Μετά τον Έβρο: η τουρκική επιθετικότητα και οι βόρειοι γείτονές μας
Στο τεύχος του Απριλίου 2020, η «Α&Δ» φιλοξένησε άρθρο μου για την ανάλυση των επιπτώσεων της απόκρουσης της τουρκόπνευστης απόπειρας εισβολής στον Έβρο κυρίως, καθώς και στα νησιά του Αιγαίου, στην εθνική μας αυτοπεποίθηση και στο δόγμα αποτροπής. Στο τρέχον τεύχος, θα προσπαθήσω να εξετάσω τη στάση των βαλκάνιων γειτόνων μας αυτοτελώς και σε σχέση με την επιθετικότητα της Τουρκίας.

Ισχυρίζομαι καταρχήν ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν λειτούργησε αντίθετα με το συμφέρον εθνικής ασφάλειας της Ελλάδος. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Γνωρίζω ότι η θέση αυτή ελάχιστα δημοφιλής ήταν και, ενδεχομένως, εξακολουθεί να είναι στην Ελλάδα κατά την τελευταία 30ετία. Και όμως, αν δει κανείς μακροσκοπικά τα πράγματα, θα διαπιστώσει ότι είναι ίσως η πρώτη φορά από συστάσεως του ελληνικού κράτους, και ιδίως μετά την εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδος, που βορείως των δικών μας συνόρων δεν εκδηλώνεται πραγματική ή εν δυνάμει (potential) αυτοτελής στρατιωτική απειλή. Τουλάχιστον σε σύγκριση με το παρελθόν. Καμία χώρα βορείως των συνόρων μας δεν έχει αφ’ εαυτής τις δυνατότητες να μας απειλήσει στρατιωτικά. Διευκρινίζω ότι αναφέρομαι σε «αυτοτελή» απειλή, διότι είναι εγχείρημα παρακινδυνευμένο να αξιολογήσει κανείς, με ακρίβεια, τη στάση των τριών όμορων βορειογειτονικών μας χωρών σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας της Τουρκίας σε οποιοδήποτε σημείο της επικράτειας της Ελλάδος (νησιωτικό σύμπλεγμα και ηπειρωτικά εδάφη). Ειδικά τη στιγμή αυτή που υψώθηκαν, έτι περαιτέρω, στην Ευρώπη ολόκληρη λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού τα εθνικά τείχη. Μία απόπειρα λογικής ανάλυσης των κινδύνων ασφάλειας (security/threat risk) θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην ακόλουθη υπόθεση:
1. Στο επίπεδο των κυβερνήσεων (Βουλγαρία και Αλβανία) διαπιστώνουμε ήδη μία επιτήδεια πολιτική δήθεν ίσων αποστάσεων έναντι της Τουρκίας και της Ελλάδος. Ειδικότερα, σε σχέση με την Αλβανία, προεξοφλώ με βεβαιότητα ότι η τουρκοαλβανική συνεννόηση και συνεργασία θα αποδειχθεί ισχυρότερη της ελληνοαλβανικής. Με τα σημερινά τουλάχιστον δεδομένα. Αποφεύγω να αναφερθώ σε ειδικότερες -επιχειρησιακής μορφής- υποθέσεις και σενάρια στα οποία θα μπορούσε να με οδηγήσει η πιθανή παρουσία τουρκικής ναυτικής δύναμης και των γνωστών διευκολύνσεων ελλιμενισμού στην Αλβανία. Σε γενικές γραμμές, παρά την δήθεν τήρηση ίσων αποστάσεων, στην πραγματικότητα υπέρ της Τουρκίας θα αποκλίνει και η σημερινή κυβέρνηση της Βουλγαρίας. Η αξιολόγηση αυτή δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την επιρροή που ασκεί η εθνική τουρκική μειονότητα. Πηγάζει, κυρίως, από το δέος που νιώθει ο σημερινός Πρωθυπουργός της φίλης Βουλγαρίας ενώπιον ισχυρών προσωπικοτήτων, ειδικά δε απέναντι στον Πρόεδρο της Τουρκίας. Η -κατά μήκος των ελληνικών συνόρων- κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας στον Έβρο επέτρεψε στην Αθήνα, εκτός των άλλων, να αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα για τη σημερινή ηγεσία της Βουλγαρίας. Άλλωστε έχουμε αποδείξεις πλέον για τη «συμφωνία κυρίων» και τη συμπαιγνία μεταξύ του πρωθυπουργού κ. Μπόικο Μπορίσοφ και του προέδρου κ. Ρ. Τ. Ερντογάν για μη προώθηση μεταναστευτικών ροών προς την Βουλγαρία. Θα μπορούσαμε να συμπεραίνουμε, συνεπώς, ότι υπήρξε (και προφανώς τεκμαίρεται ότι υπάρχει) η σιωπηρή συναίνεση της Σόφιας στην προσπάθεια της Τουρκίας να προωθήσει επιθετικά τους μετανάστες στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραβιάζοντας αποκλειστικά όμως τα σύνορα της Ελλάδος.
2. Δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω, κατά τρόπο απόλυτο, τη στάση της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας και τις διαθέσεις των Σλαβομακεδόνων κυρίως. Οι δημόσιες δηλώσεις στα Σκόπια, κατά την πρόσφατη κρίση στον Έβρο, έδειχναν θετική διάθεση συναντίληψης με την Ελλάδα. Ήσαν από την πρώτη στιγμή υποστηρικτικές της ελληνικής στάσης στον Έβρο. Θα προσπαθήσουν, αναμφίβολα, να κρατήσουν τις αναγκαίες ισορροπίες, λαμβάνοντας υπόψη και την επιρροή της τουρκικής μειονότητας. Σε κάποιο βαθμό θα εξαρτηθεί και από την πολιτικο-ιδεολογική τάση της κυβέρνησής τους. Αλλιώς θα αντιδρούσε για παράδειγμα ο πρώην Πρόεδρος κ. Γκεόργκι Ιβανόφ και αλλιώς ο Πρωθυπουργός κ. Ζόραν Ζάεφ.
3. Σε επίπεδο αντιδράσεων της κοινής γνώμης, δεν απαιτείται ιδιαίτερη σοφία, για να προβλέψει κανείς ότι ένα αξιόλογο τμήμα της κοινής γνώμης της Αλβανίας και των αλβανικών πληθυσμών στις γειτονικές χώρες αντιμετωπίζει ευνοϊκά τις τουρκικές θέσεις. Ειδικά σε σχέση με την Ελλάδα. Επίσης, ισχυρή και πάνδημη θα είναι η στήριξη προς την Τουρκία από τις τουρκικές κοινότητες (εθνικές μειονότητες) στη Βουλγαρία, στη Βόρεια Μακεδονία και στο μη όμορο Κόσοβο. Ελπίζω, τώρα τουλάχιστον, να έχουμε αντιληφθεί όλοι τη στρατηγική σημασία που έχει η στήριξη της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και, ειδικά, στη Χειμάρρα. Στη μόνη, βορείως των συνόρων μας, συμπαγή Εθνική Μειονότητα που έχουμε.
4. Δεν θα ήθελα να επικριθώ ότι άφησα εκτός ανάλυσης τη Σερβία. Τη χώρα την οποία πολλοί θεωρούν ως «σύμμαχο» στα Βαλκάνια και η οποία με τη σειρά της -όχι πάντοτε άδικα- προεξοφλεί τη στάση της Ελλάδος ως «δεδομένη». Δεν είναι όμορη, αλλά είναι γειτονική χώρα στο βαλκανικό μας μικρόκοσμο. Η προσεκτική ανάλυση των -έναντι της Τουρκίας- πολιτικών του Βελιγραδίου, κατά την παρελθούσα ιδίως δεκαετία, εύλογα μας επιτρέπει να προδικάσουμε ότι η Σερβία θα προτιμήσει να ακολουθήσει αποστάσεις ισορροπίας. Υπέρ της Ελλάδος θα εκδηλωθεί αναμφίβολα η κοινή γνώμη της Σερβίας, ασκώντας πίεση και στους κυβερνήτες της.
5. Αξιοποιώντας ορισμένα μαθήματα από τη πρόσφατη εμπλοκή στον Έβρο -πρόκειται περί υβριδικού θερμού επεισοδίου- χρήσιμο είναι να είμαστε έτοιμοι να διαγνώσουμε εγκαίρως και αποτελεσματικά να αντιμετωπίσουμε κάθε εκστρατεία παραπληροφόρησης και ψυχολογικού πολέμου της Τουρκίας σε περίοδο κλιμάκωσης κρίσης που φθάνει στο κατώφλι της σύγκρουσης. Ιδίως, όταν -προκειμένου να μας δημιουργήσει αμφιβολίες και ανασφάλεια- εμπλέκει τις τρεις βορειογειτονικές μας χώρες. Για παράδειγμα, θεωρώ πιθανό ότι τουρκικής προέλευσης «πληροφορίες», τις οποίες εύκολα θα αναπαράγουν τα ΜΜΕ των Τιράνων, θα κάνουν λόγο για δήθεν μεταφορά τουρκικών δυνάμεων στην Αλβανία σε απόσταση επιχειρησιακής ετοιμότητας από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Την αξιολόγηση αυτή αφορά και η έγκριση, σε περιόδους ελληνοτουρκικής κρίσης, ελλιμενισμού τουρκικών ναυτικών μονάδων στη ναυτική βάση Καραμπουρνί στον Αυλώνα (Vlora).

