδικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, μιλά στην «Α&Δ» για την Τουρκία, όπως έχει πια αναδιαμορφωθεί από το 2016 και έπειτα, με αφορμή το συλλογικό βιβλίο «Η “Νέα” Τουρκία του Ερντογάν: Πριν και Μετά την Απόπειρα Πραξικοπήματος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά, με δική του επιμέλεια.
Ο κ. Χριστοφής αναλύει όσα επεισοδιακά προηγήθηκαν στη γείτονα χώρα τα τελευταία χρόνια με το βλέμμα στραμμένο όχι μόνο στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον ενόψει των εκλογών. Ο ίδιος μιλά για την στροφή στο σουνιτικό Ισλάμ και τις απόπειρες διαμόρφωσης μιας νέας τουρκικής ταυτότητας, για τη σύμπραξη Ερντογάν-Μπαχτσελί και τον «αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό» του Ερντογάν, για τις εκλογικές προοπτικές του CHP και τις εστίες αντίστασης που, όπως υπογραμμίζει, ακόμη υπάρχουν στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας, παρά την εντεινόμενη καταστολή.

Α&Δ: Εάν έπρεπε να ξεχωρίσουμε τα βασικά συστατικά στοιχεία της «νέας Τουρκίας» του Ερντογάν, ποια θα ήταν αυτά; Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που την διαφοροποιούν από τις «παλαιές Τουρκίες»;
Θα έλεγα πως κάποια από τα κυρίαρχα στοιχεία της «νέας» Τουρκίας, είναι:
- η στροφή προς τη θρησκεία, και συγκεκριμένα προς το σουνιτικό Ισλάμ, και η έμφαση που δίνεται στην θρησκεία ως κεντρικό στοιχείο της τουρκικής ταυτότητας
- και ο «νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας» του καθεστώτος, με τις νεοφιλελεύθερες αυταρχικές τάσεις και την αυξανόμενα τιμωρητική φύση των ποινικών πολιτικών.
Ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός, το πρίσμα μέσω του οποίου αναπτύσσω την εισαγωγή του βιβλίου και το οποίο θεωρώ πως παρέχει ένα σημαντικό πλαίσιο ανάλυσης της Τουρκίας, αναφέρεται σε έναν τρόπο διακυβέρνησης που λειτουργεί βάσει δύο αρχών:
α) βάσει της δημιουργίας ενός πειθαρχικού κράτους που περιορίζει ή αποκλείει βασικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων που προέρχονται από λαϊκές πιέσεις και αιτήματα, από τη δημόσια συμβολή και τους μη κομματικούς μηχανισμούς ελέγχου, με σκοπό κυρίως την προστασία της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου
β) και βάσει της ανάπτυξης και ενίσχυσης ενός καταναγκαστικού, νομικού και διοικητικού κρατικού μηχανισμού που περιθωριοποιεί οποιαδήποτε αντιπολίτευση και όποιες κοινωνικές ομάδες διαφωνούν με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Τέλος, ένα επίσης σημαντικό στοιχείο της «νέας» Τουρκίας, είναι οι επίμονες, και επίπονες, προσπάθειες του Τούρκου προέδρου να αντικαταστήσει τον ιδρυτή της Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ, ως τον μεγάλο ηγέτη της χώρας. ΄Ένα ακόμα στοιχείο, το οποίο διαφέρει σίγουρα σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από την κεμαλική περίοδο, αλλά και από μεταγενέστερες, είναι οι προσπάθειες της Τουρκίας να αναδειχθεί σε κυρίαρχο παίχτη, τουλάχιστον στο υποσύστημα στο οποίο λειτουργεί η ίδια. Εδώ να αναφέρουμε πως οι ομοιότητες με προηγούμενες ιστορικές περιόδους της τουρκικής ιστορίας είναι αξιοσημείωτες.
