Μέγιστο μάθημα αποτροπής η ελληνική επιτυχία στον Έβρο
Η εκδήλωση των τουρκικών ενεργειών παραβίασης και αμφισβήτησης των εναερίων, θαλασσίων και χερσαίων συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος (συμμάχου της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ) κλιμακώνεται. Άγνωστη, σε μένα τουλάχιστον, είναι η χρονική στιγμή εκδήλωσης της νέας επιθετικής της ενέργειας. Δεν είμαι, επίσης, σε θέση να αξιολογήσω τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην Τουρκία. Θέλω να ελπίζω ότι δεν υπάρχει τη στιγμή αυτή τουλάχιστον διαφωνία ή ένσταση: πρόκειται για επιθετικές ενέργειες (acts of aggression) που παραβιάζουν σωρευτικά το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (προοίμιο άρθρο 1, παρ.1 και άρθρο 2, παρ.3 και 4).

Οι τουρκικές ενέργειες παραβιάζουν, επίσης, το Προοίμιο του Καταστατικού Χάρτη του ΝΑΤΟ (Συνθήκη της Ουάσιγκτον της 4ης Απριλίου 1949) που ορίζει: «τα Κράτη-Μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας επιβεβαιώνουν την προσήλωσή τους στους σκοπούς και στις αρχές του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών και την επιθυμία τους να ζήσουν ειρηνικά με όλους τους λαούς και όλες τις κυβερνήσεις. Είναι αποφασισμένα να διαφυλάξουν την ελευθερία, την κοινή κληρονομιά και πολιτισμό των λαών τους, που θεμελιώνονται στις αρχές της δημοκρατίας, της ατομικής ελευθερίας και του κράτους δικαίου». Επιπλέον, το Άρθρο 1 επισημαίνει ότι «τα Μέρη αναλαμβάνουν, σύμφωνα με τo Χάρτη του ΟΗΕ, να λύσουν οποιαδήποτε διαφορά στην οποία ενδέχεται να έχουν εμπλακεί με ειρηνικά μέσα κατά τρόπον, ώστε η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη να μην τίθενται σε κίνδυνο, και να απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από την απειλή ή χρήση βίας κατά οποιοδήποτε τρόπο ασύμβατο με τους στόχους των Ηνωμένων Εθνών». Ποια -αλήθεια- αξιοπιστία και τι αποθέματα κύρους διαθέτει σήμερα, απέναντι στη Ρωσία και στον πρόεδρο κ. Βλαντιμίρ Πούτιν, η Βορειοατλαντική Συμμαχία, όταν, τη στιγμή που ένας σύμμαχος (Τουρκία) επιδιώκει παράνομα να παραβιάσει τα σύνορα του γειτονικού του συμμάχου (Ελλάδα), νίπτει τας χείρας του και, στην πραγματικότητα, βάζει πλάτη στον επιτιθέμενο;
Απόκρουση
Οι τουρκικές επιχειρήσεις παραβίασης των χερσαίων συνόρων της Ελλάδος -κράτους μέλους του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης-στον Έβρο και, κατά θάλασσα, στο Αιγαίο, με πολιορκητικό κριό τις στρατιές ταλαιπωρημένων, αποκρούστηκαν. Η Τουρκία, σωρευτικά, υποτίμησε τη βούληση, τις δυνατότητες, την οργάνωση και τα κίνητρα των Ελλήνων. Η στάση της πολιτικής ηγεσίας ήταν καταλυτική. Αποτυπώθηκε στη, επίσης καταλυτική για τη συνέχεια, κυβερνητική δήλωση της Κυριακής 1ης Μαρτίου μετά την, υπό τον κ. Πρωθυπουργό, συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Με καρτερία, όπως αρμόζει σε τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις, περίμενα και εγώ να ακούσω το περιεχόμενο της επίσημης ανακοίνωσης. Δεν κρύβω ότι αισθάνθηκα ανακούφιση. Διαπίστωσα ότι είναι γραμμένη σε ύφος δωρικό και γλώσσα καθαρά επιχειρησιακή. Για το λόγο αυτό, ξεχωρίζει. Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι συντάχθηκε σε καθεστώς πρωτοφανούς πίεσης στα σύνορά μας με την Τουρκία και ανάλογης πίεσης στα κυβερνητικά γραφεία. Εύχομαι να αποτελέσει βασικό πολιτικό και επιχειρησιακό κείμενο αναφοράς.

