Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΝΑΚΑΝΑΤΑ

Με την ρήση «ούτε φίλος ούτε εχθρός» (“neither friend nor foe”), ο Στίβεν Α. Κουκ, αναλυτής και μέλος του Council on Foreign Relations, είχε επιχειρήσει πριν από χρόνια, το Νοέμβριο του 2018, να θέσει ένα πλαίσιο για «το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Η απόφανση περί μιας Τουρκίας που δεν θα είναι για τις ΗΠΑ «ούτε φίλος ούτε εχθρός» ήταν ο τίτλος πολυσέλιδης ανάλυσης που είχε δημοσιεύσει τότε ο Κουκ στον ιστοχώρο του Council on Foreign Relations.

Για να δικαιολογήσει την εκτίμησή του εκείνη, ο Κουκ επικαλείτο σειρά από στοιχεία: την πρόθεση της Τουρκίας να αγοράσει συστήματα αεράμυνας από τη Ρωσία, τις τουρκικές επιθέσεις κατά των -υποστηριζόμενων από τις αμερικανικές δυνάμεις- Κούρδων της Συρίας, τις ολοένα αυταρχικότερες τάσεις της ηγεσίας Ερντογάν εντός των τουρκικών συνόρων, τις τουρκικές διευκολύνσεις ιρανικών σχεδίων παράκαμψης των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί από τις ΗΠΑ στην Τεχεράνη κ.λπ.

Σήμερα, το 2024, πολλά από αυτά που είχε προβλέψει ο Στίβεν Α. Κουκ έχουν όντως αποδειχθεί και πλέον το ερώτημα είναι πώς αντιλαμβάνονται οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ το γεγονός ότι Τουρκία έχει αυτονομηθεί σε μεγάλο βαθμό, το οποίο σημαίνει ότι δεν αποτελεί πλέον το «πάτημα» της Ουάσινγκτον στην Μέση Ανατολή.

Στην προβληματική αυτή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο του Νικ Ντάνφορθ (Nick Danforth) και του Άαρον Στέιν (Aaron Stein), που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στον αμερικανικό ιστότοπο War on the Rocks, και ουσιαστικά εστιάζει στην όψιμη αποδοχή εκ μέρους των ΗΠΑ αφενός ότι η Τουρκία είναι πλέον μια «χαμένη υπόθεση» και αφετέρου στην εγκατάλειψή των προσδοκιών της Ουάσιγκτον για τη στενή συνεργασία της Άγκυρας. (Ο Nick Danforth είναι συντάκτης στο «War on the Rocks» και συγγραφέας του βιβλίου “The Remaking of Republican Turkey: Memory and Modernity since the Fall of the Ottoman Empire”, ο δε Aaron Stein είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Foreign Policy Research Institute).

Οι δύο αρθρογράφοι περιγράφουν ότι η σχέση Ουάσιγκτον-Άγκυρας εφεξής θα είναι καθαρά συναλλακτική. Μετά από δεκαετίες αγωνίας για το «ποιος έχασε την Τουρκία», η Ουάσιγκτον φέρεται τελικά να έχει περάσει από τα στάδια του σοκ, της άρνησης και του θυμού, στη διάθεση πλέον της αποδοχής του γεγονότος και της κατάρτιση νέου πλαισίου με άλλους παίκτες στην περιοχή.

Αντί να κατηγορούν την Άγκυρα ή να προσπαθούν απεγνωσμένα να κερδίσουν την εύνοιά της, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ εγκατέλειψαν, έστω και καθυστερημένα, τις προσδοκίες τους για την εξασφάλιση αυτόματης τουρκικής συνεργασίας.

Η αλλαγή πλεύσης μπορεί να αποκωδικοποιηθεί από ορισμένα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Για παράδειγμα, στις 24 Απριλίου, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εξέδωσε μια δήλωση για τον εορτασμό της Γενοκτονίας των Αρμενίων, η οποία ελάχιστα έγινε είδηση στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στην Τουρκία. Στη συνέχεια, στις αρχές Μαΐου, η Άγκυρα ανακοίνωσε ότι διακόπτει όλες τις εμπορικές συναλλαγές με το Ισραήλ.

Όμως οι αντιδράσεις ήταν υποτονικές και η Τουρκία φαίνεται να είναι επιφυλακτική, καθώς η Άγκυρα συνεχίζει να στέλνει αζέρικο πετρέλαιο σε ισραηλινά λιμάνια. Τέλος, στις αρχές Μαΐου, υπήρξε η «μη επίσκεψη» του Τούρκου Προέδρου στην Ουάσιγκτον. Το ταξίδι αυτό είχε προγραμματιστεί, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ και τελικά ακυρώθηκε, χωρίς κανείς -εκτός της κοινότητας των παρατηρητών της Τουρκίας- να αντιληφθεί ότι συνέβαινε κάτι.

Τελικά, αυτή η γεωπολιτική απόσταση μπορεί να είναι πιο υγιής για όλους τους εμπλεκόμενους και φέρεται ότι για την αμερικανική κυβέρνηση, παρότι εκτιμά τη σχέση της με την Τουρκία και συνεχίζει να εργάζεται για τη βελτίωση των διμερών δεσμών, ο στόχος έχει μετατοπιστεί σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Η πολιτική των ΗΠΑ είναι τώρα να συνεργαστεί με την Τουρκία σε συγκεκριμένα θέματα που την απασχολούν. Σε αντίθεση με το παρελθόν που «έχτιζε» πολιτικές με επίκεντρο την Τουρκία ως έναν κρίσιμο και αξιόπιστο εταίρο.

Απαλλαγμένες από το πλαίσιο του στενού συμμάχου, αλλά και τις προσδοκίες που δημιουργεί μια τέτοια σχέση εκατέρωθεν, τόσο η Ουάσιγκτον, όσο και η Άγκυρα μπορούν να επικεντρωθούν στη διαχείριση μιας καθαρά συναλλακτικής σχέσης, η οποία θα υποβαθμίζει τα αποκλίνοντα συμφέροντα, όταν κρίνεται αναγκαίο, και θα «οικοδομεί» πάνω στα κοινά συμφέροντα, όπως εκτιμούν ο Νικ Ντάνφορθ και ο Άαρον Στέιν.

To στρατηγικό πλαίσιο και η εύθραυστη σχέση

Η βάση της αμερικανοτουρκικής σχέσης οικοδομήθηκε πάνω στα κοινά συμφέροντα ασφαλείας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, οι τότε κοινοί στόχοι των δύο χωρών έχουν αποκλίνει σημαντικά στις τρεις δεκαετίες από την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας.

Η Τουρκία θεωρεί τώρα τις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία ως απαραίτητες, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και ένα μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου έχουν δεσμευτεί για τη στρατιωτική ήττα της Μόσχας στην Ουκρανία. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι αναλυτές στην Ουάσιγκτον ανησυχούσαν για την απώλεια της Τουρκίας από το άρμα των ΗΠΑ, διότι έβλεπαν τους Τούρκους ηγέτες να επιδιώκουν συμφέροντα αποκλίνοντα από τα αμερικανικά.

Για πολλούς στην Τουρκία, αυτή η διαμόρφωση της σχέσης ήταν προσβλητική. Ένα κυρίαρχο κράτος δεν μπορεί να χαθεί και, αν η Άγκυρα επέλεξε να ακολουθήσει πολιτικές που απέχουν από εκείνες της Ουάσιγκτον, η επιλογή αυτή ήταν απλώς μια αντανάκλαση της βούλησης των Τούρκων ηγετών που ζύγιζαν τα συμφέροντά τους.

Πράγματι, η αμερικανοτουρκική σχέση ήταν πάντα ασύμμετρη. Η Ουάσιγκτον διαχειρίζεται ένα πλέγμα παγκόσμιων συμμαχιών. Επομένως, η εξωτερική της πολιτική εξαρτάται εν μέρει από τις ξένες χώρες που επιλέγουν να συμμαχήσουν με τις ΗΠΑ, ακόμη και όταν υπάρχουν προφανή σημεία πολιτικής απόκλισης, διότι η προστιθέμενη αξία της στρατιωτικής προστασίας των ΗΠΑ υπερτερεί των πολιτικών τριβών.
Η σχέση αυτή είναι εύθραυστη εδώ και δεκαετίες.

Το σημείο ρήξης για την Τουρκία, εκ των υστέρων, ήταν η στρατηγική των ΗΠΑ στη Συρία για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους. Ακολουθούμενη από την απόφαση της Τουρκίας να αγοράσει το, ρωσικής κατασκευής, αντιαεροπορικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς S-400. Αυτό οδήγησε στην απομάκρυνση της Τουρκίας το 2019 από το πρόγραμμα των F-35 και στην επιβολή κυρώσεων από το Κογκρέσο το 2020. Η Ουάσιγκτον συνεχίζει να συνομιλεί με την Άγκυρα για το θέμα των S-400, αλλά παραμένει σε αδιέξοδο.

Με την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρθηκαν να βοηθήσουν την Τουρκία να μεταφέρει το σύστημα στην Ουκρανία. Αργότερα, η Ουάσιγκτον υποσχέθηκε την επιστροφή στο πρόγραμμα F-35 σε περίπτωση που η Άγκυρα συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη μεταφορά του πυραυλικού συστήματος σε τρίτη χώρα ή τη λήψη άλλων μέτρων για τη διασφάλιση της μη χρήσης του. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, καμία από αυτές τις προσπάθειες δεν έχει αποδώσει καρπούς.

Η αδιαλλαξία της Τουρκίας, όσον αφορά την επέκταση του ΝΑΤΟ μετά την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, και το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτήθηκε, για να κερδηθεί η τουρκική έγκριση για την ένταξη της Σουηδίας, απέδειξε ακόμη περισσότερο τη συναλλακτική πλέον σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας. Η συμφωνία που οδήγησε, τελικά, στην πώληση F-16 στην Τουρκία με αντάλλαγμα την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ δείχνει ότι η Ουάσιγκτον μπορεί να χρησιμοποιήσει την επιρροή της στην Άγκυρα, όταν διακυβεύονται συγκεκριμένα συμφέροντα.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ αναζητούν το νέο πλαίσιο μιας συνεργασίας, αλλά πολύ λίγοι πιστεύουν ότι μπορεί να ανασυσταθεί η παλιά σχέση. Η τουρκική κυβέρνηση έχει αποδειχθεί προσηλωμένη στην ανεξάρτητη εξωτερική της πολιτική και η Ουάσιγκτον έχει προσαρμοστεί ανάλογα. Και μπορεί μεν οι Τούρκοι ηγέτες να βλέπουν τις ΗΠΑ ως απαραίτητο εταίρο για την εξωτερική τους πολιτική, αλλά -στην πραγματικότητα- πολλοί στην Τουρκία βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως απειλή για τη χώρα, ως εμπόδιο για τα συμφέροντά της.

Για χρόνια, πολλοί στην Ουάσιγκτον θεωρούσαν την Τουρκία απαραίτητη για να την προσεταιριστούν, επειδή συνορεύει με πολλά μέρη ενδιαφέροντος των ΗΠΑ, και η γεωγραφία υπερίσχυε του «εκνευρισμού» με τις πολιτικές της. Ωστόσο αυτή η άποψη έχει αλλάξει άρδην. Διότι μπορεί μεν να εξακολουθεί να συνορεύει με πολλά μέρη ενδιαφέροντος για τις ΗΠΑ, αλλά το γεωγραφικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου έχει μεταλλαχθεί, καθώς η Τουρκία δεν είναι πλέον ο μοναδικός εταίρος της Αμερικής στη Μαύρη Θάλασσα. Επιπλέον, η Άγκυρα δεν μπορεί να βασίζεται στην υποστήριξη των αμερικανικών συμφερόντων σε περιόδους κρίσεων, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά το έδαφός της λιγότερο πολύτιμο.