Προσοχή, επίσης, χρειάζεται στην πιθανή ροή κατασκευασμένων πληροφοριών από ή σε σχέση με τη Βουλγαρία. Ειδικά σε σχέση με την επόπτευση του εναέριου χώρου κατά μήκος της μεθοριακής μας γραμμής που βρίσκεται κοντά στο τριεθνές σημείο.
6. Τούτων λεχθέντων, ας προσθέσω ότι σήμερα η εκτίμηση της περιορισμένων δυνατοτήτων στρατιωτικής απειλής από βορρά πρέπει να συνεκτιμηθεί, λαμβάνοντας υπόψη και τους εξής παράγοντες:
- την αυτοπεποίθηση που απορρέει από το (καταφανώς ευνοϊκό για την Ελλάδα) ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος.
- τη μεγάλη απόσταση που εξακολουθεί να μας χωρίζει σε σχέση με τη θεσμική ωριμότητα και συνοχή της κοινωνίας.
- την οργάνωση και τα νεωτεριστικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους.
- την, παρά τη συγκριτικά μεγάλη απόσταση που εξακολουθεί να μας χωρίζει (παρά την οπισθοδρόμηση και αποδυνάμωση λόγω της δεκαετούς κρίσης), ως προς την οικονομική ισχύ.
Πιθανόν να εκπλαγεί ο αναγνώστης από το γεγονός ότι στην ανάλυση δεν προσμετρώ την συμμετοχή της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και, πρόσφατα, της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Αναμφίβολα, η συμμετοχή αποτελεί έναν ανασταλτικό και ανασχετικό παράγοντα κατά της εκδήλωσης στρατιωτικής επιθετικής ενέργειας εντός των κόλπων της Συμμαχίας. Όμως, η επί 46 χρόνια συνεχιζόμενη από το ΝΑΤΟ ανοχή –που ερμηνεύεται ως στήριξη– στην εχθρική συμπεριφορά και στη διαρκή απειλή πολέμου της Τουρκίας κατά της Ελλάδος, μου επιτρέπει να ισχυρισθώ ότι το ΝΑΤΟ δεν αποτελεί και δεν παρέχει εγγύηση. Γνωρίζω ότι η διαπίστωση αυτή είναι μάλλον δύσπεπτη και ενοχλητική. Είναι εν τούτοις πραγματική.

7. Εν τέλει ισχυρίζομαι ότι, ανεξαρτήτως των υφισταμένων προβλημάτων στα οποία αναφέρομαι πιο κάτω, βρισκόμαστε σε μία ζηλευτή -συγκρινόμενη με το παρελθόν και σε βάθος 100ετίας- θέση. Ειδικά ως προς τον κίνδυνο προσβολής και παραβίασης των, προς βορρά, διεθνώς αναγνωρισμένων μας συνόρων. Από τη σκοπιά της συνολικής θεώρησης της εθνικής μας ασφάλειας, δηλαδή της κατανομής και διασποράς των αμυντικών μας πόρων, δυνάμεων και δυνατοτήτων (capabilities) είμαστε σήμερα σε μία καλή μάλλον συγκυρία. Μπορούμε να τις διαθέσουμε αποκλειστικά προς Ανατολάς.

Η απουσία αξιόπιστης στρατιωτικής απειλής από το βαλκανικό μας περίγυρο δεν σημαίνει ότι όλα είναι σταθερά, ρόδινα και ανώδυνα. Επιλέγω να σταθώ σε τρία σημεία:
Α. Η διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα, η εγκληματικότητα γενικά, η κάθε μορφής διασυνοριακή παράνομη διακίνηση και εγκληματική απειλή, αναμφίβολα, δημιουργούν πρόβλημα και απαιτούν την ενισχυμένη προσοχή μας. Εδώ και χρόνια, υπάρχουν με κυμαινόμενη ένταση και έξαρση. Αποτελούν εν τούτοις κατά κανόνα αντικείμενο και αρμοδιότητα της εσωτερικής ασφάλειας και των υπηρεσιών αστυνόμευσης και πληροφοριών (έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρηση, επιχειρησιακές δυνατότητες αστυνομίας, μεθοριοφύλακες, δίωξη ναρκωτικών) και ελάχιστα αντικείμενο ενασχόλησης των ενόπλων μας δυνάμεων.
