Κυβερνοχώρος, Ψηφιακό Κράτος και Εθνική Ασφάλεια
Η κυβερνοασφάλεια θα πρέπει να είναι βασικός στόχος και υψηλή προτεραιότητα στην πολιτική εθνικής ασφάλειας. Είναι θετικό, συνεπώς, το γεγονός ότι, με απόφαση του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών εργάζεται συστηματικά, ήδη από το καλοκαίρι του 2019, προς την κατεύθυνση αυτή. Ας έχουμε άλλωστε υπόψη ότι, σύμφωνα με δημοσιευμένες πληροφορίες, ελληνικές υπηρεσίες και κρίσιμα υπουργεία είναι, περιοδικά, ο στόχος κυβερνοεπιθέσεων που αποδίδονται σε γειτονική και συμμαχική χώρα. Οι επιθέσεις εκδηλώθηκαν στις αρχές του 2020, ενώ προ διετίας περίπου είχαν «χτυπήσει» και υπολογιστές Γραφείων κρίσιμου για τις εξωτερικές σχέσεις υπουργείου. Δεν έχω αντιληφθεί κατά πόσον, τελικά, έγινε η επιβαλλόμενη έρευνα με τη συμμετοχή και της αρμόδιας Υπηρεσίας.
Ως διπλωμάτης, ως κρατικός λειτουργός δηλαδή, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω -άλλοτε εγκαίρως και άλλοτε ετεροχρονισμένα- ότι η ασφάλεια των εμπιστευτικών επικοινωνιών -ακόμη και με άριστο σύστημα αυτόματης κρυπτογράφησης και κωδικοποίησης των μηνυμάτων- αποτελεί στην εποχή μας αυταπάτη και ουτοπία. Στις διεθνείς σχέσεις συλλογής πληροφοριών, φαίνεται ότι δεν υπολογίζονται και δεν υπάρχουν φιλίες και συμμαχίες. Υπάρχει η απόλυτη ανάγκη, o εθισμός και η εξάρτηση από τη «δίψα» για την κατανάλωση της λεγόμενης «intelligence». Η συγκομιδή πληροφοριών, εκτός των προσδιορισμένων πλαισίων των καθηκόντων των διπλωματικών αποστολών, η ανάγκη, με άλλα λόγια, της -με κάθε μέσο- γνώσης και ανίχνευσης των προθέσεων, των σκέψεων, των προτάσεων, των δυνατοτήτων, των σχεδίων και της ψυχολογικής κατάστασης του άλλου (αδιάφορα αν είναι φίλος, σύμμαχος, αντίπαλος ή εχθρός) είναι, αναμφίβολα, μια βασική σύγχρονη εφαρμογή της κυβερνοτεχνολογίας. Οι παντός είδους υποκλοπές των επικοινωνιών αποτελούσαν, πάνω από εκατό χρόνια, τη συνήθη μέθοδο. Δεν είναι όμως πλέον η μόνη.

Σε έναν ιδανικό κόσμο (ανύπαρκτο δηλαδή!), θεωρείται ως ασύμβατη και έκνομη -κατά το διεθνές διπλωματικό τυπικό- ενέργεια που υπονομεύει την κλονισμένη ήδη εμπιστοσύνη στις διακρατικές σχέσεις. Τουλάχιστον εκεί, όπου, ρεαλιστικά, θα έπρεπε να υπάρχει: δηλαδή μεταξύ συμμάχων, εταίρων και φίλων. Η πραγματικότητα, η παγκόσμια πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Πληροφορείσαι, για παράδειγμα, ότι μία μεγάλη συμμαχική και φιλική χώρα συστηματικά υποκλέπτει, εν καιρώ ειρήνης, το σύνολο σχεδόν της αλληλογραφίας. Μαθαίνεις μάλιστα ότι, σε εγνωσμένου κύρους υπηρεσία ασφαλείας μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος υποκλοπών , κορυφαία πρεσβεία της χώρας σου έχει και τον χαρακτηριστικό κωδικό της… Από την άλλη μεριά, ας παραδεχθούμε κάτι που αποτελεί κοινό μυστικό. Δεν υπάρχουν κράτη που να μην προσπαθούν να αντλήσουν πληροφορίες, για να ικανοποιήσουν τη «δίψα» των καταναλωτών τους που -εύλογα υποθέτω- ότι υπάρχει. Κυρίως, για πληροφόρηση και εκτιμήσεις προερχόμενες κυρίως «από πηγές υψηλής αξιοπιστίας».
