Κείμενο πολιτικής με θέμα τη “Στρατιωτική Θητεία και Άμυνα” εξέδωσε το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

Τη μελέτη υπογράφουν ο αμυντικός αναλυτής κ. Μάνος Ηλιάδης (εκ των ιδρυτικών στελεχών της «Άμυνας και Διπλωματίας» το 1990 και, επί σειρά ετών, διευθυντής σύνταξής της) και ο Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, Δρ. Θάνος Ντόκος.

Όπως διευκρινίζεται στα εισαγωγικά σχόλια των συγγραφέων, στόχος της είναι “να απαντήσει στο ερώτημα αν πρέπει να εκσυγχρονιστεί ο θεσμός της στρατιωτικής θητείας για να μπορέσει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε δύο μεγάλες προκλήσεις: Πρώτον και σημαντικότερο, την εξασφάλιση επαρκούς αριθμού στρατευσίμων με στόχο την κάλυψη των αναγκών εθνικής άμυνας και δεύτερον, την αλλαγή αντίληψης των στρατευσίμων περί χαμένου χρόνου, μέσω της προσφοράς δεξιοτήτων”.

Λόγω της μεγάλης έκτασης της μελέτης (σχεδόν 40 σελίδες), η «Α&Δ» παρουσιάζει μόνον ορισμένα σημαντικά αποσπάσματά της, συμβάλλοντας στο δημόσιο διάλογο για την αναδιοργάνωση της εθνικής άμυνας.

  • Μονομερής αφοπλισμός 

Στην ουσία, η Ελλάδα κήρυξε αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 μονομερή αφοπλισμό, αφού απέτυχαν οι ανεδαφικές προτάσεις μελών της πολιτικής ηγεσίας της περί επιδιώξεως συμφωνίας με την Τουρκία για αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών. Προτάσεις που, εκτός των άλλων, αγνοούσαν ότι για την Τουρκία η αμυντική της βιομηχανία αποτελεί έναν σημαντικό κλάδο της οικονομίας της χώρας που συνεισφέρει σε αυτήν 1,5-2 δισ. δολάρια ετησίως από εξαγωγές, τεράστιες οικονομίες στους τουρκικούς εξοπλισμούς, διατηρεί χιλιάδες θέσεις εργασίας και αποτελεί μέσο διάχυσης υψηλής τεχνολογίας σε ολόκληρη την τουρκική βιομηχανία. Η παραπάνω άποψη περί μονομερούς αφοπλισμού της Ελλάδας δεν υποστηρίζεται από το ύψος των αμυντικών δαπανών από το 2005 έως και το 2009, οι οποίες παρέμειναν υψηλές λόγω κυρίως των ανειλημμένων υποχρεώσεων και της συνεχείς αναβολές πληρωμών (με ανάλογους τόκους) για το ενάμισι περίπου εξοπλιστικό πρόγραμμα (ΕΜΠΑΕ) που κατάφερε να εκτελέσει η χώρα, απόφαση που έλαβε μετά τη διαπίστωση κενού ισχύος στην κρίση των Ιμίων. Από το 2009 και μετά, όμως, η κατάσταση απεικονίζεται με περισσή σαφήνεια γιατί από το έτος αυτό, με αμυντικές δαπάνες ύψους 6,317 δισ. ευρώ (περί το 2,73% του τότε ΑΕΠ, ξεκινά μία σειρά από μειώσεις που μάλλον δεν έχουν εφαρμοσθεί ποτέ άλλοτε σε άλλη χώρα.

