Η αυριανή σύγκληση έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (μέσω τηλεδιάσκεψης για τέταρτη φορά), για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19, δεν θα προσφέρει ουσιαστικές απαντήσεις για το χρόνο και τον τρόπο της ανάκαμψης, ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον πρόσθετο κίνδυνο εγκλωβισμού της σε λαβύρινθο αποφάσεων που θα ληφθούν από τα ισχυρά «βόρεια» μέλη της Ε.Ε.

Κατά την προηγούμενη τηλεδιάσκεψη, της 26ης Μαρτίου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης άκουσε τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των άλλων μελών της Ε.Ε., καθώς και τους προέδρους του Συμβουλίου, Σ. Μισέλ, και της Κομισιόν, Ουρ. φον ντερ Λάιεν, να αισιοδοξούν για την υιοθέτηση ουσιαστικών μέτρων κατά το Eurogroup της 9ης Απριλίου. Ως γνωστόν, σχεδόν όλοι στις Βρυξέλλες και στις πρωτεύουσες των χωρών-μελών συμφωνούν ότι οι θεωρητικές αποφάσεις του Eurogroup επί μελλοντικών μέτρων οικονομικής στήριξης ήταν, τελικά, κατώτερες των περιστάσεων. Στην πραγματικότητα, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης απέτυχαν να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ακόμα και για το ελάχιστο, δηλαδή τις βασικές πτυχές της Κοινής Δήλωσης της 26ης Μαρτίου που προέτρεπε σε δράσεις για τη διατήρηση της ρευστότητας με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Από την πλευρά τους, ο κ. Μισέλ και η κα. Λάιεν υλοποίησαν, εν μέρει και γενικόλογα, το δευτερεύον σκέλος της Δήλωσης περί κοινού σχεδίου άρσης των περιορισμών για την πανδημία που, στην πραγματικότητα, αποτελεί αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων.

Αύριο, στη νέα τηλεδιάσκεψη, το Συμβούλιο και η Κομισιόν είναι αμφίβολο αν θα παρουσιάσουν, όπως διαβεβαιώνουν, συγκεκριμένο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης. Ο στόχος ήταν το σχέδιο να παρουσιαστεί σε συνεργασία με την ΕΚΤ, η οποία (μέχρι χθες τουλάχιστον) είχε μεν καταλήξει στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές, αλλά όχι και σε συγκεκριμένα μέτρα εξαιτίας των εσωτερικών διαιρέσεών της και της καθυστέρησης του πιο ισχυρού παίχτη -του Βερολίνου- να ανοίξει τα χαρτιά του. Με αυτό το δεδομένο, η πιθανότερη εξέλιξη είναι ότι (και) κατά την αυριανή τηλεδιάσκεψη θα υπάρξουν απλώς ευχολόγια για κοινή δράση σε τέσσερα κεφάλαια:

  • Πρώτον, αξιοποίηση κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, του ESΜ, για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων κρίσεων, όπως η παρούσα, χωρίς πάλι να διευκρινίζονται οι εναλλακτικές χρήσεις τους με ευνοϊκούς όρους ή εντός αυστηρού πλαισίου, όπως τα μνημόνια της περασμένης δεκαετίας.
  • Δεύτερον, υιοθέτηση παρόμοιων δημοσιονομικών μέτρων σε κάθε χώρα-μέλος. Δεν θα αποσαφηνίζεται (όπως και στις 26 Μαρτίου και 9 Απριλίου), αν θα υπάρξει -και σε ποια έκταση- ελαστικότητα ή προσωρινός παραμερισμός ή και πλήρης αγνόηση των αυστηρών μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας της Ευρωζώνης.
  • Τρίτον, στήριξη και έγκριση των εισηγήσεων, που έχουν κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για ταχεία και απλούστερη έγκριση χρηματοδοτικών προγραμμάτων που θα είναι μέρος των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης.
  • Τέταρτον, επαναπρογραμματισμός του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ/MFF) για το οποίο, όπως ανέφερε την περασμένη εβδομάδα η «δ», έχει βολιδοσκοπηθεί ο κ. Μητσοτάκης από τον Επίτροπο Προϋπολογισμού της Ε.Ε., Γιοχάνες Χαν, προ δεκαπενθημέρου. Ο Πρωθυπουργός θα κληθεί να διευκρινίσει στην τηλεδιάσκεψη, αν η Ελλάδα προτιμά είτε την άμεση λήψη έκτακτων μέτρων για το 2020-21 (και μετάθεση της διαπραγμάτευσης για το υπόλοιπο ΠΔΠ αργότερα) είτε την έγκριση των προηγούμενων σχεδίων της Κομισιόν για το ΠΔΠ που πάντως είχαν απορριφθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 20-21 Φεβρουαρίου. Πρόκειται για δίλημμα που κρύβει, ούτως ή άλλως, κακές λύσεις. Γιατί τα μεν έκτακτα μέτρα θα ήταν χρήσιμα (ειδικά για την Ελλάδα ενόψει μεγάλης ύφεσης), αλλά η μελλοντική διαπραγμάτευση θα φέρει περιορισμένα κονδύλια, αφού όλα τα συνεισφέροντα μέλη της Ε.Ε. θα είναι φτωχότερα. Το δε αρχικό σχέδιο του Φεβρουαρίου δεν προσφέρει εγγυήσεις λόγω του χρηματοδοτικού κενού του Brexit και της κρίσης του Covid-19 που μεσολάβησε το τελευταίο δίμηνο.

Σύμφωνα με ορισμένες πηγές στις Βρυξέλλες (μάλλον απαισιόδοξες, αλλά που, κατά κανόνα, επιβεβαιώνονται), η τηλεδιάσκεψη θα καταλήξει σε μια εκ νέου, μεγαλοπρεπή επιστροφή του θέματος στο Eurogroup. Οι υπουργοί Οικονομικών αποτελούν φυσικά τους κατεξοχήν αρμοδίους για την εξειδίκευση των όποιων μέτρων, αλλά οι ίδιες πηγές εξηγούν ότι η Γερμανία και οι υποστηρικτές της θέλουν να καθυστερήσουν τις αποφάσεις τους μέσω νεότερων εισηγήσεων. Μεταξύ άλλων, το Βερολίνο σκέφτεται την υποβολή καινούριας πρότασης για το ΠΔΠ (δηλαδή παραπομπή στις ευρωπαϊκές καλένδες) και την υιοθέτηση έκτακτου προϋπολογισμού «πολεμικών συνθηκών», χωρίς πάντως και πάλι να διευκρινίζει τι θα γίνει με τα κριτήρια δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Δημοσιεύθηκε Στην εφημερίδα Δημοκρατία στις 22 Απριλίου 2020.