Παρά τα όποια δημοκρατικά ανοίγματα της τουρκικής κυβέρνησης τη δεκαετία του 2000, τα οποία θεωρώ πως ήταν σε μεγάλο βαθμό ειλικρινή, από τα τέλη της δεκαετίας, άρχισαν να διαφαίνονται αλλαγές στο κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), με αποτέλεσμα αρκετοί μελετητές (για να μην αναφέρουμε τους ίδιους τους κεμαλιστές) να μιλάνε για πλήρη ρήξη με το κεμαλικό παρελθόν. Ωστόσο, ακόμα και η χρήση του όρου «νέα Τουρκία» φέρει ομοιότητες με την περίοδο των Νεότουρκων, οι οποίοι υιοθέτησαν και αυτοί τον όρο «νέα Τουρκία», για να εδραιωθούν και να προωθήσουν το σχέδιο εκσυγχρονισμού τους, όταν ήρθαν στην εξουσία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Όπως έκανε άλλωστε και η κεμαλική ελίτ κατά τη διάρκεια της μονοκομματικής περιόδου (1923-1950) ως μια απόπειρα (αν)οικοδόμησης μιας νέας εθνικής κρατικής παράδοσης.
Ωστόσο, η «νέα» Τουρκία του Ερντογάν δεν αποτελεί απλά και μόνο ένα σλόγκαν. Τουναντίον, είναι ένα κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα, ένα πρότζεκτ θα λέγαμε ανασχεδιασμού ολόκληρης της Τουρκίας, τόσο της δημόσιας, όσο και -στο βαθμό που μπορεί αυτό να επιτευχθεί- της ιδιωτικής σφαίρας, το οποίο άρχισε να προπαγανδίζει, σιωπηρά ή ρητά, η τουρκική κυβέρνηση ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, αν όχι πιο πριν. Ο στόχος εδώ είναι η ανασυγκρότηση μιας νέας φαντασιακής τουρκικής κοινότητας στην οποία η συλλογική μνήμη καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο ως εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον ορισμό της «επίσημης» ή «κυρίαρχης» αφήγησης της χώρας.

Μέσα από αυτό το πλαίσιο ή την οπτική, θεωρώ πως το ΑΚΡ επιχειρεί να κατασκευάσει, να επινοήσει ένα ιστορικό παρελθόν και να «επανεφεύρει» τη νέα Τουρκία. Αρκεί να θυμηθούμε τον Hobsbawm, που υποστήριζε πως το ιστορικό παρελθόν ανακαλείται στο παρόν, συχνά επιλεκτικά, για να νομιμοποιηθούν οι παρούσες αποφάσεις και πολιτικές και να δημιουργηθεί μια αίσθηση συνέχειας. Για παράδειγμα, μπορούμε να επισημάνουμε την προσπάθεια της κυβέρνησης να αποσυνδέσει την Τουρκία από το κεμαλικό της παρελθόν, επινοώντας εκ νέου ένα ένδοξο (στην πραγματικότητα, ένα μετα-αυτοκρατορικό) παρελθόν. Το AKP αμφισβητεί το κυρίαρχο ιδεολογικό δόγμα του κεμαλισμού ανακυκλώνοντας όμως, επιλεκτικά το παρελθόν και ερμηνεύοντας το παρόν με όρους ιστορικών μύθων για να προσφέρει μια «αντι-μνήμη» και να αμφισβητήσει την, επί δεκαετίες, κυριαρχία του κεμαλισμού.
Μια άλλη σημαντική ομοιότητα με την κεμαλική περίοδο είναι η έμφαση στη νεολαία και στο πώς αυτή θα εκπαιδευτεί. Τώρα το ΑΚΡ δίνει έμφαση, «επενδύει» θα λέγαμε, στη «μουσουλμανικότητα» της Τουρκίας. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα από τις προσπάθειές του να εκπαιδεύσει μια νεολαία η οποία θα είναι πιστή στις σουνιτικές ισλαμικές αρχές. Όπως με την κεμαλική νεολαία πριν από αυτήν, το σχέδιο κατασκευής μιας ισλαμικής νεολαίας του AKP στοχεύει στην ομογενοποίηση της νεολαίας και κατ’ επέκταση στη δημιουργία μιας «ιδανικής νεολαίας», μιας «ευσεβούς γενιάς». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ωστόσο, οποιοσδήποτε δεν ταιριάζει σε αυτή την «ιδανική νεολαία» στιγματίζεται ως απειλή για το ευρύτερο πολιτικό σχέδιο οικοδόμησης μιας «νέας» Τουρκίας.
