Καθώς οδεύουμε πια προς την πρώτη επέτειο από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου… αλλά και προς τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, η ηγεσία του Λευκού Οίκου βάλλεται πανταχόθεν, εν μέσω διασταυρούμενων παραπόνων. Έπειτα από έναν χρόνο συγκρούσεων στη Γάζα και ενώ ο πόλεμος έχει πια μεταφερθεί στον Λίβανο, οι φίλοι του Ισραήλ την κατηγορούν ότι δεν κατάφερε να αποτρέψει το Ιράν και οι φίλοι των Παλαιστινίων ότι δεν κατάφερε να αποτρέψει το Ισραήλ, ενώ υπάρχουν και οι άλλοι, οι ουδέτεροι, που της καταλογίζουν ότι δεν κατάφερε να αποτρέψει την εξάπλωση του πολέμου.  

Όντως, εάν η αμερικανική διοίκηση υπό τον Τζο Μπάιντεν είχε θέσει συνολικά έξι στόχους πέρυσι με φόντο τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς στη Γάζα (εν προκειμένω: την υποστήριξη της ισραηλινής αυτοάμυνας με γνώμονα τον διακηρυγμένο ισραηλινό στόχο περί καταστροφής της Χαμάς, την επιστροφή των ομήρων, την αποτροπή ενός ευρύτερου περιφερειακού πολέμου, την προστασία των αμάχων, την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την εκπόνηση ενός μεταπολεμικού σχεδίου), από αυτούς τους στόχους δεν έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής πλήρως ούτε ένας. 

Ιδανικά, οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ θα ήθελαν να πάνε στις προεδρικές κάλπες του Νοεμβρίου έχοντας εξασφαλισμένη μια εκεχειρία στη Γάζα, την οποία θα μπορούσαν να «πουλήσουν» ως επιτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αντιθέτως, πλέον πάνε έχοντας στην «πλάτη» ένα επιπλέον πολεμικό μέτωπο (το οποίο μάλιστα, εάν κρίνουμε από τις πρώτες ημέρες των χερσαίων επιχειρήσεων, θα είναι ακόμη πιο δύσκολο για το Ισραήλ) όπως είναι εκείνο του Λιβάνου. 

Ο πόλεμος, με άλλα λόγια, έχει εκ των πραγμάτων ήδη αποκτήσει περιφερειακές διαστάσεις. Η ισραηλινή Haaretz το έγραψε απερίφραστα αυτήν την εβδομάδα, έπειτα από τις πυραυλικές επιθέσεις της 1ης Οκτωβρίου από την πλευρά του Ιράν: «Το Ισραήλ βρίσκεται ήδη σε έναν περιφερειακό πόλεμο» («Israel is in a regional war»). Για την ιστορία, η ιρανική επίθεση της περασμένης Τρίτης με τους 180 βαλλιστικούς πυραύλους μπορεί να αναχαιτίστηκε σε μεγάλο βαθμό, αλλά ήταν η με διαφορά μεγαλύτερη που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ κατά του Ισραήλ από την πλευρά της Τεχεράνης, μια επίθεση πολύ ισχυρότερη από εκείνη του περασμένου Απριλίου που είχε γίνει με πυραύλους cruise και drones.

Πριν από όλα αυτά, τον περασμένο Φεβρουάριο, είχαμε δημοσιεύσει στο Α&Δ ένα άρθρο με τίτλο «Deterrence: Το “τέλος” της αποτροπής και η εποχή του “παραλόγου”». «Η Χαμάς γνώριζε πολύ καλά όταν επιτέθηκε στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου προκαλώντας θανάτους και παίρνοντας ομήρους, ότι θα ακολουθούσαν συντριπτικά αντίποινα από την πλευρά των Ισραηλινών. Με όρους “αποτρεπτικής ισχύος”, το Ισραήλ θα έπρεπε να θεωρείται… απλησίαστο. Κι όμως, η Χαμάς ρίσκαρε αν και γνώριζε ότι ο αντίπαλος είναι κατά πολύ ισχυρότερος στρατιωτικά…», γράφαμε τότε. Ό,τι ίσχυε για τη Χαμάς, ισχύει όμως -σε μικρότερο βαθμό- και για τη Χεζμπολάχ, αλλά και για το Ιράν που δεν έχουν μεν τη στρατιωτική ισχύ των Ισραηλινών αλλά τολμούν να συγκρούονται στρατιωτικά με το Τελ Αβίβ. 

