" "

Από τις 32 χώρες που έχουν πια ενταχθεί στο ΝΑΤΟ – έπειτα από τις σαρωτικές ανατροπές που έφερε την τελευταία τριετία η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι 22 παρουσιάζονται να πιάνουν τον στόχο του 2% επί του ΑΕΠ, που είχε θέσει η Συμμαχία για τις αμυντικές δαπάνες των μελών της ήδη από το 2014, χρονιά μονομερούς προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Εάν δεχθούμε ως κριτήριο τα ποσοστά επί του ΑΕΠ, τότε οι «πρωταθλήτριες» μεταξύ των νατοϊκών δυνάμεων στο μέτωπο των αμυντικών δαπανών είναι η Πολωνία, η Εσθονία, η Λετονία, οι ΗΠΑ, η Λιθουανία και η Ελλάδα. Με την εξαίρεση των ΗΠΑ ωστόσο, οι εν λόγω «πρωταθλήτριες» δεν ξεχωρίζουν -τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα- για τις αμυντικές τους βιομηχανίες. Οι Πολωνοί έχουν τις Polish Armaments Group (PGZ) και WB Group, οι Εσθονοί την Threod Systems, οι Λετονοί την Atlas και οι Λιθουανοί την Unmanned Defense Systems, για να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες εταιρείες. Ωστόσο, συνολικά οι αμυντικές τους βιομηχανίες δεν «πιάνουν» τα μερίδια αγοράς και τα ποσοτικά επίπεδα παραγωγής άλλων χωρών.

Στον αντίποδα, υπάρχουν νατοϊκές δυνάμεις που κινούνται στο όριο του 2% (όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Τουρκία) ή ακόμη και αρκετά χαμηλότερα (όπως η Ιταλία και η Ισπανία), οι οποίες όμως πρωταγωνιστούν στην παγκόσμια αγορά των εξοπλισμών μέσω των αμυντικών τους βιομηχανιών. Οι Γάλλοι έχουν τις Thales, Naval Group, Safran και Dassault. Οι Γερμανοί τις Rheinmetall, Hensoldt και Diehl, μεταξύ άλλων. Οι Ιταλοί τις Leonardo και Fincantieri. Οι Ισπανοί τις Navantia και Indra…

Στις τάξεις του ΝΑΤΟ οι Σύμμαχοι ερίζουν εδώ και χρόνια για ποσοστά. Προ ημερών, με φόντο τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στο ΝΑΤΟ, ανέβασαν τον στόχο των αμυντικών δαπανών από το 2% του ΑΕΠ στο 5%, με ενδιάμεσο σταθμό (πιθανών αναθεωρήσεων) το 2029 και ορίζοντα συνολικής υλοποίησης το 2035.

Αυτό το 5% ωστόσο στην πραγματικότητα δεν είναι 5% αλλά 3,5% καθώς συνοδεύεται από ένα 1,5% το οποίο θα προκύπτει μέσα από δαπάνες παράπλευρες ή συμπληρωματικές προς την Αμυνα, σχετικές επί παραδείγματι με υποδομές (δρόμους, σιδηροδρόμους, γέφυρες) από τις οποίες θα μπορούν να διέρχονται στρατεύματα και οπλικά συστήματα.

Πόση σημασία έχει όμως, στην πράξη, αυτή η «εμμονή» με τα ποσοστά; Υπήρχε συγκεκριμένη προμελέτη πίσω από το 5% που ανέφερε ως στόχο ο Ντόναλντ Τραμπ (στόχο τον οποίο δεν πιάνουν ούτε οι ΗΠΑ) ή μήπως αυτό ήταν απλώς ένα «στρογγυλό», και ως εκ τούτου βολικό, νούμερο;

Μήπως οι Ευρωπαίοι αποδέχθηκαν τελικώς αυτό το 5% -στη θεωρία και με μια δόση ασάφειας είναι η αλήθεια- μόνο για να καλοπιάσουν τον Αμερικανό πρόεδρο; Και πώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι οι παραβάτες του 2%, ή τουλάχιστον πολλοί εξ αυτών, διαθέτουν κάποιες από τις μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες;

Προ ημερών, με φόντο τη νατοϊκή Σύνοδο στη Χάγη, ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ παρουσιάστηκε ως «ο κακός της υπόθεσης» όταν αποκήρυξε ως αχρείαστο ή μη απαραίτητο τον στόχο του 5%.

Την ίδια ώρα ωστόσο, η ισπανική αμυντική βιομηχανία μπαίνει σε τροχιά ενίσχυσης… με το βλέμμα στραμμένο στα συνολικά εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που πρόκειται να διατεθούν τα επόμενα χρόνια στο πλαίσιο των προωθούμενων προγραμμάτων επανεξοπλισμού της Ευρώπης (βλ. ReARM Europe / Readiness 2030, SAFE).

«Η ειρηνιστική Ισπανία, η πιο απρόθυμη από τις χώρες του ΝΑΤΟ στο μέτωπο των αμυντικών δαπανών, επιδιώκει τώρα να δημιουργήσει τον δικό της εγχώριο πρωταθλητή του αμυντικού κλάδου», έγραφαν χαρακτηριστικά προ ημερών οι FT, με το βλέμμα στραμμένο στην ισπανική αμυντική βιομηχανία Indra. Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, «η ισπανική κυβέρνηση, στην οποία ανήκει το 28% της Indra, αρνείται να δαπανήσει όσα οι Σύμμαχοί της στην Αμυνα, αλλά υποστηρίζει την άνοδο της -γνωστής για τα ραντάρ της- Indra στη μεγάλη λίγκα» των αμυντικών βιομηχανιών…