Θα πρέπει να δούμε και τον αυταρχικό χαρακτήρα του ΑΚΡ, έναν χαρακτήρα που έκανε πιο έντονα την εμφάνισή του με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Παρά την καθιερωμένη συνταγματική παράδοση που είχε στις πολυκομματικές εκλογικές διαδικασίες, η Τουρκία δεν ήταν ποτέ απολύτως προστατευμένη από τον αυταρχισμό. Ωστόσο, η πρόσφατη αυταρχική στροφή αντικατοπτρίζει ένα νέο -αν και όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο- σύνολο παραγόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία αποτελεί θα λέγαμε αρχέτυπο του «αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού». Αυτό που διακρίνει αναμφισβήτητα την Τουρκία, δεν είναι τόσο η ανθεκτικότητα του αυταρχικού χαρακτήρα του κράτους, αλλά ο διττός αυταρχισμός που έχει επιβάλει το AΚΡ στη χώρα –δηλαδή ένας αυταρχισμός τόσο από πάνω προς τα κάτω, όσο και από κάτω προς τα πάνω.
Μέχρι το 2015, το ισλαμο-φασιστικό καθεστώς, ή αλλιώς ο «Ερντογανισμός» όπως τον χαρακτηρίζει ο Αχμέτ Ινσέλ στο προοίμιο του βιβλίου, αντικατόπτριζε κάτι παρόμοιο με τη «ανελεύθερη δημοκρατία» του Βίκτορ Όρμπαν, ενώ τώρα δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τη «Δημοκρατορία» του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Αν κοιτάξει κάποιος προσεκτικά, πιστεύω πως θα αντιληφθεί εύκολα πως, παρά τις όποιες προσπάθειες του Ερντογάν να έρθει σε ρήξη με τον κεμαλισμό του παρελθόντος (ό,τι και αν σημαίνει πια κεμαλισμός), σε πολύ μεγάλο βαθμό η πολιτική του μιμείται το κεμαλικό εγχειρίδιο. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε, θεωρώ πως ο ίδιος ο Ερντογάν αποτελεί έναν «αντι-Ατατούρκ» Ατατούρκ.

Α&Δ: Πόσο καθοριστικό ήταν, τελικώς, το πραξικόπημα του 2016 για την ανάδυση αυτής της «νέας Τουρκίας»; Μιλάμε για μια εξέλιξη που επιτάχυνε ήδη υπάρχουσες τάσεις ή για κάτι πολύ πιο «ριζοσπαστικό»;
Το πρόγραμμα της «νέας» Τουρκίας επίσημα υιοθετήθηκε και παρουσιάστηκε το 2011 και άρχισε να «στήνεται», να «δομείται» από τότε. Αυτό που κατάφερε η απόπειρα πραξικοπήματος ήταν, πιστεύω, να λειτουργήσει ως καταλύτης και επιταχυντής, κάτι στο οποίο συμφωνούν όλοι οι συγγραφείς του βιβλίου. Στην εποχή του AKP οικοδομείται ένα σουνιτικό έθνος από το οποίο αποκλείονται όλα τα «ξένα στοιχεία». Αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε ακόμα περισσότερο με τη στρατιωτική απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Αυτή η διαδικασία του otherization έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις πια, ώστε να επεκτείνεται και να περιλαμβάνει ακόμη και τα κόμματα των πρώην μελών της κυβέρνησης, όπως το Κόμμα του Μέλλοντος (Gelecek Partisi) του Αχμέτ Νταβούτογλου και το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA) του Αλί Μπαμπατζάν.