Β.Νιώθουμε, συχνά, ενόχληση από προβλήματα που συνδέονται με την ασυνέπεια λόγων και πράξεων, την αστάθεια, το λαϊκισμό και τον εθνικισμό που εκπέμπουν, για λόγους προσωπικής και κομματικής ιδιοτέλειας, συγκεκριμένοι πολιτικοί στα Τίρανα. Συχνά το πράττουν για να κρύψουν τις δικές τους πολιτικές και προσωπικές αδυναμίες και τα ευδιάκριτα τρωτά τους σημεία. Κυρίως όμως το πράττουν ως αντιπερισπασμό στο νεποτισμό των πολιτικών ηγετών και στην αναγκαστική (ελλείψει προοπτικής και ελπίδας) φυγής, εκτός των συνόρων, στην οποία υποχρεώνουν δεκάδες χιλιάδες Αλβανούς πολίτες. Συνοδεύονται συχνά από πράξεις πολιτικών της που φανερώνουν αυθάδεια και αλαζονεία έναντι της Ελλάδος. Απέναντι στη ρητορική αυτή συγκεκριμένων πολιτικών των Τιράνων θεωρώ ότι η μόνη αποτελεσματική πολιτική των Αθηνών έναντι της γειτονικής μας αυτής χώρας είναι η επιμονή στο τρίπτυχο που κατά κανόνα απουσιάζει:
- σταθερότητα και επιμονή στις θέσεις,
- συνέπεια έργων και πράξεων,
- συνέχεια της πολιτικής.
Μακριά, δηλαδή, από συναισθηματικές εξάρσεις και τις συνηθισμένες μεταπτώσεις. Μεταξύ της σκληρής ή ήπιας πολιτικής επιλέγω και προκρίνω την σταθερή. Σταθερά βήματα με συνέχεια. Αυτή είναι και η πλέον απαιτητική διότι προϋποθέτει σταθερό στόχο. Διερωτώμαι συχνά αν υπάρχει.
Γ. Συμφωνία των Πρεσπών: Πρέπει να παραδεχθούμε ότι σήμερα το πεδίο στήριξης, ανοχής ή έστω αδιαφορίας απέναντι στη Συμφωνία έχει διευρυνθεί στην Ελλάδα. Ανεξάρτητα της επικριτικής στάσης μου για συγκεκριμένες διατάξεις της, κυρίως για την αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας στις οποίες αναφέρομαι εκτενέστερα στο τέλος του δοκιμίου αυτού. Επίσης, για την απουσία από την κυβέρνησή μας το 2018 (πριν, δηλαδή, από την υπογραφή της) βούλησης για συναίνεση. Στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος, σήμερα, αυτό αναμφίβολα έχει συμβάλλει και η καθαρή από μακρού –πολύ πριν από τις εκλογές του Ιουλίου 2019– προαναγγελθείσα θέση της κυβέρνησης του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη. Καθαρά ελέχθη τότε ότι «από τη στιγμή που κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων η Συμφωνία των Πρεσπών ισχύει, μας δεσμεύει ως κράτος και την εφαρμόζουμε». Θα προσέθετα ότι η παρούσα ένταση με την οποία η Τουρκία προβάλλει με τέτοια επιθετικότητα τις εδαφικές της αμφισβητήσεις και τις πολιτικές και νομικές της διεκδικήσεις δεν αρκεί από μόνη της για να ερμηνεύσει την πλέον ανεκτική στάση της ελληνικής κοινής γνώμης στη Συμφωνία των Πρεσπών.

Πού βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα; Μία λογική υπόθεση είναι ότι, χωρίς να έχουμε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για ένα ανέμελο μέλλον στις σχέσεις μας με τη πολιτική τάξη της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, μπορούμε εν τούτοις να διαχειρισθούμε ευκολότερα την κατάσταση με τα Σκόπια. Διατηρώ, ταυτόχρονα, στο ακέραιο τις θέσεις μου για τις επιπτώσεις από την αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας. Τέλος, οι εκλογές στα Σκόπια, οψέποτε γίνουν, πιθανόν να αναδείξουν ένα κυβερνητικό σχήμα το οποίο θα προσθέσει νέα προβλήματα στην ομαλή και συνολική εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών.