Του Ιωάννη Σ. Λάμπρου

Στη φωτογραφία τα αεροσκάφη Rafale δεν συνιστούν μόνο την πρώτη παραγγελία μετά από 16 χρόνια (η τελευταία ήταν τα 30 F-16 block 52+adv το 2005), αλλά και τον πρώτο νέο τύπο αεροσκάφους που εντάσσεται στην Πολεμική Αεροπορία από το 1986 με τα F-16 και τα Mirage 2000.

Άνδρες πόλις και ού τείχη, ουδέ νήες ανδρών κεναί.
Η ισχύς της πόλης είναι οι άντρες και όχι τα τείχη ούτε τα άδεια πλοία.

(Θουκυδίδης Η-77)

H υπογραφή της συμφωνίας απόκτησης των γαλλικών φρεγατών Belharra, η έλευση των έξι πρώτων Rafale F3R, προ εβδομάδων, και η παραλαβή άλλων έξι μέσα στο έτος, μαζί με την προοπτική απόκτησης κορβετών με στόχο τη συμπαραγωγή τους σε ελληνικό έδαφος, καλλιεργούν προσδοκίες σε αναλυτές και πολιτικό προσωπικό, αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. Επιπλέον, εντός του έτους, θα παραδοθούν τα πρώτα αναβαθμισμένα F-16V. 

Παράλληλα, οι  τριμερείς επαφές με Λευκωσία, Τελ-Αβίβ και Κάιρο δημιουργούν την εντύπωση για άμεση και μόνιμη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό ισχύος. Η ιδέα της Ελλάδος ως προκεχωρημένου φυλακίου και τοποτηρητή των δυτικών συμφερόντων -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό-  και η θέση περί αμετάκλητης διάρρηξης των σχέσεων Άγκυρας με χώρες της Δύσης (άποψη η οποία δεν προκύπτει από πουθενά) εδραιώνει, σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, την Αθήνα ως αναπόσπαστο στρατηγικό εταίρο στους σχεδιασμούς (εν πολλοίς στη θέση της Άγκυρας, η οποία καλείται αναξιόπιστος εταίρος) όλων των χωρών με συμφέροντα και αξίωση προβολής ισχύος στην περιοχή. Η λειτουργία δε των Αθηνών, σύμφωνα με το παραπάνω αφήγημα, ως διαμετακομιστικού σταθμού (αλλά όχι παραγωγού ενεργειακών πόρων) ολοκληρώνει την αισιόδοξη, πλήρη αυτοπεποίθησης, εικόνα για τη χώρα.

Θα αφιερώσουμε λίγες γραμμές για να σχολιάσουμε κριτικά το παραπάνω αφήγημα. Υπενθυμίζουμε στους καλούς αναγνώστες πως τον περασμένο Φεβρουάριο, μέσα από τις φιλόξενες σελίδες του Άμυνα και Διπλωματία, είχαμε κάνει μια κριτική παρουσίαση του ρόλου της χώρας ως προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης.[1]

Σε τι αποσκοπεί η στρατιωτική ενίσχυση;

Αναμφισβήτητα, η αγορά αμυντικού υλικού, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δομική αναθεωρητική -μη επιρρεπή σε μεταβολή λόγω αφελών νουθεσιών των Αθηνών που αποσκοπούν στο να δει η γείτων τα «πραγματικά της συμφέροντα»- απειλή της Άγκυρας, λειτουργεί ενισχυτικά στην αποτρεπτική  ικανότητα της χώρας, ώστε η τελευταία να υπολογίζει  το κόστος από μια ενδεχόμενη απόφαση της για κλιμάκωση. Πολλώ δε μάλλον. όταν τα  αεροσκάφη Rafale δεν συνιστούν μόνο την πρώτη παραγγελία μετά από 16 χρόνια (η τελευταία ήταν τα 30 F-16block 52+adv  το 2005) αλλά τον πρώτο νέο τύπο αεροσκάφους που εντάσσεται στην Πολεμική Αεροπορία από το 1986 με τα F-16 και τα Mirage 2000.

Παράλληλα, τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη αξία, όταν αναλογιστούμε την εθνικά επιζήμια αποδοχή τεσσάρων μνημονιακών κυβερνήσεων, από το 2010 έως και το 2019, μη εξαίρεσης των αμυντικών δαπανών από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, χάνοντας σχεδόν δώδεκα χρόνια με την Άγκυρα το ίδιο διάστημα να διευρύνει την αμυντική τεχνολογική της βάση και να διαθέτει έσοδα δις ευρώ από τις εξαγωγές αμυντικού υλικού. Η ελληνική εμμονή να παρουσιάζει την αγορά πολεμικού υλικού μονοσήμαντα σαν κόστος και βάρος και όχι σαν ευκαιρία διεύρυνσης της εγχώριας τεχνολογικής βάσης, ενίσχυσης της εργασίας και εξαγωγών (άρα εισροή κεφαλαίων) εξηγεί τον λόγο για τον οποίο η Άγκυρα δεν μπορεί να συμμεριστεί το αφήγημα περί μείωσης των εξοπλισμών. Αυτό που συνιστά βάρος για μια χώρα η οποία εισάγει τον οπλισμό της, για μια άλλη που παράγει τα μέσα αμύνης της (όχι όλα, αλλά αρκετά) τούτο προσδίδει τεχνολογική γνώση, πλούτο  πέραν του μεγαλύτερου βαθμού  αυτονομίας και αυτοπεποίθησης.

H Άγκυρα δεν μπορεί να συμμεριστεί το αφήγημα περί μείωσης των εξοπλισμών, γιατί αυτό που συνιστά βάρος για μια χώρα η οποία εισάγει τον οπλισμό της (όπως η Ελλάδα), για μια άλλη που παράγει αρκετά από τα μέσα αμύνης της (όπως η Τουρκία) προσδίδει τεχνολογική γνώση και πλούτο πέραν του μεγαλύτερου βαθμού αυτονομίας και αυτοπεποίθησης. Στη φωτογραφία, ο Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν (κέντρο) και ο υπουργός Άμυνας Χ. Ακάρ (αριστερά) κατά την τελετή καθέλκυσης φρεγάτας κλάσης “Istanbul” στις 23 Ιανουαρίου 2021.

Η κατάσταση επιδεινώνεται για την πρώτη χώρα (την εθισμένη στις εισαγωγές…), όταν οι επιλογές της (αρκετές φορές) δεν καθορίζονται από τις επιχειρησιακές της ανάγκες, αλλά από την προσπάθεια προσέλκυσης συμμαχιών και στήριξης των θέσεων της διεθνώς. Εξαγοράζει -έτσι νομίζει- τη στήριξη με παραγγελίες οπλικών συστημάτων αντί να καθίσταται ελκυστική σε συμμαχικές προτάσεις μέσω της εγχώριας παραγωγής αμυντικού υλικού και της αποφασιστικότητας – για ολική ρήξη με όποιον επιβουλεύεται την εδαφική της ακεραιότητα-  που η παραγωγή ιδίου οπλισμού συνεπάγεται.

Η απουσία παραγωγής εγχώριου αμυντικού υλικού αξιολογείται από εχθρούς, συμμάχους και τρίτους παρατηρητές για το πώς η κάθε μια από τις δύο χώρες θα αντιδράσει την κρίσιμη στιγμή.  Η τουρκική ηγεσία συνειδητά στερεί πόρους και υλική ευημερία πάνω από τέσσερις δεκαετίες από τον τουρκικό λαό και ο τελευταίος αποδέχεται την πολιτική αυτή. Διαφορετική εικόνα από μία χώρα, η οποία συστηματικά εισάγει τον απαραίτητο οπλισμό μη θέτοντας τις βάσεις για εγχώρια παραγωγή και επιλέγοντας να κατευθύνει σημαντικό μέρος του παραγόμενου πλούτου σε επιδόματα και πάσης φύσεως χρηματικές ροές προς τους εθισμένους σε παροχές πολίτες της.

Αν η Αθήνα είχε φροντίσει να διατηρεί σε λειτουργική κατάσταση τα ναυπηγεία της χώρας έτσι ώστε να δύνανται να στεγάσουν εργασίες για τη ναυπήγηση φρεγατών ή κορβετών, τότε δεν θα ετίθετο το δίλημμα γρήγορη παραλαβή των πλοίων -άρα εξ ολοκλήρου κατασκευή στην αλλοδαπή- ή συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας (μερική έστω κατασκευή στην Ελλάδα) άρα και συνεπαγόμενη καθυστέρηση.

Οι πρόσφατες συμφωνίες αγοράς στρατιωτικού υλικού δεν μεταβάλλουν τους όρους της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Απλά, δίνουν κάποιο χρόνο στην Αθήνα, χρόνο όμως ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την απόκτηση αυτοδύναμης, εγχώριας στρατιωτικής ισχύος και παράλληλα, εφόσον αποκτά η χώρα συγκριτικό πλεονέκτημα όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά από αναλυτές και κυβερνητικούς αξιωματούχους, να οδηγήσει σε αλλαγή συμπεριφοράς έναντι της Άγκυρας με σειρά αποφασιστικών κινήσεων  απέναντι σε μεμονωμένες τουρκικές προκλήσεις όσο και ευρύτερης πολιτικής. Ο ενδημικός φόβος, όμως, της «στρατικοποίησης» των διμερών σχέσεων και οι αναφορές του υπουργού των Εξωτερικών κ. Ν. Δένδια ότι δεν βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα και, συνεπώς, η έννοια της στρατιωτικής ισχύος δεν θα πρέπει να προβάλλεται διαμορφώνουν μάλλον το πλαίσιο αξιοποίησης των νέων οπλικών συστημάτων.[2]

Οι όροι της αντιπαράθεσης λοιπόν δεν μεταβάλλονται, διότι συνεχίζει να υφίσταται η ίδια νοοτροπία αντιμετώπισης του τουρκικού κινδύνου, όχι ως μιας διαχρονικής υπαρξιακής απειλής εκπορευόμενης από τη δομική αναθεωρητική πολιτική της γείτονος, αλλά ως ενός προβλήματος η επίλυση του οποίου προϋποθέτει χαμηλούς τόνους, ανεξάρτητα από τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις, συνεχή διάλογο (ωσάν ο τελευταίος, δεκαετίες τώρα, να μετέβαλε τις τουρκικές αξιώσεις), του εξοστρακισμού του παράγοντα στρατιωτικής ισχύος. Αποκλείοντας, εκ των προτέρων, η Ελλάς να αποκτήσει πλεονέκτημα στον τομέα αυτό (και, συνεπώς, παρέλκει κάθε προσπάθεια δημιουργίας εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας) και αναγνώριση του μεγέθους της Τουρκίας και της σημασίας της για την Ατλαντική Συμμαχία.

Οι όροι της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης θα μεταβληθούν με την αυτονόμηση -σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον- των Αθηνών μέσω της εγχώριας παραγωγής οπλικών συστημάτων, καθώς και της απόρριψης σταθερών, οι οποίες  μονοσήμαντα καθορίζουν τη στρατηγική θέαση  της χώρας  σε σχέση με τους ευρωατλαντικούς της εταίρους. Η μονοσήμαντη θέαση της χώρας ως δρώντος αποκλειστικά μέσω του ευρωατλαντικού πρίσματος (άρα και η αποδοχή των προτεραιοτήτων της συμμαχίας ως εθνικές προτεραιότητες) στερεί από τη χώρα εύρος δράσης και την παγιδεύει σε ένα δυσμενές πλαίσιο διαχείρισης της τουρκικής επιθετικότητας. Η μεταβολή στο πώς η χώρα καθορίζει επιλογές και προτεραιότητες, εγχείρημα τιτάνιο αν ληφθεί υπ’ όψιν η επί αιώνες  καλλιεργηθείσα εξαρτησιογόνος νοοτροπία από τον ξένο παράγοντα, προϋποθέτει την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο, ως κοινωνία, αναγνώσκουμε την ιστορία της ελλαδικής πολιτείας και κρίνουμε ιστορικές περιόδους και πολιτικές προσωπικότητες, καθώς και τη στάση του συμμαχικού παράγοντα διαχρονικά. Χωρίς μια τέτοια κριτική, όχι αποδομητική, προσέγγιση, δεν θα επέλθει καμιά αλλαγή στο πλαίσιο διαχείρισης της τουρκικής απειλής.

Η εγκατάλειψη του East Med αποτελεί πλήγμα στο διακηρυγμένο στόχο της χώρας να καταστεί διαμετακομιστικός κόμβος ενέργειας. Είχε προηγηθεί η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια (δεξιά, με τον Κύπριο -τότε- ομόλογό του Ν. Χριστοδουλίδη και τον πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη), τον Απρίλιο 2021, πως το Αιγαίο «είναι ένας παράδεισος στη γη» και «δεν σκοπεύουμε να το μετατρέψουμε σε Κόλπο του Μεξικού», καθώς «η Ελλάδα δεν σχεδιάζει στο άμεσο μέλλον να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου».

Η γείτονα Τουρκία, παρά τα όχι μικρά προβλήματα που αντιμετωπίζει, διατηρεί τη δυνατότητα παρέμβασης σε περισσότερα μέτωπα από την Αθήνα και ιδιαίτερα σε περιοχές που γειτνιάζουν με Ρωσία και Κίνα, καθιστώντας τις υπηρεσίες της πολύτιμες σε δυτικές χώρες. Ιδιαίτερα στην Ουάσιγκτον η επιφύλαξη στρατιωτικής εμπλοκής της οποίας στο εξωτερικό δίνει χώρο σε μεσαίες δυνάμεις να διευρύνουν την επιρροή τους.  Παράλληλα, η υπαρξιακή απειλή  του Τελ Αβίβ από την Τεχεράνη καθιστά την Άγκυρα και το Αζερμπαϊτζάν, στο οποίο η πρώτη ασκεί σημαντική επιρροή, πολύτιμους συνομιλητές τους οποίους δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί. Η επικείμενη επίσκεψη του Ισραηλινού προέδρου στην Τουρκία το επιβεβαιώνει.

Η δε διαφαινόμενη εγκατάλειψη του αγωγού East Med (χωρίς να υποτιμάται η χρησιμότητα του 1.200 χλμ. καλωδίου EuroAsia Interconnector αμφίδρομης μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας 2.000 MW) συνιστά ενίσχυση της τουρκικής άποψης πως, άνευ της συναίνεσης της Άγκυρας, δεν λαμβάνεται σημαντική απόφαση για τη διαχείριση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου. Ο αγωγός East Med ικανοποιεί ως σχέδιο την αναγκαιότητα διαφοροποίησης των ενεργειακών πηγών και αποτέλεσε απόδειξη της δυσφορίας του Τελ Αβίβ έναντι της Άγκυρας. Η ασφαλής μεταφορά, όμως, των  ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής προς δυσμάς, υπό το πρίσμα των συμφερόντων του ευρωατλαντικού πλέγματος συμμαχιών, εξασφαλίζεται καλύτερα με τη συμμετοχή της Τουρκίας βάσει της χρησιμότητας που η τελευταία δύναται να έχει για χώρες της δυτικής συμμαχίας σε άλλα μέτωπα. Το τι αυτό συνεπάγεται για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις διαχρονικές αξιώσεις της Άγκυρας έναντι των Αθηνών αποτελεί δευτερεύον ζήτημα υπό το πρίσμα  του συμμαχικού πλαισίου.

Η εγκατάλειψη του East Med αποτελεί δε πλήγμα στο διακηρυγμένο στόχο της χώρας να καταστεί διαμετακομιστικός  κόμβος ενέργειας. Είχε προηγηθεί η δήλωση του κ. Δένδια, τον Απρίλιο 2021, πως το Αιγαίο  «είναι ένας παράδεισος στη γη. Δεν σκοπεύουμε να το μετατρέψουμε σε Κόλπο του Μεξικού. Η Ελλάδα δεν σχεδιάζει στο άμεσο μέλλον να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου». Επίσης, στην ίδια συνέντευξη, επισήμανε: «η Ελλάδα πιστεύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο και πετρέλαιο, για έναν πολύ απλό λόγο… Χρειαζόμαστε 10 με 20 χρόνια για να το βρούμε και να το εκμεταλλευτούμε, και από οικονομική άποψη θα ήταν πολύ πιο ακριβό για παράδειγμα από το δικό σας, της Σαουδικής Αραβίας. Έτσι, οικονομικά δεν οραματίζομαι την Ελλάδα να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου».[3]  Η απροθυμία αυτή των Αθηνών υποστασιοποιήθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια από τη μη αγορά ή ενοικίαση έστω πλωτού γεωτρύπανου ή την κατασκευή ή αγορά σύγχρονου ερευνητικού σκάφους. Η ρητορική περί εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων συμβάδιζε με την παντελή απραξία στην απόκτηση των απαραίτητων μέσων…