Η απόπειρα πραξικοπήματος δεν χωράει αμφιβολία πως έχει διευκολύνει τον Ερντογάν να εδραιώσει ένα προσωποκεντρικό κράτος αφού, μέσα από το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε μετά την απόπειρα, κατάφερε (αν και οριακά) να τροποποιήσει το Σύνταγμα και να συλλέξει όλες τις εξουσίες στα χέρια του.
Η απόπειρα πραξικοπήματος δημιούργησε ρωγμές στην πολιτική ηγεμονία του Ερντογάν και στο ίδιο το κράτος που εκείνος επιχειρούσε να «στήσει». Ρωγμές, οι οποίες καλύφθηκαν -ή, μάλλον καλύτερα, που έγιναν προσπάθειες να διορθωθούν- μέσω της κυβερνητικής συμμαχίας με το εθνικιστικό κόμμα (MHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Αυτός ήταν και ένας επιπλέον παράγοντας σκλήρυνσης της κυβερνητικής γραμμής τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ένας παράγοντας που επανάφερε και το δόγμα Mavi Vatan, ένα δόγμα το οποίο βασίζεται τόσο σε εθνικιστικά ρεύματα που προωθούν την αγωνία για την «εχθρική περικύκλωση» της Τουρκίας (και εδώ η Κύπρος και, κυρίως, η Ελλάδα παίζουν πρωταρχικό ρόλο), όσο και σε ισλαμικές νέο-οθωμανικές αντιλήψεις που προωθούν την Ανατολική Μεσόγειο ως ένα χώρο «προαιώνιας αυτοκρατορικής παρουσίας» των Τούρκων.

Α&Δ: Θα συνεχίσει αυτή η «νέα Τουρκία» του Ερντογάν να υπάρχει στο μέλλον, ακόμη και χωρίς τον ίδιο τον Ερντογάν;
Αυτό είναι το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου: «μετά τον Ερντογάν, τι;». Πολλοί ερευνητές και αναλυτές διερωτώνται και, ανάλογα με το αν κάποιος είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, διαμορφώνεται και η εκτίμησή του. Υπάρχουν αυτοί που θεωρούν πως η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει μετά τον Ερντογάν και που βλέπουν την αντιπολίτευση να κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, καθώς και αυτοί που θεωρούν πως ναι μεν τα δείγματα του παρελθόντος δεν είναι και τα ιδανικότερα, αλλά, παρόλα αυτά, τα πράγματα μπορούν να βελτιωθούν. Εγώ θα έλεγα πως ανήκω στη δεύτερη κατηγορία, αλλά με αρκετούς αστερίσκους. Δηλαδή, μια σημαντική αλλαγή θα μπορούσε να επέλθει, εάν το πολιτικό πρόγραμμα της όποιας νέας τουρκικής κυβέρνησης είναι εφικτό, ρεαλιστικό, και πάνω απ’ όλα δημοκρατικό.
Όταν μιλάμε για μια εναλλακτική πολιτική, δεν μπορούμε να μιλάμε για καμιά άλλη πέραν της -πάνω απ’ όλα και πρωτίστως- δημοκρατικής εναλλακτικής πολιτικής. Και αυτή περιλαμβάνει και τη στάση της όποιας νέας κυβέρνησης απέναντι στους Κούρδους και σε άλλες μειονοτικές ομάδες εντός της Τουρκίας, όπως και απέναντι σε ακτιβιστές, δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς. Ταυτόχρονα, η Τουρκία θα πρέπει να ωθηθεί να υιοθετήσει μια ευρωπαϊκή πολιτική ένταξης με ρεαλιστικό ορίζοντα υλοποίησης, χωρίς αστερίσκους.
Η προσωπική μου άποψη είναι πως η Τουρκία, για να «εκδημοκρατιστεί», χρειάζονται δύο στοιχεία. Αφενός μια κυβέρνηση η οποία θα έχει τη βούληση να δουλέψει συμφιλιωτικά και πάνω απ’ όλα δημοκρατικά, ώστε να μην φοβούνται οι πολίτες την κυβέρνηση τους και να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους σε αυτήν, και αφετέρου μια ειλικρινή προοπτική ένταξης στην Ε.Ε. Αυτό πιστεύω θα επιφέρει λύσεις, ή τουλάχιστον, πως θα μετριάσει τις κατά καιρούς προκλητικές δηλώσεις ή στάσεις της Τουρκίας σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.
Το μεγάλο στοίχημα για τον Ερντογάν αυτήν την στιγμή, με την άσχημη οικονομική κατάσταση, τη μείωση των ποσοστών του κ.λπ., είναι το πώς θα καταφέρει να αντιστρέψει το κλίμα εντός της Τουρκίας λόγω των εκλογών. Με γνώμονα αυτό, θεωρώ πως, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές, ο αυταρχισμός θα συνεχίσει. Ίσως και να ενταθεί. Είμαι βέβαιος όμως, όσο βέβαιος μπορώ να είμαι, πως αυτός ο αυταρχισμός κάποια στιγμή θα πάψει να λειτουργεί προς όφελός του. Αλλά, εδώ, θα πρέπει να δούμε και τη «χλιαρή» στάση της Ε.Ε., των ΗΠΑ και άλλων χωρών και οργανισμών, η οποία -όσο είναι αυτή που είναι- απλά ανατροφοδοτεί την όλη κατάσταση. Και να μου επιτρέψετε να αναφέρω εδώ πως δεν μιλάω για κυρώσεις, αλλά για απόπειρα ανεύρεσης μια λύσης μέσω της προοπτικής ένταξης στην Ε.Ε. ή μέσω κάποιας άλλης διπλωματικής οδού, η οποία θα είναι συμφέρουσα για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Α&Δ: Αναφορικά με τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της γείτονος, θα μπορούσαμε να περιμένουμε ανατροπές ή μεγάλες αλλαγές τα επόμενα χρόνια;
Πιστεύω πως εάν δεν αλλάξει κυβέρνηση, δύσκολα θα δούμε κάποια αλλαγή. Θεωρώ πως η πολιτική γραμμή του ΑΚΡ τα τελευταία αρκετά χρόνια έχει χαραχθεί και είναι δύσκολο να αλλάξει. Ειδικά, από τη στιγμή που δεν βλέπουμε κάποια ειλικρινή σθεναρή αντίδραση από διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. ή από χώρες όπως οι ΗΠΑ. Θεωρώ πως, βλέποντας αυτήν τη στάση από την πλευρά της «Δύσης», η Τουρκία θα συνεχίσει να διαμορφώνει την πολιτική της ανενόχλητη. Πολύ δε περισσότερο, από τη στιγμή που ο Ερντογάν παλεύει για την επιβίωσή του και επιχειρεί να συσπειρώσει τον λαό λόγω των εκλογών.
Α&Δ: Παρά τον εντεινόμενο αυταρχισμό και τη συντηρητικοποίηση, υπάρχουν δυνάμεις, πολιτικά και κοινωνικά, στη σημερινή Τουρκία που να κινούνται προς άλλες κατευθύνσεις;
Σίγουρα υπάρχουν και, παρά τον αυταρχισμό της κυβέρνησης και τα μέτρα καταστολής, τις παράλογες καταδικαστικές αποφάσεις, όπως αυτές κατά του Οσμάν Καβάλα και άλλων ακτιβιστών, τολμώ να πω πως υπάρχει «αντίσταση». Δηλαδή, υπάρχουν εκείνα τα αντανακλαστικά του κόσμου, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, που οδηγούν σε μορφές αντίστασης. Πάρτε, για παράδειγμα, τον αγώνα που έδωσαν οι Τούρκοι πανεπιστημιακοί στο Πανεπιστήμιο Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη, από τον Ιανουάριο του 2021, αντιδρώντας στο διορισμό του Μελίχ Μπουλού στη θέση του πρύτανη του πανεπιστημίου από τον ίδιο τον Ερντογάν. Φυσικά, όταν η κυβέρνηση δεν μπορεί να καταστείλει τις όποιες διαμαρτυρίες μέσω καταπίεσης, βίας και απειλών, τότε εύκολα ονοματίζει τέτοιες ενέργειες «τρομοκρατικές», ώστε να τις απονομιμοποιήσει. Η περίπτωση του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου είναι μια τέτοια περίπτωση όπου το καθεστώς Ερντογάν αποφάσισε πως οι διαμαρτυρίες δεν προέρχονταν από φοιτητές αλλά από «εξωπανεπιστημιακά» «τρομοκρατικά» στοιχεία.