Στις περιπτώσεις των σχέσεων χωρών που έχουν απόκλιση ή σύγκρουση συμφερόντων, η -μέσω ειδικών μέσων- επιχείρηση κτήσης και κατοχής της ακατέργαστης «πληροφορίας» και της επεξεργασμένης εκτίμησης βάσει πληροφοριών (intelligence estimate) είναι ο κανόνας. Χρυσός μάλιστα κανόνας είναι στις χώρες, όπου η δομή και η αποστολή των μυστικών υπηρεσιών εκτιμάται περισσότερο από τη συμβολή των λοιπών κρατικών λειτουργιών. Η έκθεση μιας μυστικής υπηρεσίας, η οποία βασίζεται σε πληροφορίες προερχόμενες από μυστική δράση, εξ αρχής και εξ ορισμού αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα σε σύγκριση, για παράδειγμα, των εκθέσεων και αναλύσεων των διπλωματών και των πρεσβειών. Έχουμε συγκεκριμένες και χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις στο γειτονικό μας περίγυρο. Και προς ανατολάς και προς βορρά.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Διότι, αν το γνωρίζεις (πράγμα όχι ασύνηθες), μπορείς ως διπλωμάτης να «χρησιμοποιήσεις» αυτούς που σε ακούνε και σε διαβάζουν, δίδοντάς τους την επιθυμητή -από σένα- πληροφοριακή κατεύθυνση. Πολλές φορές, ενδείκνυται, επίσης, να χρησιμοποιείς για παραπλάνησή την «ανοικτή» τηλεφωνική επικοινωνία. Χρειάζεται ειδική προς τούτο συνεννόηση και έγκριση στο ανώτερο δυνατό επίπεδο. Διαφορετικά, ο αυτοσχεδιασμός, σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι ταυτόσημος με την αυτοχειρία. Τα πράγματα είναι πλέον αποδοτικά αν είσαι σε θέσεις να γνωρίζεις, εκ των έσω, την αξιολόγηση, αλλά, κυρίως, τους «αξιολογητές». Είχα χρήσιμη καθόλα εμπειρία σε γειτονική χώρα. Νοιώθεις δε ιδιαίτερα ισχυρός, αν, για παράδειγμα, από τα λεγόμενα αξιωματούχου-συνομιλητή σου μπορείς να διαγνώσεις ότι γνωρίζει πληροφορίες που περιέχονται σε δήθεν εθνική διαβαθμισμένη «περιορισμένης χρήσεως» αλληλογραφία σου. Η μέθοδος αυτή, τα αποτελέσματα της οποίας δεν είναι ευχερώς μετρήσιμα, θα μπορούσε να είναι χρήσιμη ιδίως σε περιόδους που προηγούνται της εκατέρωθεν λήψης κρίσιμων αποφάσεων. Συμβάλλει, σε κάποιο μέτρο, στη σύγχυση και στον κλονισμό της εμπιστοσύνης της άλλης πλευράς. Πρόκειται για μη αμελητέα δράση στο μέτωπο των λεγομένων ψυχολογικών επιχειρήσεων. Αυτό όμως προϋποθέτει άσκηση, πείρα και γνώση. Σε συνεννόηση πάντοτε με το αρμόδιο Κέντρο.
Όμως, σήμερα, ο κυβερνοχώρος έχει γνωρίσει μια, άνευ προηγουμένου, επέκταση, εμβάθυνση και πολλαπλασιαστικές δράσεις, χωρίς δυνατότητα αντίδοτου και φραγμού, χάρις στις εφαρμογές της τεχνολογίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εύκολη συλλογή, με κάθε είδους ηλεκτρονικό μέσο, πληροφοριών έχει οδηγήσει Υπηρεσίες Πληροφοριών να αποστερηθούν του πλέον αξιόπιστου και πολύτιμου εργαλείου συλλογής και αξιολόγησης. Δηλαδή τις πληροφορίες που προέρχονται από επαφές με φυσικά πρόσωπα (HUMINT, δηλαδή HUMAN INTELLIGENCE). Σε περιόδους εντάσεων και κρίσεων, υστερείς καταφανώς του αντιπάλου σου, αν δεν έχεις τη δυνατότητα να ελέγχεις και να διασταυρώνεις -πρόσωπο με πρόσωπο- την κρίσιμη πληροφορία. Ειδικά σε περιόδους κρίσεων, η ψυχολογία είναι καίριος παράγων. Απουσιάζει δε, κατά κανόνα, από τον απύθμενο όγκο πληροφοριών που συλλέγονται καθημερινά με ηλεκτρονικά μέσα.

Αν υποθέσουμε ότι δίνουμε βαρύνουσα σημασία στην προστασία της επικοινωνίας με όχι πάνω από πέντε διπλωματικές μας Αρχές στο εξωτερικό, θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι το μόνο απόλυτα ασφαλές αντίδοτο στην τεχνολογία είναι η επιστροφή στις κλασικές χειροκίνητες (συλλεκτικού πλέον τύπου) γραφομηχανές. Συχνά, επίσης, το δορυφορικό τηλέφωνο συνδεδεμένο με modem μπορεί να αποδειχθεί ασφαλέστερο των γνωστών μας τετράγωνων «μαύρων» τηλεφωνικών κρυπτοσυσκευών γνωστής εταιρείας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο ίδιος ακριβώς τύπος συσκευών ήταν στα γραφεία του συνόλου σχεδόν των πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών των βαλκάνιων γειτόνων μας εδώ και 25 χρόνια.
Η πανδημία του κορωνοϊού αποτελεί για την Ελλάδα τον καταλύτη και τον επιταχυντή για την μετάβαση από το χώρο του χαρτιού, της σφραγίδας, των υπογραφών και του εγγράφου στο χώρο της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και της άυλης γραφής και επικοινωνίας. Μεταξύ των πολιτών και των υπηρεσιών, αλλά και μεταξύ των ιδίων των δομών, υπουργείων και θεσμών. Υπό συνθήκες της λεγόμενης κανονικότητας –εν προκειμένω μάλλον για ανωμαλία θα επρόκειτο- η αναγκαία και απαραίτητη αυτή επανάσταση, που γίνεται σήμερα αθόρυβα ,αποτελεσματικά και σε χρόνο μηδέν για τα ελληνικά δεδομένα, πιθανόν να συναντούσε υψηλά αναχώματα. Πολιτικά, κομματικά, συνδικαλιστικά, οπισθοδρομικά. Με τη συνοδεία θορυβωδών απεργιών, στάσεων και καταγγελίας κατά των πολιτικών ιθυνόντων. Σήμερα, η ψηφιακή Ελλάδα φαίνεται να κερδίζει το χαμένο, επί δεκαετίες, χρόνο.
Υπάρχει όμως ένα παράπλευρο ζήτημα το οποίο εύχομαι και ελπίζω να αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα. Σε μία χώρα, όπως η Ελλάδα, στην οποία δυστυχώς δεν υπάρχει η λεγόμενη κουλτούρα της ασφάλειας -όλοι συνομιλούν για όλα τα θέματα μέσω κινητών χωρίς καμία έγνοια και προστασία- η πρόληψη είναι πάντοτε προτιμότερη του συνήθως εκ των υστέρων «πυροσβεστικού» ελέγχου της ζημιάς (damage control). Με αφορμή λοιπόν την ταχύτατη, τώρα, μετάβαση του δημοσίου τομέα στην ψηφιακή εποχή είναι αναγκαίο -και συνάμα απαραίτητο- να επιβληθεί η χρήση της κρυπτογραφημένης ενδοεπικοινωνίας και ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και για τα ζητήματα που δεν εμπίπτουν αυτόματα στην στενή έννοια της εθνικής ασφάλειας. Και όμως είναι λεπτά και μεγάλης σημασίας. Για παράδειγμα, εκείνα που αφορούν στην ενέργεια, στην οικονομία και στις επενδύσεις ζητήματα. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είτε εμπιστευτικό είτε άκρως απόρρητο χαρακτηρίσεις ένα ηλεκτρονικό σου μήνυμα (π.χ. που στέλνεις μέσω του… mail.gr) από το ένα υπουργείο προς το άλλο, στην πράξη είναι σαν να διαβάζεις ανοικτή εφημερίδα προσιτή για όλους. Όπως επίσης οποιοδήποτε κείμενο ή μη κρυπτογραφημένο ηλεκτρονικό μήνυμα γράφουμε στον υπολογιστή μας. Η εφαρμογή, κατά προτεραιότητα, ενός συστήματος ασφαλούς ηλεκτρονικού κρυπτο- ταχυδρομείου (crypto-mail) συγκεκριμένων υπηρεσιών του δημοσίου τομέα είναι σίγουρα, στη φάση αυτή, αυτονόητη.

Είναι ο κυβερνοχώρος απειλή; Στο πλέον ολοκληρωμένο (κατά την κρίση μου) βιβλίο του «World Order» (Παγκόσμια Τάξη), ο Χένρι Κίσσιντζερ επισημαίνει ότι η απειλή συγκρούσεων έχει κλιμακωθεί σήμερα λόγω της ασυδοσίας και της ανεξέλεγκτης φύσης του κυβερνοχώρου. Η απειλή αυτή, κατά τον κορυφαίο Αμερικανό στρατηγιστή, είναι μεγαλύτερη συγκρινόμενη ακόμη και με την πυρηνική απειλή. Ο κυβερνοχώρος είναι πρόκληση. Η απειλή εξαρτάται από την χρήση του. Κατέγραψα ορισμένα καίρια συμπεράσματα του Κίσσιντζερ:
- α) Η διαδικτυακή τεχνολογία έχει εξοβελίσει τη στρατηγική ή το στρατηγικό δόγμα. Μεμονωμένα άτομα, με αμφίβολα κίνητρα, έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν μείζονα διεθνή προβλήματα. Ένας χειριστής φορητού υπολογιστή μπορεί να προκαλέσει μεγάλη κρίση παγκοσμίων διαστάσεων.
- β) Ο κυβερνοχώρος είναι στρατηγικά απαραίτητος. Σήμερα, άτομα, κράτη και επιχειρήσεις, βασίζονται, κυρίως, στη δική τους κρίση (γνώμη), προωθώντας τις δράσεις τους. Είναι αδύνατον να σκεφθούμε τη διατήρηση της παγκόσμιας τάξης (επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι, προσωπικά, θα προτιμούσα τους όρους παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια) ενόσω ο κυβερνοχώρος -ο χώρος, δηλαδή, από τον οποίο εξαρτάται η πρόοδος και η επιβίωση κρατών) έχει αφεθεί στην τύχη και στα χέρια μονομερών αποφάσεων.
- γ) Η βασισμένη στην αποτροπή πολιτική της ισορροπίας του τρόμου και των καταστρεπτικών δυνατοτήτων των πυρηνικών όπλων δεν είναι δυνατόν, κατ’ αναλογίαν, να εφαρμοσθεί στην προερχόμενη από τον κυβερνοχώρο απειλή. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στον κυβερνοχώρο συνίσταται, ακριβώς σε μια άνευ προειδοποίησης αιφνιδιαστική επίθεση, η οποία δεν θα γίνει αντιληπτή παρά μόνο, αφού η απειλή υλοποιηθεί. Άρα, έχει μηδενισθεί ο κρίσιμος και χρήσιμος χρόνος μεταξύ της εκδήλωσης της επίθεσης και επίτευξης/υλοποίησης του στόχου. Επιπλέον, στην περίπτωση του κυβερνοχώρου και των κυβερνοεπιθέσεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής της συμμετρικής ανταπόδοσης (symmetrical retaliation), όπως συνέβαινε -προφανώς ισχύει ως δόγμα ακόμη και σήμερα- στην περίπτωση χρήσης πυρηνικών όπλων.
- δ) Στο επίπεδο της στρατηγικής ανάλυσης και εκτίμησης, υπογραμμίζει τους κινδύνους από την έτοιμη, προκατασκευασμένη και «μασημένη» πληροφορία του διαδικτύου. Χωρίς, βέβαια, να έχει υπόψη και την ελληνική πρακτική σκέψης και ανάλυσης, που επί μακρόν χαρακτηρίσθηκε από την έλλειψη θεσμικής συνέχειας και σχεδιασμού, επισημαίνει τον κίνδυνο που περιέχει η προσπάθεια ανάλυσης των πληροφοριών και των τρεχουσών εξελίξεων, χωρίς την αναδρομή στην ιστορία. «Το διαδίκτυο χαρακτηρίζεται από την τάση υποβάθμισης της ιστορικής μνήμης» αναφέρει χαρακτηριστικά.