Αυτή η πολιτική, αν και κατανοητή από την τουρκική οπτική, διαφέρει από άλλες περιφερειακές δυνάμεις, πολλές από τις οποίες θεωρούν τη ρωσική απειλή τόσο σοβαρή, ώστε να επιδιώκουν ενεργά μεγαλύτερη αμερικανική εμπλοκή στην περιοχή. Η προσέγγιση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Ρωσία έρχεται πλέον εν μέρει σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Άγκυρας, καθιστώντας την παρουσία της Ουάσιγκτον στην περιοχή ως απειλή για την Τουρκία.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η τουρκική ουδετερότητα

Μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, πολλοί αναλυτές πίστευαν ότι η Τουρκία θα αναγκαστεί τελικά να πάρει θέση μεταξύ της Ρωσίας και των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, οι ιθύνοντες στην Τουρκία, το χειρίστηκαν διαφορετικά. Για πάνω από δύο χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, η Άγκυρα συνεχίζει να κρατά τον Βόσπορο κλειστό τόσο για τα ρωσικά, όσο και για τα πλοία του ΝΑΤΟ, να συναλλάσσεται και με τις δύο πλευρές και να προωθεί τον πιθανό ρόλο της ως διαμεσολαβητή για την επίλυση της σύγκρουσης.

Οι υποστηρικτές του Τούρκου Προέδρου, Ρ.Τ. Ερντογάν, έχουν μερικές φορές προβάλει την ουδετερότητα της Τουρκίας ως στρατηγικό πλεονέκτημα για την Αμερική, υπονοώντας ότι η Ουάσιγκτον θα επωφεληθεί από την ικανότητα της Άγκυρας να παίξει το ρόλο του έμπιστου διαμεσολαβητή με τη Μόσχα.

Ωστόσο, υπάρχουν πολλές χώρες που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως διαμεσολαβητές. Αυτό που θέλει η Ουάσιγκτον από έναν σύμμαχο δεν είναι μια χώρα που θα φιλοξενήσει τις διαπραγματεύσεις, αλλά μια χώρα της οποίας η πολιτική και στρατιωτική αλληλεγγύη θα επιτρέψει να διεξαχθούν αυτές οι διαπραγματεύσεις με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους.

Η πρώιμη επιτυχία του Ερντογάν στη διαπραγμάτευση ενός διαδρόμου σιτηρών βοήθησε αρχικά στην επικύρωση του ρόλου του ως ουδέτερου διαμεσολαβητή. Αλλά ,όταν η συμφωνία για τον διάδρομο κατέρρευσε και οι σύμμαχοι της Ουκρανίας αναγκάστηκαν να βρουν μια διαφορετική οδό εξαγωγής, τότε τα όρια της τουρκικής επιρροής έγιναν και πάλι σαφή.

Εν τω μεταξύ, η Ουάσιγκτον επικέντρωσε τη μόχλευση της, στην προσπάθεια να πείσει τις τουρκικές εταιρείες να περιορίσουν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Όπου η Άγκυρα δεν θα συνεργαστεί με επίσημη ιδιότητα, η απειλή δευτερογενών κυρώσεων, έχει ασκήσει πίεση στους ιδιωτικούς φορείς.

Ωστόσο, η Τουρκία συνέχισε να εκμεταλλεύεται την αδυναμία της Ρωσίας για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα σε άλλους τομείς. Ειδικότερα, στον Καύκασο, υποστήριξε το Αζερμπαϊτζάν στην εγκαθίδρυση πλήρους ελέγχου επί της επικράτειας του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου οι Ρώσοι ειρηνευτές απολύτως τίποτα, καθώς οι δυνάμεις των Αζέρων, τελικά εκτόπισαν τους Αρμένιους κατοίκους της περιοχής.

Ο πόλεμος στη Γάζα και η αμερικανοτουρκική σχέση

Ακόμη περισσότερο από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, ο πόλεμος στη Γάζα αποκάλυψε την περιορισμένη σημασία της αμερικανοτουρκικής σχέσης μπροστά σε μια νέα περιφερειακή κρίση.

Αμέσως μετά την 7η Οκτωβρίου 2023, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν πραγματοποίησε ένα ταξίδι για να συναντηθεί με συμμάχους και εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή, «παραλείποντας» την Άγκυρα. Αντί για εσκεμμένη περιφρόνηση του Ερντογάν, η απόφαση φαίνεται να αντανακλά το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι θέσεις της Τουρκίας την είχαν φέρει σε μια θέση, όπου ήταν απίθανο να μπορέσει να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο στην επίλυση της σύγκρουσης.

Η ηχηρή υπεράσπιση της Χαμάς, από τον Ερντογάν, δεν αποξένωσε μόνο το Ισραήλ, αλλά προκάλεσε επίσης ανησυχία στους Άραβες συμμάχους της Ουάσιγκτον. Παρά ταύτα, η Τουρκία δεν ήταν ακόμη σε θέση να παίξει το ρόλο της Αιγύπτου ή του Κατάρ, λειτουργώντας στην πραγματικότητα ως μεσάζων με την ομάδα. Ομοίως, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, πρότεινε αρχικά ότι η Τουρκία θα μπορούσε να διαδραματίσει εγγυητικό ρόλο στην περίοδο μετά τη σύγκρουση στη Γάζα. Ωστόσο, παραμένει δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν ρόλο για τις τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή που θα ήταν ταυτόχρονα αποδεκτός από την Άγκυρα, την Ιερουσαλήμ και όποιες αραβικές πρωτεύουσες συμμετείχαν στην προσπάθεια.

Στη συνέχεια, η Τουρκία έγειρε προς μια ακόμη πιο ξεκάθαρη κατεύθυνση υπέρ της Χαμάς. Στις τοπικές εκλογές του Μαρτίου φέτος, το κόμμα του Ερντογάν έχασε ψήφους από ένα πιο δεξιό ισλαμιστικό κόμμα που τον είχε επικρίνει, επειδή δεν πήρε πιο σταθερή θέση κατά του Ισραήλ. Τον Απρίλιο, ο Ερντογάν φιλοξένησε στην Άγκυρα τον ηγέτη της Χαμάς. Ισμαήλ Χανίγιε. Πιο πρόσφατα, μετά τη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι περισσότερα από 1.000 μέλη της Χαμάς είχαν νοσηλευτεί σε τουρκικά νοσοκομεία. Αργότερα, ανακάλεσε τον ισχυρισμό του.

Πριν από τις 7 Οκτωβρίου 2023, η Άγκυρα είχε επιδιώξει την προσέγγιση με την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αποτρέψει τις χώρες αυτές να είναι εχθρικά προσκείμενες προς την Τουρκία. Ωστόσο, ο πόλεμος στη Γάζα υπονόμευσε την τουρκο-ϊσραηλινή προσέγγιση, αλλά και τις σχέσεις του Ισραήλ και των περιφερειακών εταίρων του.

Με το Ιράν, επίσης, οι σχέσεις της Τουρκίας παραμένουν περίπλοκες. Οι δύο χώρες παραμένουν σε αντιπαράθεση στον Καύκασο, τη Συρία και το Ιράκ. Πρόσφατα, παρουσιάσθηκαν ενδείξεις ότι το Ιράν προμήθευε το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν με όπλα για την κατάρριψη τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Την ίδια στιγμή, όμως, αν οι αμερικανο-ιρανικές εντάσεις επιδεινωθούν, δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε ότι η Τουρκία θα συνταχθεί με την Ουάσιγκτον εναντίον της Τεχεράνης.

Το πιθανότερο είναι ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνει από την επανάσταση του 1979: δηλαδή, να υποστηρίζει το Ιράν, όπου αυτό εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, ενώ παράλληλα θα εκμεταλλεύεται τη δυσχερή θέση του, για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα και όχι της Ουάσιγκτον.

Η εύθραυστη ισορροπία

Πλέον, η Άγκυρα εστιάζει την εξωτερική της πολιτική στο τρίπτυχο ανεξαρτησία, ισορροπία και προτεραιότητα στα άμεσα συμφέροντά της, έναντι των μακροχρόνιων συμμαχιών. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, η Τουρκία σε σχέση με τις ΗΠΑ -και ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα- ισορροπεί μεταξύ του αντιπάλου και του εταίρου. Ωστόσο, αυτή ή ισορροπία είναι μάλλον εύθραυστη διότι υπάρχει ένας αριθμός προκλήσεων που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν εντάσεις.

Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα προσέγγιση της Τουρκίας με την Ελλάδα, σαφώς και ήταν ευπρόσδεκτη τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Ουάσιγκτον. Ωστόσο, πολλές από τις δυναμικές που οδήγησαν στις κρίσεις των τελευταίων ετών εξακολουθούν να είναι παρούσες.

Μια συνέπεια της διάβρωσης των αμερικανοτουρκικών δεσμών αποτελεί το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον έχει παγιώσει όλο και περισσότερο τη στρατιωτική της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ελλάδα, επεκτείνοντας τις αεροπορικές και ναυτικές εγκαταστάσεις, καθώς αυξάνονται οι ανησυχίες για τις ενέργειες της Τουρκίας.

Για το ίδιο λόγο, ενώ ο Ερντογάν έχει απομακρυνθεί από τις προκλητικές δραστηριότητες εξερεύνησης ενεργειακών πόρων που συνδέονται με τις διεκδικήσεις της Τουρκίας για την αποκλειστική οικονομική ζώνη, αν και παραμένει προσηλωμένος στις ίδιες τις διεκδικήσεις, στις οποίες δόθηκε πρόσφατα αυξημένη προσοχή στα τουρκικά σχολικά εγχειρίδια.

Σε ότι αφορά την Κύπρο, ο Ερντογάν δεν έχει υποχωρήσει από τις εκκλήσεις του για λύση δύο κρατών, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή και αμερικανική πολιτική, καθώς και με πολλαπλά ψηφίσματα του ΟΗΕ.

Στο ΝΑΤΟ, το βέτο της Τουρκίας αποτελεί διαχρονικά μια αιώνια πηγή έντασης. Όπως αποδείχθηκε με τη Σουηδία, η Τουρκία, όπως όλα τα μέλη, έχει τη δύναμη να διαταράσσει τις εργασίες της συμμαχίας για την επιδίωξη των συμφερόντων της. Όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένα, δεν υπάρχει μηχανισμός για την απομάκρυνση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ ή για τη διεξαγωγή των εργασιών της Συμμαχίας με άμβλυνση του βέτο της Άγκυρας. Το οποίο σημαίνει ότι τα μελλοντικά αδιέξοδα θα απαιτήσουν, και πάλι, ένα μείγμα πίεσης και κινήτρων για την απαλοιφή τους.

Επίσης, περιφερειακά ζητήματα θα μπορούσαν να έρθουν στο προσκήνιο και να επιδεινώσουν τις διμερείς σχέσεις, όπως περαιτέρω εντάσεις με την Ελλάδα που θα έθεταν σε κίνδυνο τη συμφωνία πώλησης των F-16. Εναλλακτικά, εάν το Κογκρέσο των ΗΠΑ επιδιώξει να τιμωρήσει την Τουρκία για την αντι-ισραηλινή της στάση, ενδεχομένως με την επιβολή κυρώσεων ή την αντιστροφή των πωλήσεων των F-16, αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να δημιουργήσει μια επιζήμια αντίδραση.

Στον αντίποδα, εάν η Τουρκία υποστήριζε το Αζερμπαϊτζάν σε άμεση επίθεση κατά αρμενικού εδάφους, αυτό θα μπορούσε, επίσης, να προκαλέσει μια πιο σθεναρή αμερικανική αντίδραση.

Τέλος, η παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων δίπλα στις Μονάδες Λαϊκής Άμυνας στη βορειοανατολική Συρία παραμένει η πιο άμεση και δυνητικά εκρηκτική πηγή έντασης. Η Άγκυρα έχει καταστήσει σαφή την επιθυμία της να τερματίσει την αμερικανική παρουσία εκεί, εναλλάσσοντας την τακτική της, μεταξύ περιόδων στρατηγικής υπομονής και προσπαθειών να ξεπεράσει τα όρια μέσω απειλούμενων ή πραγματικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, που στο παρελθόν είχαν θέσει σε κίνδυνο τη ζωή Αμερικανών στρατιωτικών.

Ωστόσο, οι συζητήσεις περί αποχώρησης των ΗΠΑ τερματίσθηκαν μετά την αναζωπύρωση των εντάσεων με το Ιράν, αλλά και την επιθετική στάση της Τουρκίας στα σχέδια για εκλογές στους, υπό κουρδική διοίκηση, τομείς της Συρίας. Για το ορατό μέλλον, το ενδεχόμενο μιας νέας τουρκικής εισβολής στη βορειοανατολική Συρία ενέχει το ενδεχόμενο να φέρει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και πάλι στο ναδίρ.

Τα συμπεράσματα της νέας κανονικότητας

Γενικότερα, πρόκληση για τις ΗΠΑ και τη Δύση, παραμένει το γεγονός ότι η ιδεολογία και η εσωτερική νομιμοποίηση του Ερντογάν στηρίζονται στον αντιδυτικισμό και τον αντιαμερικανισμό. Όπως άλλωστε αποδείχθηκε το 2023 με την επανεκλογή του, αυτή η ρητορική τον εξυπηρετεί στον αιώνιο αγώνα του να κρατηθεί στον προεδρικό θώκο.

Και στο βαθμό που ο Ερντογάν ατενίζει το μέλλον, πέρα από την διασφάλιση της δική του κληρονομιάς του, στόχος του θα είναι να εξασφαλίσει την τουρκική επιρροή έναντι της Δύσης.

Το πλαίσιο του «παζαριού» που αποτελούσε την βάση των ιστοριών αμερικανοτουρκικών σχέσεων δεν υφίσταται πλέον. Στην Άγκυρα, η Ουάσιγκτον δεν αντιμετωπίζεται ως ο καλοκάγαθος προστάτης της. Στην Ευρώπη, το κύριο αποτέλεσμα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου ήταν η αναζωογόνηση της συμμαχίας και, κυρίως, η σύσφιξη των δεσμών ασφαλείας μεταξύ της Ουάσιγκτον και των υπόλοιπων ιστορικών συμμάχων της.

Το ίδιο ισχύει και για τη Μέση Ανατολή, όπου παρά τις ανησυχίες της Ουάσιγκτον για την επέλαση της Κίνας, η κύρια αραβική δύναμη στην περιοχή -η Σαουδική Αραβία- επιδίωξε να εμβαθύνει τους δεσμούς ασφαλείας της με την Ουάσιγκτον. Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, παραμένει προσκολλημένη στην περιφερειακή της πολιτική.

Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνουν οι Ντάνφορθ και Στέιν, «προς το παρόν, η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα θα πρέπει να αποδεχτούν το υφιστάμενο status quo. Δεδομένου ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και στις δύο χώρες υποπτεύονται ο ένας τον άλλον ότι προσπαθεί να υπονομεύσει τα βασικά τους συμφέροντα, η σχέση εξακολουθεί να πηγαίνει πολύ καλύτερα από ό,τι θα περίμενε κανείς. Σήμερα, ο συναλλακτικός χαρακτήρας λειτουργεί.

Η Ουάσιγκτον φαίνεται να έχει αναγνωρίσει ότι με τα κοινά συμφέροντα να μειώνονται, δεν χρειάζεται να δώσει προτεραιότητα στη συνεργασία με την Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συμφώνησαν σιωπηρά με την προοπτική που εκφράζεται συχνά από τους Τούρκους συνομιλητές:

Η Τουρκία δεν μπορεί να χαθεί, επειδή η πολιτική της καθοδηγείται από τα δικά της συμφέροντα. Όπου τα συμφέροντα ΗΠΑ-Τουρκίας συμπίπτουν, είτε στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή ή στην Ευρασία, η Τουρκία θα εργαστεί προς την κατεύθυνση αυτών των συμφερόντων χωρίς να χρειάζεται αμερικανικά κίνητρα. Όπου τα συμφέροντα ΗΠΑ-Τουρκίας διαφέρουν, η Τουρκία θα κάνει ό,τι θέλει, ανεξάρτητα από το τι της λέει η Αμερική.

Ως αποτέλεσμα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ μπορούν να σταματήσουν να ανησυχούν για το ποιος έχασε την Τουρκία. Η Άγκυρα θα βρει τον δρόμο της και η Ουάσιγκτον θα βρει αυτό που χρειάζεται στη Μέση Ανατολή αλλού».