Η Μόνα Γιακούμπιαν (Middle East and North Africa Center/the United States Institute of Peace) γράφει στο περιοδικό Foreign Affairs για «τη σχεδόν απόλυτη κατάρρευση της αποτροπής στη Μέση Ανατολή» («…the near-complete breakdown of deterrence in the Middle East»). «Τόσο οι κρατικοί όσο και οι μη κρατικοί δρώντες αναλαμβάνουν τεράστιους κινδύνους. Η Μέση Ανατολή δεν δεσμεύεται πλέον από καθιερωμένους κανόνες εμπλοκής και από τρόπους αποτροπής», προσθέτει, υπογραμμίζοντας την «απουσία κόκκινων γραμμών και αξιόπιστων διαύλων αποκλιμάκωσης» αλλά και το ότι όσα υποθέτουμε πια για τον αντίπαλο είναι σε μεγάλο βαθμό «ξεπερασμένα».  

Επί του πρακτέου, αν και έχουν περάσει αρκετοί μήνες από την έναρξη των επιχειρήσεων «Prosperity Guardian»‎‎ («Φύλακας της Ευημερίας») και EUNAVFOR ASPIDES, οι Χούθι συνεχίζουν να βάλλουν κατά πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα. Ενώ η Χαμάς από την άλλη πλευρά, ανέλαβε την ευθύνη για την τρομοκρατική επίθεση που σημειώθηκε την περασμένη Τρίτη στο Τελ Αβίβ αφήνοντας πίσω επτά νεκρούς, μεταξύ αυτών και τον 26χρονο Έλληνα Ιωνά Καρούση, και οι δυνάμεις της Χεζμπολάχ συνεχίζουν να εκτοξεύουν ρουκέτες στο βόρειο Ισραήλ παρά τον θάνατο του Νασράλα και τη χερσαία εισβολή των Ισραηλινών. 

«Το Πεντάγωνο δυσκολεύεται να συγκρατήσει την κλιμάκωση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, καθώς ο πόλεμος μαίνεται στον Λίβανο. Σχεδόν έναν χρόνο μετά από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να έχει χάσει τον έλεγχο…», γράφει ο Τζάρεντ Στσούμπα στο Al-Monitor.

«Μπορούν οι ΗΠΑ ακόμη να αποτρέψουν έναν ολοκληρωτικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή;», διερωτάται ο Μάικλ Χιρς με άρθρο του στο Foreign Policy.

«Δεν είναι ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει πια επιρροή στο Ισραήλ […] Είναι ένας συνδυασμός παραγόντων», γράφουν οι Α. Ντ. Μίλερ και Λ. Μόργκανμπεσερ (Carnegie Endowment for International Peace) στο ίδιο περιοδικό. Είναι, μεταξύ άλλων, οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές που πλησιάζουν, οι Ρεπουμπλικανοί που πιέζουν, η Κίνα που αναδύεται, η γεωπολιτική ανάγκη θωράκισης του Ισραήλ, ο Νετανιάχου που ακολουθεί μια δική του (ιδιοτελή;) πορεία… αλλά και η ίδια η περιοχή της Μέσης Ανατολής, που δεν έχει βρεθεί ξανά σε μια τόσο «μπλεγμένη» και «εκρηκτική» κατάσταση όπως είχε άλλωστε παραδεχτεί προ μηνών ο ίδιος ο διευθυντής της CIA Ουίλιαμ Μπερνς.