Του Βασιλείου Τσιάμη

Εν μέσω της υγειονομικής κρίσης, που προκαλεί παγκοσμίως ο COVID-19 (ο Γάλλος πρόεδρος Εμμ. Μακρόν την χαρακτήρισε -και σωστά- ως τη μεγαλύτερη των τελευταίων 100 χρόνων), η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις που αφορούν την ασφάλεια και την άμυνα της και, ασφαλώς, την προστασία των συνόρων της.

Οι εμφανείς «υβριδικές απειλές» από την πίεση που δέχονται τα σύνορα της, αλλά και σύνορα της Ευρώπης, από το πλήθος των προσφύγων-μεταναστών είναι ένα δείγμα ότι δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός. Απαιτείται συνεχής εγρήγορση και ετοιμότητα σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο, σε επίπεδο συνεργασίας αρμόδιων φορέων, σε υλικοτεχνική υποδομή, σε αμυντικό υλικό, σε τεχνολογίες και ασφαλώς σε μία διαρκώς βελτιούμενη και αναπτυσσόμενη αμυντική βιομηχανία. Εδώ συμπεριλαμβάνω όχι μόνο τις παραδοσιακές εταιρείες του χώρου, αλλά και τις εταιρείες που εμπλέκονται στην εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς και εκείνες που παρέχουν προϊόντα ή υπηρεσίες στον ευρύτερο τομέα της ασφάλειας όπως για παράδειγμα σε θέματα κυβερνοχώρου.

Οι εκτιμήσεις είναι ότι, στα επόμενα χρόνια, ένα ποσό μεταξύ 5 και 7 δις θα επενδυθεί από την Ελλάδα για νέους αμυντικούς εξοπλισμούς, όπως π.χ. η εικονιζόμενη φρεγάτα Belharra, οπότε τώρα είναι η στιγμή για μία στοχευμένη, συγκροτημένη και προγραμματική δράση, ώστε να μην μιλάμε και πάλι στο μέλλον για άλλη μία χαμένη ευκαιρία.

Ιστορικά, και σε ότι αφορά την αμυντική βιομηχανία της χώρας, έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για «χαμένες ευκαιρίες». Παρά το γεγονός ότι πλήθος αμυντικών προγραμμάτων έχουν εκπονηθεί και εκτελεσθεί από τη χώρα ύψους εκατοντάδων δις, πάντα στο τέλος διαπιστώναμε ότι πολλά θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Δυστυχώς δεν έγιναν και χάθηκαν δυνατότητες για τη βιομηχανία της χώρας να εξελιχθεί, εξασφαλίζοντας παράλληλα συνεργασίες με τους παγκόσμιους οίκους του χώρου, αλλά και αναπτύσσοντας υποδομές και τεχνολογίες χάθηκαν.

Οι λόγοι είναι πολλοί και κατά κανόνα ευρέως γνωστοί αλλά δεν αποτελούν αντικείμενο αυτού του άρθρου. Ασφαλώς, οι εμπειρίες που έχουν όλοι αποκτήσει αυτά τα χρόνια, ακόμη και οι αρνητικές, είναι πολύτιμες και πρέπει να αξιοποιηθούν. Ταυτόχρονα, πρέπει να κοιτάμε μπροστά και εδώ είναι που πρέπει να επικεντρώσουμε.

Η Ελλάδα μετά από μία 10ετή κρίση βγαίνει σιγά σιγά στο «ξέφωτο» και μιλάει, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, για την ανάγκη εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων.

Μία σειρά επαφών σε επίπεδο πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και βιομηχανιών, βρίσκεται σε εξέλιξη προκειμένου να εξευρεθούν οι βέλτιστες λύσεις για τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας πρωτίστως αλλά και οι καλύτεροι όροι για εμπλοκή της αμυντικής βιομηχανίας. Οι εκτιμήσεις είναι ότι, στα επόμενα χρόνια, ένα ποσό μεταξύ 5 και 7 δις θα επενδυθεί για αυτό το σκοπό. Τώρα, λοιπόν, είναι η στιγμή για μία στοχευμένη, συγκροτημένη και προγραμματική δράση, ώστε να μην μιλάμε και πάλι στο μέλλον για άλλη μία χαμένη ευκαιρία.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αμυντική βιομηχανία πρέπει να επικεντρώσει την προσοχή και δράση της στηριζόμενη σε δύο κυρίως πυλώνες:

  • Την ενεργή και ουσιαστική συμμετοχή της στα αμυντικά προγράμματα της χώρας, στα πλαίσια που επιτρέπει η κοινοτική νομοθεσία συμπεριλαμβανομένων και των εξαιρέσεων αυτής, και
  • Την ενεργή συμμετοχή της σε ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες που παρέχει ήδη ο κοινοτικός προϋπολογισμός και αυτές που θα προστεθούν στο νέο 7ετες κοινοτικό χρηματοδοτικό πλαίσιο.

Ο πρώτος πυλώνας σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες του αμυντικού τομέα σε σχέση με άλλους τομείς της βιομηχανίας. Απαιτεί στενή συνεργασία και συντονισμός με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ώστε να υπάρχει ξεκάθαρο πλάνο ως προς τις πραγματικές δυνατότητες σε ότι αφορά το μέγεθος και την ποιότητα συμμετοχής. Εδώ, η ανάγκη συγκεκριμένων βιομηχανικών προτάσεων συμμετοχής ως συνόλου (consortium) και όχι με «άτακτες» και αποσπασματικές προτάσεις είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν προς ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της χώρας για ουσιαστική βιομηχανική συμμετοχή.

Σε ότι αφορά το δεύτερο πυλώνα, εδώ η βιομηχανία οφείλει να δράσει στα ευρύτερα πλαίσια των όρων λειτουργιάς της ελεύθερης οικονομίας, προκειμένου να εξασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία της. Μία συγκροτημένη προσέγγιση είναι απαραίτητη από πλευράς της βιομηχανίας, ώστε να:

  • Αναλύσει τα δεδομένα σε ότι αφορά νέους κανονισμούς και χρηματοδοτικά σχήματα που είναι ήδη ή θα καταστούν διαθέσιμα στο νέο 7ετες κοινοτικό χρηματοδοτικό πλαίσιο.
  • Διερευνήσει απαιτούμενες δράσεις για την έγκαιρη προσαρμογή διαδικασιών και δομών.
  • Εστιάσει σε συγκεκριμένα χρηματοδοτικά σχήματα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από την αμυντική βιομηχανία της χώρας.
  • Αξιοποιήσει υπάρχοντα δίκτυα και τεχνογνωσία για την προετοιμασία επιτυχών φακέλων αίτησης κοινοτικών κονδυλίων.
  • Εξασφαλίσει συνεργασίες με σημαντικούς εταίρους της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κοινότητας και, τέλος, για να
  • Αξιοποιήσει ευκαιρίες προκειμένου να εκπαιδεύσει κατάλληλα το υπάρχον ή νεοεισερχόμενο προσωπικό.

Οι δύο ανωτέρω πυλώνες εκσυγχρονισμού, ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας της αμυντικής βιομηχανίας δεν είναι ανεξάρτητοι. Πρέπει να σχεδιαστούν παράλληλα με γνώμονα:

  • Τις ανάγκες σε στρατιωτικές δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε η αμυντική βιομηχανία, ως σημαντικός παράγοντας της εξασφάλισης της εφοδιαστικής αλυσίδας τους (security of supply), να είναι πάντα σε θέση να προσφέρει την υποστήριξή της.
  • Τις δεσμεύσεις και το σχεδιασμό συμμετοχής της χώρας στα πλαίσια της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, σχετικά με ευρωπαϊκά προγράμματα όπως η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία.
  • Τη βιομηχανική στρατηγική της χώρας σε ότι αφορά τους τομείς που η Ελλάδα φιλοδοξεί να αποτελέσει Κέντρο Καινοτομίας.
  • Την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εταιρειών με γνώμονα τις διεθνείς αμυντικές αγορές στόχευσης και τις επιδιωκόμενες συνεργασίες με μεγάλους «οίκους» του χώρου είτε της Ευρώπης είτε ευρύτερα.

Με την 4η βιομηχανική επανάσταση να είναι ήδη σε εξέλιξη οι διάφοροι τομείς της οικονομίας ενεργοποιούνται παγκοσμίως, λαμβάνοντας υπόψη τις κατά τομέα ιδιαιτερότητες, προκειμένου να προσαρμόσουν δομές, διαδικασίες, προϊόντα και υπηρεσίες. Επενδύουν, κυρίως, στην καινοτομία προκειμένου να εξασφαλίσουν προνομιακή θέση σε μία συνεχώς αυξανόμενα ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά. Καινοτομία παντού: σε διαδικασίες, δομές, τεχνολογίες, δεξιότητες και ασφαλώς σε χρηματοδότηση.

Είναι απαραίτητο η αμυντική βιομηχανία της χώρας σε στενή συνεργασία με την πολιτεία και τις Ένοπλες Δυνάμεις, με πλήρη αυτοπεποίθηση στις δυνατότητες της, να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που τις παρέχονται προκειμένου να εξασφαλίσει ίσως για πρώτη φορά την πραγματική θέση που της ανήκει.

Ο τομέας της Άμυνας και της Ασφάλειας που παραδοσιακά υπήρξε «οδηγός» σε θέματα καινοτομίας δεν θα μπορούσε να μη συμμετέχει ενεργά σε αυτή τη διαδικασία. Ιδιαίτερα, τώρα, που η χώρα προτίθεται να διαθέσει σημαντικά ποσά για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και δεδομένου ότι στα πλαίσια της Ε.Ε. η επένδυση κοινοτικών κονδυλίων για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας για πρώτη φορά στην ιστορία της είναι μια πραγματικότητα.

Η Αμυντική Βιομηχανική και Τεχνολογική Βάση στην Ελλάδα, ένας τομέας που συνεισφέρει ενεργά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προώθηση της ανάπτυξης και καινοτομίας, εξερχόμενη από την 10ετη οικονομική κρίση, έχει απωλέσει δυνατότητες σημαντικές τόσο για την συνεισφορά της στην Ασφάλεια της χώρας όσο και για την εξωστρεφή και δυναμική της παρουσία στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές.

Τώρα είναι η στιγμή για τις σωστές δράσεις, ώστε όχι μόνο το χαμένο έδαφος να καλυφθεί, αλλά και για να θέσουμε τις σωστές βάσεις για το μέλλον. Στα πλαίσια αυτά, είναι απαραίτητο η αμυντική βιομηχανία της χώρας σε στενή συνεργασία με την πολιτεία και τις Ένοπλες Δυνάμεις, με πλήρη αυτοπεποίθηση στις δυνατότητες της, να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που τις παρέχονται προκειμένου να εξασφαλίσει ίσως για πρώτη φορά την πραγματική θέση που της ανήκει.