Η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου, υφυπουργού κ. Στέλιου Πέτσα, άφησε εκτός κειμένου –πράγμα σπάνιο στη σύγχρονη ιστορία μας– τους κλασικούς όρους περί «ψυχραιμίας και νηφαλιότητας». Χρήσιμοι κατά καιρούς μεν, αλλά αναποτελεσματικοί ως μέσον αποτροπής, ανάσχεσης και απόκρουσης επιθετικών ενεργειών. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν μονίμως να υποκαθιστούν (όταν δεν αντικαθιστούν) την απουσία στρατηγικής. Το περιεχόμενό της κυβερνητικής δήλωσης θα μπορούσα να ισχυρισθώ, αν δεν θεωρηθεί υπερβολή, ότι αναδεικνύει και τα στοιχεία του δόγματος εθνικής ασφάλειάς μας. Επιτέλους! Αντανακλούν αποφασιστικότητα και σθένος. Αντιστοιχεί πλήρως με το βαρύ φορτίο –το καθήκον– που φέρουν στους ώμους τους εκείνοι που επιχειρούν στην πρώτη γραμμή. Επίσης, στηρίζεται στη γνώση και όχι, όπως έχουμε επί μακρόν εθιστεί, στο συναίσθημα ή στην αξιολόγηση και στη γνώμη.
Καλόν είναι να θυμηθούμε ότι η κυβέρνηση του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, στην πιο κρίσιμη στιγμή, ευτυχώς αγνόησε τις γνωστές και τις λιγότερο γνωστές πολιτικές και ακαδημαϊκές φωνές που προηγήθηκαν ευαγγελιζόμενες την ανάγκη επίδειξης -και πάλι- πολιτικής κατευνασμού και συνδιαλλαγής με την Τουρκία. Αυτές που, εδώ και μερικούς μήνες, σταθερά υποδείκνυαν διαφορετικό δρόμο αντιμετώπισης των ενεργειών της Αγκύρας. Θετικά αξιολογώ και την προσωπική στάση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Αλ. Τσίπρα. Η λακωνική του δήλωση ήρθε στην κατάλληλη στιγμή. Εν τούτοις, οι κακοφωνίες και οι παραφωνίες δεν έλειψαν. Κρίμα! Ουδέποτε, βέβαια, απουσίαζαν στην ιστορία μας. Δεν απουσίαζαν ούτε κατά τις μεγάλες στιγμές τις οποίες θυμόμαστε και τιμούμε 2.500 χρόνια μετά.
Ορθή διαχείριση
Η αποφασιστικότητα, οι επιχειρησιακές και οργανωτικές δυνατότητες, που αναδείχθηκαν στον Έβρο κυρίως, πολλαπλασιάζουν τόσο την αντίληψη (perception), όσο και την πραγματική αποτρεπτική ικανότητα της Ελλάδος. Επιβάλλουν στην αλαζονική ηγεσία της -εξ ανατολών γείτονος και συμμάχου στο ΝΑΤΟ- Τουρκίας να αναλογισθεί ότι πρέπει να υπολογίσει πολλαπλάσιο κόστος για μία στρατιωτική επιχείρηση κατά της Ελλάδος. Αυτό είναι, για μένα, το μεγαλύτερο όφελος της δικής μας στάσης και συμπεριφοράς στον Έβρο. Όχι μόνο τονώθηκε η αυτοπεποίθησή μας, αλλά -ταυτόχρονα- πολλαπλασιάστηκαν τα ερωτηματικά για την άλλη πλευρά. Το κόστος ενός πολέμου θα αποδειχθεί για τον κ. Ρ. Τ. Ερντογάν, προσωπικά, μεγαλύτερο του προσδοκώμενου οφέλους.

Η διαχρονική στάση και πολιτική κατευνασμού, που ακολούθησε έναντι της Τουρκίας η Ελλάδα, οδήγησε την Άγκυρα σε εσφαλμένη εκτίμηση. Μας υποτίμησε, όπως άλλωστε συνηθίζει. Και όμως. Η υποτιμημένη, από την Τουρκία, Ελλάδα, ευτυχώς, διαθέτει καλή πληροφόρηση. Καλύτερη πάντως εκτίμηση της κατάστασης στα ελληνοτουρκικά σύνορα και, ειδικότερα, στον Έβρο σε σχέση με την Τουρκία. Βρισκόμαστε, εδώ και καιρό, στο μάτι του κυκλώνα ενός ψυχολογικού πολέμου. Η πολλών επιπέδων, εκφάνσεων και φάσεων κρίση με την Τουρκία είναι σε κλιμακωτή εξέλιξη.
