Ακριβώς έξι χρόνια έπειτα από την τελευταία επίσκεψή του στην Αθήνα, μια επίσκεψη που έμεινε μεν στην ιστορία αλλά για όλους τους λάθος λόγους («ναυάγιο, με διαφωνία εφ’ όλης της ύλης», την είχε χαρακτηρίσει τότε η «Καθημερινή», υπογραμμίζοντας το «βαρύ κλίμα» και τους «έντονους διαλόγους»), ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέστρεψε στην ελληνική πρωτεύουσα με – φαινομενικώς – πολύ διαφορετικές διαθέσεις από εκείνες του 2017.

Τότε, ο Τούρκος πρόεδρος είχε αναφερθεί μεν στη Συνθήκη της Λωζάνης αλλά με σκοπό να την αμφισβητήσει. Τώρα, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης του υπενθύμισε τη Συνθήκη της Λωζάνης με αιχμή το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας στη δυτική Θράκη, ο Τούρκος ηγέτης δεν έκανε κάποιο σχόλιο.

Τότε, οι δηλώσεις Παυλόπουλου – Ερντογάν είχαν «ξεφύγει» εκτός πρωτοκόλλου, εν μέσω αντεγκλήσεων και διαφωνιών. Τώρα, οι δηλώσεις Σακελλαροπούλου – Ερντογάν δεν έδειξαν να «ξεφεύγουν» ούτε στιγμή.

Όχι, τα ελληνοτουρκικά δεν άλλαξαν στην ουσία τους. Είναι εκεί, ίδια και απαράλλαχτα, με ανοιχτά όλα τα βασικά τους ζητήματα. Αυτό που έχει όμως όντως αλλάξει εδώ και ολίγους μήνες, από τον Φεβρουάριο του 2023 και έπειτα, είναι το κλίμα στα ελληνοτουρκικά· και αυτό που μένει πια να φανεί είναι εάν αυτό το κλίμα θα αρχίσει να μεταφράζεται κάποια στιγμή και σε ουσία.

Κρίνοντας από όσα έλαβαν χώρα σήμερα (7 Δεκεμβρίου) στην Αθήνα, οι εξελίξεις αρχίζουν πράγματι πια να αποκτούν ουσία και σε έναν βαθμό παραγωγικό χαρακτήρα, ξεκινώντας όμως από ζητήματα χαμηλής πολιτικής.

Πλέον, δεν συζητάμε μόνο για όσα αποφεύχθηκαν (την ένταση, τα επαπειλούμενα θερμά επεισόδια) αλλά και για συμφωνίες που επιτεύχθηκαν.

Και οι συμφωνίες αυτές μπορεί τώρα να φαντάζουν «ανώδυνες» επειδή δεν αγγίζουν τα μεγάλα αγκάθια των ελληνοτουρκικών, πλην όμως αποτελούν θετικό προηγούμενο αλλά και δυνητικό εφαλτήριο μελλοντικών θετικών εξελίξεων.

Η Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας, που υπέγραψαν οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν στην Αθήνα, «δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο». Παραθέτει, ωστόσο, μια σειρά από δεσμεύσεις οι οποίες φέρουν πια την υπογραφή των ηγετών της Ελλάδας και της Τουρκίας.

«Τα Μέρη συμφωνούν να συμμετέχουν σε συνεχείς εποικοδομητικές και ουσιαστικές διαβουλεύσεις […] Δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους […] Θα προσπαθήσουν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο, μέσω απευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ τους ή με άλλα μέσα αμοιβαίας επιλογής, όπως προβλέπεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, στο κείμενο της εν λόγω διακήρυξης, ενώ παράλληλα σήμερα (7 Δεκεμβρίου) οι δύο πλευρές, Ελλάδα και Τουρκία, υπέγραψαν στην Αθήνα και άλλες συνολικά 15 επί μέρους συμφωνίες/κοινές δηλώσεις (για τη συνεργασία στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, της αγροτικής ανάπτυξης, της οικονομίας και του εμπορίου, του τουρισμού, του αθλητισμού, των επενδύσεων, της παιδείας κ.ά.).

«Στο μεταναστευτικό, διαπιστώσαμε σημαντική μείωση των ροών το τελευταίο διάστημα, ως αποτέλεσμα της συστηματικής φύλαξης των χερσαίων και των θαλασσίων συνόρων μας, θα πρόσθετα ωστόσο και λόγω της πολύ καλύτερης συνεργασίας της αστυνομίας, του λιμενικού και της ακτοφυλακής και των δύο χωρών», δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, έχοντας δίπλα του τον Τούρκο πρόεδρο.

Όπως φάνηκε, ωστόσο, και κατά τις κοινές δηλώσεις των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν (οι οποίοι θα πρέπει να σημειωθεί, βέβαια, ότι δεν δέχθηκαν ερωτήσεις), οι διαφωνίες παραμένουν σε όλα τα άλλα μέτωπα:

του Κυπριακού (για λύση με βάση τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, μίλησε ο κ. Μητσοτάκης – για λύση με βάση τις πραγματικότητες στο έδαφος, μίλησε ο κ. Ερντογάν),

της μουσουλμανικής μειονότητας (την οποία η Άγκυρα επιμένει να αποκαλεί «τουρκική», προκαλώντας την αντίδραση της ελληνικής πλευράς),

και των θαλασσίων οριοθετήσεων («όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, η επόμενη φάση του πολιτικού διαλόγου μπορεί να είναι η προσέγγιση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο που, σύμφωνα με την Ελλάδα, συνιστά τη μόνη διαφορά που θα μπορούσε να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας», δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης)

«Να μετατρέψουμε το Αιγαίο σε θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας […] Να μην γίνουμε από αυτούς που περνούν τη θάλασσα αλλά πνίγονται στο ποτάμι», δήλωσε από την πλευρά του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Από μια άποψη βέβαια, οι θετικές τουρκικές δηλώσεις θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως αιτία σοβαρού προβληματισμού.

Πώς είναι δυνατόν μια ηγεσία όπως η τουρκική, η οποία μέχρι πρότινος απειλούσε την Ελλάδα ακόμη και με εισβολή, να έχει ξαφνικά αλλάξει τόσο πολύ; «Είτε είναι πλήρως αναξιόπιστοι, είτε μας κοροϊδεύουν», θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς.

Οι ίδιοι οι Τούρκοι πάντως από την πλευρά τους έχουν απαντήσεις. Όταν λέγαμε ότι «μπορεί να έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά», δεν απευθυνόμασταν στο ελληνικό κράτος και στον ελληνικό λαό αλλά στα «τρομοκρατικά στοιχεία» τα οποία απειλούν την ασφάλεια της Τουρκίας, δήλωσε ο Ρ. Τ. Ερντογάν στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή».

Ο Τούρκος πρόεδρος είπε, ωστόσο, και κάτι άλλο ιδιαιτέρως ενδιαφέρον στην ίδια συνέντευξη: «Από πλευράς μας δεν έχει αλλάξει τίποτα […] Νομίζω ότι αυτό που άλλαξε είναι ότι η ελληνική πλευρά έχει αναθεωρήσει την οπτική της απέναντί μας…», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος. Με άλλα λόγια, «δεν αλλάξαμε εμείς, εσείς αλλάξατε»…

Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε; Θα δείξει. Είναι ακόμη νωρίς.