Έτσι, ο πρώτος μνημονιακός αμυντικός προϋπολογισμός, από 6,317 δισ. το 2009, μειώθηκε σε 4,531 δισ. το 2010 (2,03% του ΑΕΠ), προφανώς όχι κατ’ απαίτησιν της Τρόικας, που δεν είχε στην πραγματικότητα δικαίωμα να επέμβει στον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας χώρας-μέλους της Ε.Ε. που είναι ο τομέας της εθνικής άμυνας. Στην Συνθήκη της Λισαβώνας και συγκεκριμένα στο Προοίμιο- Γενικές Διατάξεις, Τίτλος Α, Άρθρο 2Β, αναφέρεται ότι «….Η Ένωση σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στην διασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητα, της δημοσίας τάξεως και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους».4 Η μείωση μάλλον οφειλόταν στην άποψη της τότε πολιτικής ηγεσίας ότι οι –θεωρούμενες ως μη-παραγωγικές– αμυντικές δαπάνες προσφέρονταν για μια σημαντική εξοικονόμηση πόρων στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης των κρατικών δαπανών.

Τη φράση «χωρίς να επηρεάζεται η αμυντική ικανότητα της χώρας» θα την βλέπουμε έκτοτε ως μόνιμη επωδό σε κάθε νέα μείωση των αμυντικών δαπανών, όπως και την περικοπή των αμυντικών δαπανών που συχνά αποκαλείται «εξορθολογισμός των αμυντικών δαπανών». Εξορθολογισμός, βέβαια, σημαίνει ότι πρώτα μελετάς ένα πρόβλημα και μετά περικόπτεις ό,τι είναι δυνατόν να περικοπεί, μέχρι να επέλθει η μέγιστη βελτιστοποίηση του οφέλους με το μικρότερο δυνατόν κόστος. Όταν πέρα του σημείου αυτού συνεχίζει κάποιος να περικόπτει –και μάλιστα χωρίς καμία μελέτη- με επίκληση την ανάγκη εξορθολογισμού των δαπανών και μετά ψάχνει να βρει τις ζημιές που έκανε -και μάλιστα χωρίς να τις επανορθώνει- τότε αυτό που χρειάζεται εξορθολογισμό δεν είναι οι δαπάνες, αλλά αυτός που τις περιέκοψε σε τέτοιο βαθμό και με αυτόν τον τρόπο. Οι περικοπές των αμυντικών δαπανών συνεχίσθηκαν και τα επόμενα έτη.

Με τον αμυντικό προϋπολογισμό του 2017 και 2018 να είναι σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα (3,08 δισ. το 2017 και 3,18 δισ. το 2018) και την κατάσταση στη χρηματοδότηση της άμυνας να εκτιμάται σχεδόν μετά βεβαιότητας ότι θα παραμείνει η ίδια τουλάχιστον μέχρι το 2022, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, όπως τις ξέραμε μέχρι πρόσφατα, θα είναι πλέον μία μακρινή ανάμνηση (αν δεν είναι ήδη) και μάλιστα χωρίς καμία ελπίδα επανόδου στο παρελθόν λόγω των υπερβολικών, αν όχι και «εγκληματικών» περικοπών του προϋπολογισμού τους. Να σημειωθεί ότι στις ένοπλες δυνάμεις, ό,τι χτίζεται με κόπο, εμπειρία ετών και αίμα, δεν ξαναφτιάχνεται παρά σε βάθος χρόνου και ικανή χρηματοδότηση και ότι αυτή η υποβάθμιση του αμυντικού μηχανισμού της χώρας σημειώθηκε ακριβώς την περίοδο της κάθετης ανόδου της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας.

Επισημαίνεται ότι περικοπές αυτής της εκτάσεως και σε τόσο μικρό χρόνο δεν έχουν σημειωθεί σε καμία άλλη χώρα του δυτικού κόσμου -και όχι μόνο- και ότι ακόμη και περικοπές των αμυντικών δαπανών της τάξεως του 10-15% (και όχι 52% όπως στην περίπτωση της Ελλάδας) γίνονται σε βάθος χρόνου (4 έως και 10 ετών) και φυσικά επί τη βάσει συγκεκριμένου και καλά επεξεργασμένου αμυντικού σχεδιασμού.

TΟ ΠΛΗΡΕΣ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ «Α&Δ» ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ.