Οι συμφωνίες προφανώς και πρέπει να τηρούνται. Είναι θέμα αξιοπιστίας, όπως φρόντιζε άλλωστε να μας υπενθυμίζει κατά την περίοδο της κρίσης χρέους και η τότε «σκληρή» Γερμανία. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είπε τα αυτονόητα προσερχόμενος στη Σύνοδο Κορυφής στις 10 Δεκεμβρίου. «Στο (σ.σ. προηγούμενο) Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου (σ.σ. 1-2 Οκτωβρίου) αποφασίσαμε, όλοι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, ότι σε περίπτωση που η Τουρκία συνεχίσει την παραβατική συμπεριφορά θα υπάρχουν συνέπειες. Και ορίσαμε από κοινού ότι ημερομηνία λήψης των αποφάσεων θα είναι αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, του Δεκεμβρίου. Τώρα, λοιπόν, θα φανεί εάν πραγματικά ως Ευρώπη είμαστε αξιόπιστοι σε αυτά τα οποία εμείς οι ίδιοι έχουμε συμφωνήσει», δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός.

Για την ιστορία, αυτό το «σε περίπτωση που η Τουρκία συνεχίσει την παραβατική συμπεριφορά, θα υπάρξουν συνέπειες» οι Ευρωπαίοι το έχουν ξαναπεί πολλάκις:

  • Τον Ιούνιο του 2019 («το Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης να υποβάλουν, χωρίς καθυστέρηση, επιλογές για κατάλληλα μέτρα (σ.σ. κυρώσεις)»).
  • Τον Οκτώβριο του 2019 («το Συμβούλιο συμφωνεί για τη θέσπιση καθεστώτος-πλαισίου περιοριστικών μέτρων έναντι φυσικών και νομικών προσώπων […] και καλεί την Ύπατη Εκπρόσωπο και την Επιτροπή να υποβάλουν σχετικές προτάσεις το ταχύτερο»).
  • Τον Νοέμβριο του 2019 («Το Συμβούλιο […] κάλεσε τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και την Επιτροπή να συνεχίσουν να μελετούν εναλλακτικές επιλογές για στοχευμένα μέτρα»).
  • Τον Μάιο του 2020 («Η ΕΕ σε πλήρη αλληλεγγύη με την Κύπρο και την Ελλάδα, επαναλαμβάνει τον σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο που έχουν αυτές οι παράνομες ενέργειες σε όλο το φάσμα των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας»).
  • Τον Ιούλιο του 2020 («Οι υπουργοί συμφώνησαν ότι η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίσει αρκετά σοβαρά ζητήματα, προκειμένου να αλλάξει η τρέχουσα δυναμική της αντιπαράθεσης και να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης»).
  • Τον Αύγουστο του 2020 («σύμφωνα με Ευρωπαίους διπλωμάτες υπήρξε ευρεία συναίνεση για την προετοιμασία των κυρώσεων», έγραφαν τότε τα γερμανικά ΜΜΕ).
  • Τον Οκτώβριο του 2020 («[…] σε περίπτωση ανανεωμένων μονομερών ενεργειών ή προκλήσεων κατά παραβίαση του διεθνούς δικαίου, η ΕΕ θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα και τις επιλογές που έχει στη διάθεσή της, μεταξύ άλλων σύμφωνα με το άρθρο 29 της ΣΕΕ και το άρθρο 215 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και τα συμφέροντα των κρατών μελών της. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και θα επανέλθει αναλόγως και θα λάβει αποφάσεις κατά περίπτωση το αργότερο κατά τη σύνοδό του τού Δεκεμβρίου»).

Aυτό το «σε περίπτωση που η Τουρκία συνεχίσει την παραβατική συμπεριφορά, θα υπάρξουν συνέπειες» οι Ευρωπαίοι το ξαναείπαν τελικώς και στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου… μεταθέτοντας τις αποφάσεις περί ενδεχόμενων κυρώσεων για τον Μάρτιο του 2021 (25-26 Μαρτίου).

Πάμε για Μάρτιο και βλέπουμε

Έως τη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ θα πρέπει να έχει συντάξει μια συνολική έκθεση πάνω στις ευρωτουρκικές σχέσεις και τις προοπτικές τους. Εν τω μεταξύ, η ΕΕ θα έχει μεν επιβάλει κυρώσεις, πλην όμως μόνο κατά μεμονωμένων ατόμων (όχι πολιτικών), πράγμα που έχει άλλωστε ήδη κάνει (σε βάρος στελεχών της κρατικής Τουρκικής Εταιρείας Πετρελαίου TPAO) και απλώς πια επεκτείνει με την προσθήκη νέων ονομάτων στη λίστα, αφήνοντας όμως στο απυρόβλητο το ίδιο το κέντρο των τουρκικών αποφάσεων που είναι το καθεστώς Ερντογάν.

Περιμένοντας σήμα από τις ΗΠΑ

Έως τον ερχόμενο Μάρτιο ωστόσο, θα έχει δείξει τις διαθέσεις της έναντι της Τουρκίας και η νέα διοίκηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Οι Ευρωπαίοι, από την πλευρά τους, περιμένουν να δουν πρώτα τι θα κάνουν οι Αμερικανοί, όπως σημειώνουν άλλωστε και στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου («Η ΕΕ θα επιδιώξει τον συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε θέματα που σχετίζονται με την Τουρκία και την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο»). Υπό μια έννοια, αναζητούν (και πάλι) καταφύγιο πίσω από τις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα περιμένουν να δουν εάν και κατά πόσο η Τουρκία του Ερντογάν πρόκειται να αλλάξει τώρα τροπάρι απέναντι στους Τζο Μπάιντεν, Αντονι Μπλίνκεν, Τζέικ Σάλιβαν και Λόιντ Όστιν.

Ο ίδιος ο Ερντογάν «παίζει» με ακριβώς αυτήν την προσδοκία: στέλνοντας – επί παραδείγματι – νέους πρεσβευτές σε κομβικά διπλωματικά πόστα στο εξωτερικό (με τον φερόμενο ως «μετριοπαθή» Μουράτ Μερτζάν να παίρνει τη θέση του «σκληρού» Σερντάρ Κιλίτς στην Ουάσιγκτον, και τον 40χρονο Ουφούκ Ουλουτάς να ετοιμάζει βαλίτσες για Τελ Αβίβ) ενώ παράλληλα επιχειρεί προσχηματικά-υποκριτικά ανοίγματα αποκατάστασης των τουρκικών δεσμών με χώρες όπως είναι η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ.

Ταυτόχρονα, οι Ευρωπαίοι από τη μεριά τους επαναλαμβάνουν και την «προσφορά μιας θετικής ευρω-τουρκικής ατζέντας που παραμένει στο τραπέζι» (ελέω προσφυγικού/μεταναστευτικού, τελωνειακής ένωσης, επιχειρηματικών-τραπεζικών συμφερόντων της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας κ.ά.) αλλά και εκείνον τον στόχο της σύγκλησης μιας πολυμερούς διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο (που ίσως όμως να κρύβει παγίδες για Ελλάδα και Κύπρο).

Αξιοπιστία αλά καρτ

Η αξιοπιστία είναι κάτι το οποίο οι πολιτικοί τείνουν να προσεγγίζουν με αλά καρτ διάθεση, άλλοτε υπερτονίζοντάς το (εάν πρόκειται να ασκήσουν κριτική σε αναξιόπιστους εχθρούς ή φίλους) και άλλοτε αγνοώντας το (εάν η αναξιοπιστία αγγίζει τα καθ’ ημάς).

Η αξιοπιστία της Ευρώπης έναντι της Τουρκίας έχει επί της ουσίας χαθεί εδώ και καιρό, όπως φροντίζει άλλωστε να μας υπενθυμίζει και η ίδια η τουρκική ηγεσία… όταν συνεχίζει απτόητη να προκαλεί μονομερώς και κατ’ εξακολούθηση αγνοώντας τις επανειλημμένες ευρωπαϊκές εκκλήσεις.

Ήταν Μάρτιος του 2019 όταν η Τουρκία του Ερντογάν εισέβαλε με πλωτό γεωτρύπανο εντός της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Και Ιούλιος του 2019 όταν άρχισε να παραλαμβάνει τις συστοιχίες των ρωσικών S-400 που στην πορεία όχι μόνο θα συναρμολογούσε αλλά και θα δοκίμαζε (τον Οκτώβριο του 2020 στη Σινώπη του Εύξεινου Πόντου). Τον Μάρτιο του 2020 θα «πολιορκούσε» τα χερσαία σύνορα με την Ελλάδα, ενώ από το καλοκαίρι του 2020 και έπειτα το  σεισμογραφικό Oruc Reis θα βρισκόταν να πλέει εντός της διεκδικούμενης από την Ελλάδα υφαλοκρηπίδας στη Μεσόγειο φτάνοντας έως και λίγα (λιγότερα από 12) ναυτικά μίλια έξω από το Καστελόριζο.

Και όλα αυτά, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς: τις ομηρείες Δυτικών (Άντριου Μπράνσον, Ντενίζ Γιουτζέλ κ.ά.), τα μνημόνια Ερντογάν-Τρίπολης (Νοέμβριος 2019), τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές επεμβάσεις εκτός των τουρκικών συνόρων, την άμεση στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στον Νότιο Καύκασο ενάντια στην Αρμενία (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2020), τις συνεχείς παραβιάσεις του εμπάργκο όπλων που έχει επιβάλει ο ΟΗΕ στη Λιβύη, το άνοιγμα των Βαρωσίων κατά παραβίαση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (Νοέμβριος 2020), τις διαμαρτυρίες προς το Βερολίνο επειδή γερμανική φρεγάτα «τόλμησε» να επιχειρήσει έλεγχο σε ύποπτο τουρκικό πλοίο στη Μεσόγειο στο πλαίσιο της επιχείρησης «IRINI» (Νοέμβριος 2020), την επιθετική κίνηση εναντίον γαλλικού πλοίου τον Ιούνιο του 2020 στη Μεσόγειο, τις απειλές, τα απαξιωτικά σχόλια και τους απροκάλυπτους εκβιασμούς σε βάρος όλων ανεξαιρέτως: Ευρωπαίων, Ισραηλινών και Αμερικανών.

Η Δύση είχε, με άλλα λόγια, μέσα στους μήνες που πέρασαν πολλές ευκαιρίες να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία. Δεν το έκανε τότε που έπρεπε… Γιατί να το κάνει τώρα… ενώ προσδοκά αλλαγή στάσης από την πλευρά της Άγκυρας… με τον κίνδυνο βέβαια να δει τις προσδοκίες της να (ξανα)διαψεύδονται; Η Ευρώπη διστάζει και δεν το κρύβει. Οι ΗΠΑ, αντιθέτως, φαίνεται να προετοιμάζονται για όλα τα ενδεχόμενα…