Ταυτόχρονα, φαίνεται πως αρχίζει να διαφαίνεται μια πιο ισχυρή αντιπολίτευση. Αναφέρομαι εδώ κυρίως στο Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), αφού τόσο η Ακσενέρ όσο και ο Μανσούρ Γιαβάς φαίνεται πως δεν αποτελούν σημαντικούς παίχτες πια. Φαίνεται πως το CHP ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις και πως εντείνει την πολιτική του. Για παράδειγμα, τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε μια πιο ενεργή και δυναμική αντιπολίτευση. Το αν θα καταφέρει τώρα το CHP να κάνει την υπέρβαση και να ξεπεράσει το ποσοστό των περασμένων εκλογών θα κριθεί από το πρόγραμμα του κόμματος αλλά και από το ποιος θα κατέβει στις εκλογές ως υποψήφιος για την προεδρία: ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο πρόεδρος του κόμματος, ή ο Εκρέμ Ιμάμογλου, ο προσφιλής δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης.

Α&Δ: Και, κλείνοντας, δύο λόγια για το βιβλίο και την πορεία της υλοποίησής του: ποιοι συμμετέχουν με κείμενα; Σε ποια γλώσσα κυκλοφόρησε πρώτα και πότε;
Το βιβλίο «Η “Νέα” Τουρκία του Ερντογάν: Πριν και Μετά την Απόπειρα Πραξικοπήματος», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Leader Books στην Αθήνα, με προοίμιο του Αχμέτ Ινσέλ και επίμετρο του Τζενγκίζ Ακτάρ, είναι το αποτέλεσμα ενός διεθνούς συνεδρίου που διοργάνωσα σε συνεργασία με το Ολλανδικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, στον χώρο τους, έναν χρόνο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Ήταν μια απόπειρα εκτίμησης της πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία. Στο συνέδριο συμμετείχαν περίπου 25 ομιλητές από χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε το γεγονός πως αρκετοί συμμετέχοντες ήρθαν από την Τουρκία παρά τον φόβο που επικρατούσε τότε. Το συνέδριο διοργανώθηκε το καλοκαίρι του 2017 και το βιβλίο έγινε αποδεκτό από τις εκδόσεις Routledge προς δημοσίευση. Εκδόθηκε, αρχικά, στα τέλη του 2019, και έναν χρόνο μετά επανεκδόθηκε. Η ελληνική έκδοση επιδιώκει να ενημερώσει τον Έλληνα αναγνώστη μέσα από πληθώρα προσεγγίσεων από μερικούς από τους ειδικότερους επί του θέματος, ενώ σημαντικό θεωρώ το γεγονός πως περιλαμβάνει κείμενα τόσο από επιφανείς πανεπιστημιακούς (Hamit Bozarslan, Joost Jongerden, Mustafa Şen), όσο και από νεαρότερους ερευνητές (Λεωνίδας Καρακατσάνης, Özgür Mutlu Ulus, Simon P. Watmouth). Στην ελληνική έκδοση, όπως ήδη αναφέρθηκε, φιλοξενούνται με κείμενά τους και οι Αχμέτ Ινσέλ και Τζενγκίζ Ακτάρ, δύο από τους επιφανέστερους Τούρκους πανεπιστημιακούς.