Μαύρη σελίδα χωρίς αντίδραση
Στη φωτογραφία ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης με τον Κύπριο πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη σε παλαιότερη συνάντησή τους στο Μαξίμου.
Η Τουρκία -για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις- θα καταγράψει, την προσεχή εβδομάδα, άλλη μία τακτική νίκη στα σχέδιά της για ουδετεροποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ουσιαστική προσάρτηση των κατεχομένων βόρειων εδαφών της.
Ο πρόεδρος Ρ. Τ. Ερντογάν θα επισκεφθεί τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο και το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι ακριβώς θα εξαγγείλει (απόδοση ελληνοκυπριακών περιουσιών υπό παράνομη τουρκοκυπριακή διοίκηση, λειτουργία τζαμιού, πρόσκληση ξένων επιχειρηματιών στα Βαρώσια, βάση drones κ.λπ.), αλλά πόσο γρήγορα θα εδραιωθούν τα νέα τετελεσμένα και αν ο Ελληνισμός μπορεί να αντιδράσει.
Η απάντηση είναι δυστυχώς άκρως δυσάρεστη για τα κυπριακά και τα ελλαδικά συμφέροντα. Ο πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης δεν καταφέρνουν να κινητοποιήσουν επαρκώς τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., ώστε να συγκρατήσουν τον κ. Ερντογάν. Γράφεται άλλη μία μαύρη σελίδα στο Κυπριακό, χωρίς αποτελεσματική αντίδραση.
Η ελληνική κυβέρνηση διερεύνησε όντως τις δυνατότητες προσωπικής παρέμβασης του κ. Τζο Μπάιντεν, ο οποίος είναι ο μόνος Αμερικανός πρόεδρος των τελευταίων δεκαετιών με πολυετή γνώση του Κυπριακού και προσωπική ανάμιξη σε παλαιότερους χειρισμούς. Το κύριο συμπέρασμα όμως είναι ότι ο κ. Μπάιντεν -εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- δεν θα καταφέρει να συνετίσει τον Τούρκο ομόλογό του. Ενδεχομένως να αποτρέψει ορισμένες ακραίες τουρκικές ενέργειες, αλλά όχι τον πυρήνα των σχεδίων της Άγκυρας.
Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι ο Λευκός Οίκος θα υψώσει τους τόνους και θα παρέμβει αποφασιστικά στην Άγκυρα (άγνωστο βέβαια αν θα εισακουστεί) μόνον στην περίπτωση που ο κ. Μπάιντεν πειστεί σχετικά από ισχυρά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος ή άλλες προσωπικότητες στην Ουάσιγκτον. Διαφορετικά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα ακολουθήσει την εισήγηση των υπηρεσιακών στελεχών του Στέητ Ντηπάρτμεντ, του Πενταγώνου και του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας ότι δεν πρέπει να γίνουν αμερικανικές ενέργειες που θα ωθούσαν τον κ. Ερντογάν ακόμα πιο κοντά στη Μόσχα. Άλλωστε, από τις αρχές του έτους και σε αντίθεση με την υπεραισιοδοξία του Μεγάρου Μαξίμου περί προνομιακών σχέσεων Μητσοτάκη-Μπάιντεν, Αμερικανοί διπλωμάτες είχαν προβεί σε σαφείς προειδοποιήσεις. Τόνιζαν ότι οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες για μία νέα πρωτοβουλία ή διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό, οπότε δεν χρειαζόταν ο κ. Μπάιντεν να ξοδέψει προσωπικό διπλωματικό κεφάλαιο άνευ λόγου.
Πάντως το παρήγορο στοιχείο είναι ότι -επίσημα και ανεπίσημα- η Ουάσιγκτον απορρίπτει κατηγορηματικά τις τουρκικές προτάσεις περί δύο κρατών, επιβεβαιώνοντας την προσήλωσή της στα ψηφίσματα του ΟΗΕ για τη συγκρότηση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η ίδια θέση γίνεται σεβαστή ακόμα και από όσους Αμερικανούς διπλωμάτες στην πρεσβεία της Λευκωσίας (και όχι της Αθήνας) εκφράζονται κυνικά, κρίνοντας πως -ό,τι κι αν κάνει ο κ. Ερντογάν στις 20 Ιουλίου- η ελληνική πλευρά δεν έχει πραγματική βούληση δυναμικής αντίδρασης.
Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι και η Βρετανία, που στις αρχές του έτους είχε εξοργίσει τα υπουργεία Εξωτερικών της Ελλάδας και της Κύπρου με διάφορες ιδέες παράκαμψης του πλαισίου του ΟΗΕ, αναγνωρίζει πλέον ότι η τουρκική εμμονή σε δύο κράτη δεν αποτελεί αφετηρία συζήτησης.
Από την πλευρά της, η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα υπερβεί τα συνήθη όρια φραστικής καταδίκης των όποιων ενεργειών του Τούρκου προέδρου. Στο διπλωματικό παρασκήνιο των Βρυξελλών έχουν ακουστεί διάφορα αντιφατικά σχόλια: από το ότι απλώς «η Τουρκία δεν θα πρέπει …να το παρακάνει» μέχρι και ότι «οι Κύπριοι δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικοί στις αντιδράσεις τους».
Το στοιχείο διαφοροποίησης της τρέχουσας περιόδου από παλαιότερες κρίσεις του Κυπριακού είναι ότι η Άγκυρα βρίσκεται σε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας περισσότερο με την Ε.Ε. και λιγότερο με τις ΗΠΑ. Παρά τις αυτάρεσκες απόψεις αρκετών κυβερνητικών παραγόντων στην Αθήνα περί απομόνωσης του Τούρκου προέδρου, η αλήθεια είναι ότι τόσο ο κ. Ερντογάν, όσο και αξιωματούχοι του στενού κύκλου του με πρώτο τον σύμβουλο Ιμπ. Καλίν, συνομιλούν με την ηγεσία της Ε.Ε. επί πολλών θεμάτων. Το κυριότερο είναι το Μεταναστευτικό (και η σχετική οικονομική βοήθεια) και μόνον παρεμπιπτόντως γίνονται αναφορές στο Κυπριακό για το οποίο η τουρκική πλευρά δίνει -αναξιόπιστες- καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις. Οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. θεωρητικά εξετάζουν, σε περίπτωση ακραίων τουρκικών ενεργειών, την πιθανότητα ενεργοποίησης των όρων που είχαν τεθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του φετινού Μαρτίου. Ωστόσο δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός επιβολής μέτρων στην Τουρκία και θεωρείται δύσκολο να υπάρξει έκτακτη σύγκληση κορυφαίων οργάνων της Ε.Ε. ακόμα και αν το ζητούσαν επειγόντως η Ελλάδα και η Κύπρος.