Η κυβέρνηση πέτυχε, στις πλέον των 100 ημερών που μεσολάβησαν από την ορκωμοσία της, να παρουσιάσει μια ανανεωμένη εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, αλλά, δυστυχώς, σειρά λαθών και παραλείψεων στο ίδιο διάστημα και η δυσμενέστατη διεθνής συγκυρία συσσωρεύουν άγχη και ανησυχίες για τις επικείμενες εξελίξεις.

Στο μέτωπο της Τουρκίας, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. ∆ένδιας και η διπλωματική σύμβουλος του Μαξίμου, Αλ. Παπαδοπούλου, εξάρτησαν πολλά από τη λεγόμενη «επανεκκίνηση» των διμερών σχέσεων. Ο σχεδιασμός είχε βάση, καθώς ο διάλογος είναι απαραίτητος για την πρόληψη μεγαλύτερων εντάσεων, αλλά αποδείχθηκε υπεραισιόδοξος. Η συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στις 25 Σεπτεμβρίου, σφραγίστηκε από τη μη έγερση του ζητήματος των προκλήσεων στο Αιγαίο και από τη δέσμευση σύγκλησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, χωρίς ελληνικούς όρους και υποκύπτοντας στο -επί διετία- αίτημα της Άγκυρας που επιδιώκει να παρουσιάσει, μέσω του Συμβουλίου, ψευδή εικόνα κανονικότητας.

Η ελληνική πλευρά αναχώρησε με θετικές εντυπώσεις από τη Νέα Υόρκη μέχρι που διαψεύστηκε, ελάχιστες μέρες αργότερα, από την επιθετικότερη στρατηγική της Άγκυρας στο Μεταναστευτικό με καταιγισμό δημόσιων και (το χειρότερο) παρασκηνιακών απειλών. Σύμφωνα με εγκυρότατες πηγές, το ελληνικό μήνυμα, που έχει μεταδοθεί στις ΗΠΑ, είναι ότι χωρίς ουσιαστική αμερικανική παρέμβαση είναι πλέον ανεδαφική η προσδοκία της «επανεκκίνησης». Η Ουάσιγκτον θα την επιθυμούσε, ειδικά στα ενεργειακά θέματα, αλλά και οι δικές της προβληματικές σχέσεις με την Άγκυρα δεν επιτρέπουν πολλές ελπίδες.

Η συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν (εκατέρωθεν, οι υπουργοί Εξωτερικών Ν. Δένδιας και Μ. Τσαβούσογλου) στη Νέα Υόρκη, στις 25 Σεπτεμβρίου, σφραγίστηκε από τη μη έγερση του ζητήματος των προκλήσεων στο Αιγαίο και από τη δέσμευση σύγκλησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, ενώ ακολούθησε επιδείνωση του Μεταναστευτικού.

Ταυτόχρονα, στο κεφάλαιο των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ, ο υπουργός Εξωτερικών Μ. Πομπέο στήριξε από τις πρώτες ημέρες τη νέα κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης διαβεβαίωσε αμέσως τον πρεσβευτή Τζ. Πάιατ για την ετοιμότητά του να προχωρήσει στην επικαιροποίηση της Αμοιβαίας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) του 1990. Στο πλαίσιο αυτό, κατά τις συνομιλίες με τον βοηθό υπουργό Εξωτερικών Φ. Ρίκερ στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου, ο κ. ∆ένδιας πέτυχε την αμερικανική συναίνεση να λυθεί πρώτα το άμεσο ζήτημα της ανανέωσης του παραρτήματος της MDCA και, στη συνέχεια, να εξεταστεί η έναρξη διαπραγματεύσεων για αλλαγές στο κυρίως κείμενο της Συμφωνίας. Στα τέλη Αυγούστου, ακολούθησε ερώτημα της Αμερικανικής Πρεσβείας για τα ανταλλάγματα που θα ζητούσε η Ελλάδα, όπως είναι θεμιτό μεταξύ συμμάχων και συνέβη το 1990. Οι τότε ανταλλαγείσες επιστολές ΣαμαράSotirhos εξασφάλιζαν δωρεάν παροχή 28 αεροσκαφών F-4E, 28 Α-7, έξι P-3A, τεσσάρων αντιτορπιλικών κατευθυνόμενων βλημάτων και επιπλέον δωρεάν βοήθεια 345 εκατομμυρίων δολαρίων από τα προγράμματα FMS μαζί με πρόσθετο υλικό ανατολικής προέλευσης από τις συμφωνίες αφοπλισμού CFE στην Ευρώπη.

Το ελληνικό μήνυμα, που έχει μεταδοθεί στις ΗΠΑ, είναι ότι χωρίς ουσιαστική αμερικανική παρέμβαση είναι πλέον ανεδαφική η προσδοκία της «επανεκκίνησης» μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Στη φωτογραφία (από αριστερά, κυκλικά), ο γ.γ. του υπουργείου Εξωτερικών Θεμ. Δεμίρης, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας, ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Κυρ. Λουκάκης, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζ. Πάιατ, ο υπουργός Εξωτερικών Μ. Πομπέο και ο βοηθός υπουργός Φ. Ρίκερ.

Ωστόσο (γι’ άγνωστους λόγους) η κυβέρνηση ούτε παρόμοια ανταλλάγματα ζήτησε ούτε πρότεινε ημερομηνία διαπραγμάτευσης για τον κορμό της MDCA με αποτέλεσμα να χαθεί μία ιστορική ευκαιρία. Η θετική εξέλιξη από την υπογραφή του νέου παραρτήματος της MDCA, στις 5 Οκτωβρίου, είναι η αμερικανική δέσμευση -γενναίας- χρηματοδότησης των έργων εκσυγχρονισμού και επέκτασης υποδομών στη Σούδα, το Μαράθι, το Στεφανοβίκιο, τη Λάρισα και την Αλεξανδρούπολη. Υπάρχει, επίσης, ενδιαφέρον για την ιδιωτικοποίηση της ΕΑΒ, η οποία συνεργάζεται ήδη με τη Lockheed Martin, αλλά θα πρέπει προηγουμένως να πληρούνται αυστηρά επενδυτικά κριτήρια. Άλλες επενδύσεις δύσκολα θα προέλθουν από τις ΗΠΑ, ενώ συνεχίζεται και η ανησυχία της Ουάσιγκτον για τις σχέσεις Αθήνας-Πεκίνου.

Παράλληλα, ως προς τα Βαλκάνια,η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από το βέτο της Γαλλίας και άλλων χωρών στον ορισμό ημερομηνίας ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας μολονότι υπήρχε πληθώρα πληροφοριών και έπρεπε όλα τα ενδεχόμενα να έχουν εξεταστεί. Το χειρότερο είναι ότι η Αθήνα είχε αναλάβει ρόλο «λομπίστα» των Τιράνων και των Σκοπίων στις Βρυξέλλες, χωρίς να ζητήσει από τους πρωθυπουργούς Ε. Ράμα και Ζ. Ζάεφ προηγούμενες επίσημες (ή έστω άτυπες) δεσμεύσεις τους. Σήμερα, ο κ. Ράμα δεν προσφέρει εγγυήσεις για την προστασία της ελληνικής εθνικής μειονότητας και ο κ. Ζάεφ δεν προσαρμόζεται καν στην (κάκιστη) Συμφωνία των Πρεσπών και στις -στοιχειώδεις- καλές γειτονικές σχέσεις.

Λίγες εβδομάδες πριν από την υπογραφή του ανανεωμένου παραρτήματος της MDCA, η αμερικανική -περιοδική- παρουσία στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και τα εκεί έργα είχαν συζητηθεί μεταξύ του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλου (δεξιά) και του πρεσβευτή Τζ. Πάιατ (αριστερά).

Η αστάθεια στα Βαλκάνια θα συνεχιστεί, τουλάχιστον κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, ενώ ο κ. Μητσοτάκης αναπαράγει κι ένα λάθος του προκατόχου του. Φέρεται να διαβεβαιώνει ξένους συνομιλητές του ότι η Ελλάδα θα αποδεχθεί οποιαδήποτε συμφωνία Σερβίας-Κοσόβου, άρα συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής συνόρων που αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για τη χώρα μας και τα Βαλκάνια.

O αιφνιδιασμός της Αθήνας από τη γαλλική στάση έναντι της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας και τις ενταξιακές τους συνομιλίες στην Ε.Ε. είναι αδικαιολόγητος βάσει όσων είχαν συζητηθεί κατά τις συνομιλίες Μακρόν-Μητσοτάκη στα τέλη Αυγούστου.