Οι όροι της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης θα μεταβληθούν με την αυτονόμηση -σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον- των Αθηνών μέσω της εγχώριας παραγωγής οπλικών συστημάτων, καθώς και της απόρριψης σταθερών, οι οποίες μονοσήμαντα καθορίζουν τη στρατηγική θέαση της χώρας σε σχέση με τους ευρωατλαντικούς της εταίρους. Στη φωτογραφία, οι αντιπροσωπείες των δύο χωρών κατά τη συνάντησή τους στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, στο Λονδίνο, στις 4 Δεκεμβρίου 2019.

Επιλογικές επισημάνσεις

Τα παραπάνω δεν έχουν στόχο να ακυρώσουν συλλήβδην τις προσπάθειες της κυβέρνησης για την ενίσχυση της θέσης της χώρας διεθνώς, παρά να αναδείξουν διαχρονικές παθογένειες, για τις οποίες είναι υπεύθυνο το σύνολο του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Πρωτίστως, να αναδείξουν τη σημασία ύπαρξης μιας εδραίας πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, η οποία να βασίζεται στην ιστορική εμπειρία και στους απαράλλαχτους νόμους της ανθρώπινης φύσης και να μην προκύπτει (στην καλύτερη περίπτωση) από εμμονές, ιδεοληψίες και ευσεβείς πόθους.

Η στρατιωτική ενίσχυση πρέπει να λαμβάνει χώρα ως τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής θέασης. Αν η θέαση αυτή δεν υπάρχει ή αν λανθασμένα ερμηνεύει τη φύση της τουρκικής απειλής, το ρόλο του διεθνούς δικαίου, τις διαθέσεις συμμάχων και εταίρων και τις δυνατότητες παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε η όποια στρατιωτική ενίσχυση δεν θα καταστεί αυτό που θα πρέπει να είναι, δηλαδή η αποδοχή του κόστους μιας ενδεχόμενης πολεμικής αναμέτρησης, αλλά -αντίθετα- το προκάλυμμα εθνικών υποχωρήσεων.

[1] Η Ελλάς ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, Άμυνα και Διπλωματία, τεύχος Δεκεμβρίου 2020. (τεύχος 344). Διαθέσιμο εδώ, https://www.amynanet.gr/i-ellas-os-prokechorimeno-fylakio-tis-dysis

[2] Τόνισε σχετικά  τον Ιούλιο ο κ. Δένδιας «Με την προϋπόθεση ότι καταλαβαίνουμε ξεκάθαρα ότι η προσέγγιση του 19ου αιώνα, η πολιτική των κανονιοφόρων, όπως και οι σφαίρες επιρροές του 19ο αιώνα δεν έχουν καμία σχέση με τον 21ο».

Παρέμβαση του Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στο 25ο Συνέδριο του Economist, στο πάνελ “Effective Diplomacy in unstable times” (Αθήνα, 09.07.2021). Η παρέμβαση εδώ, https://www.mfa.gr/epikairotita/proto-thema/parembase-tou-upourgou-exoterikon-nikou-dendia-sto-25o-sunedrio-tou-economist-sto-panel-effective-diplomacy-in-unstable-times-athena-09072021.html

[3] Στις παραπάνω δηλώσεις υπήρξαν  ανεπαρκείς διευκρινίσεις εκ μέρους του Υπουργείου Εξωτερικών  σύμφωνα με τις οποίες οι δηλώσεις δεν αφορούσαν το υπάρχον ενεργειακό πρόγραμμα της χώρας. Οι δηλώσεις του κ. Δένδια  είναι διαθέσιμες εδώ, https://energypress.gr/news/vomva-dendia-i-ellada-den-tha-ginei-hora-paragogis-ydrogonanthrakon-den-tha-arhisei-na-skavei.