Δεν είναι εποχή για μαθήματα και υποδείξεις από μας, «τους απ’ έξω», σε αυτούς που έχουν την πολιτική και καθημερινή επιχειρησιακή ευθύνη της διαχείρισης της κατάστασης στο θεσμικό μας σύστημα των υπουργείων και υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας. Ταυτόχρονα όμως επιβάλλεται να μην σκεφτόμαστε αποκλειστικά και μόνο μέσα στο επιχειρησιακό πλαίσιο μίας, για πολλούς, «αναπόφευκτης στρατιωτικής σύγκρουσης». Με άγνωστες -και για τις δύο γειτονικές χώρες- επιπτώσεις και τη -βέβαιη και ταυτόχρονη- αυτοδιάλυση του ήδη «κλινικά νεκρού» ΝΑΤΟ. Με διαπιστωμένη την επιχειρησιακή ετοιμότητα, το βελτιωμένο ηθικό και την ισχυρή εσωτερική νομιμοποίηση, η Αθήνα θα μπορούσε να ενισχύσει τη «διεθνή νομιμοποίηση» της θέσης της, αναπτύσσοντας τώρα μία δέσμη διπλωματικών πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση της Τουρκίας.
Παράλληλα, η Αθήνα γνωρίζει ότι το θεσμικό σύστημα εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας, σε όλα τα επίπεδα σκέπτεται και συσκέπτεται. Πράγμα όχι συνηθισμένο, σήμερα η Ελλάδα είναι στο κέντρο των διαβουλεύσεων. Για τον πρόεδρο της Τουρκίας, η πολιτική, προπαγανδιστική και επιχειρησιακή εμμονή του με την Ελλάδα είναι πλέον σε «σημείο μη επιστροφής» (point of no return). Δεν αφορά μόνο τους ενεργειακούς πόρους και τον κατάλογο των ανοικτών ζητημάτων που είναι επισήμως καταγεγραμμένα από την Άγκυρα. Οι προσβολές, που καθημερινά εκτοξεύονται από το (θεσμικό) υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας, δίνουν το ακριβές στίγμα. Σήμερα, ο πρόεδρος Ερντογάν δεν θα διστάσει να προκαλέσει προμελετημένο θερμό επεισόδιο (μία «Ερντογανική Βαριοπούλα») και στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα.
Ο κ. Ερντογάν νιώθει ότι το κύρος του έχει πληγεί σε ένα μέτωπο στο οποίο θεωρούσε ότι μπορούσε να κινηθεί με μεγάλη άνεση και σιγουριά. Δεν θα δίσταζε να προκαλέσει σύγκρουση με την Ελλάδα, αν θεωρήσει ότι θα αρκούσε, για να του εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση, την παραμονή του στην εξουσία και την προσωπική του ασφάλεια. Στην απόφασή του αυτή, θα έχει την ομόθυμη στήριξη του συνόλου του πολιτικού κόσμου της Τουρκίας και θα προκαλέσει την αγαλλίαση και τον ενθουσιασμό της κοινής γνώμης. Η σκληρή τιμωρητική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν ο υψηλότερος κοινός παρονομαστής στην Κεμαλική Τουρκία. Παραμένει -ανεξαρτήτως ιδεολογίας και ηγεσίας- η πανίσχυρη συγκολλητική ουσία και στη μετα-Κεμαλική Τουρκία του προέδρου κ. Ερντογάν.

Ας ξεκαθαρίσω ότι θεωρώ αφενός τη διπλωματία μονόδρομο και αναγκαία και αφετέρου χρήσιμη και σκόπιμη την άμεση και συνεχή επικοινωνία με την Άγκυρα στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο. Ειδικά στη φάση αυτή που, από τη δική μας πλευρά, απαιτείται αυξημένη αποφασιστικότητα, στρατιωτική ετοιμότητα -συνάμα δε, σύνεση. Η στάση μας δεν είναι δυσνόητη και περίπλοκη. Η στρατιωτική εμπλοκή δεν ήταν και δεν είναι επιλογή της Ελλάδος. Εάν όμως καταστεί αναπόφευκτη με πρωτοβουλία της γειτονικής Τουρκίας, η Ελλάδα διαθέτει τη θέληση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα να απαντήσει.
Οι πρόσφατες εξελίξεις με οδηγούν στην εξαγωγή ενός άβολου συμπεράσματος. Γνωρίζω ότι το συμμερίζονται πολλοί. Όταν παραμένεις προσκολλημένος στην πολιτική του κατευνασμού, δείχνοντας τάσεις υποχωρητικότητας, αργά ή γρήγορα θα έλθει η στιγμή που θα αναγκαστείς να επιλέξεις μεταξύ της ταπείνωσης και της στρατιωτικής σύγκρουσης. Να γιατί, εκτιμώ ότι η στάση της Ελλάδος στον Έβρο ενισχύει τη δυνατότητα αποτροπής και μας απομακρύνει από το «δίλημμα» αυτό.