Tου Ιωάννη Σ. Λάμπρου

Στη φωτογραφία συμβολικά, το ρολόι, πίσω από τον γ.γ. του ΟΗΕ Αντ. Γκουτέρες, στα γραφεία του Οργανισμού στη Γενεύη δείχνει, κατά τη συνέντευξη τύπου της 29ης Απριλίου, ότι πλησιάζει η κρίσιμη ώρα των διλημμάτων για τον Ελληνισμό.

Το τελευταίο επεισόδιο της διαδικασίας επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, μετά τη διάσκεψη στο Crans Montana τον Ιούλιο του 2017, εκτυλίχθηκε στη Γενεύη, το τριήμερο 27-29 Απριλίου, κατόπιν πρόσκλησης του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες. Στη διάσκεψη συμμετείχαν η Ελλάς, η Τουρκία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η ελληνική και η τουρκική κοινότητα της Κύπρου. Η Ε.Ε. συμμετείχε σε ρόλο παρατηρητή, επιβεβαιώνοντας το μειωμένο βάρος της και τις διαχρονικές ψευδαισθήσεις Ελλαδιτών αξιωματούχων που προσεγγίζουν το ευρωενωσιακό εγχείρημα με σωτηριολογικούς όρους. Η δε απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεχίστηκε ως απόρροια της εμπέδωσης  στη διεθνή κοινή γνώμη περί της φύσεως του Κυπριακού προβλήματος όχι ως ζητήματος εισβολής, κατοχής και εποικισμού ανεξάρτητης χώρας μέλους του ΟΗΕ, αλλά ως διακοινοτική διαφορά με μοναδικό επίδικο τον διαμοιρασμό της μεταξύ των δύο κοινοτήτων εξουσίας και της δομής του κοινού κράτους.

Ο γενικός  γραμματέας του ΟΗΕ, στο τέλος της διάσκεψης,  επισήμανε τη  διάσταση μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκοκυπρίων ως προς τη μορφή της λύσης. Και έθεσε, εκ νέου, νέο χρονικό ορίζοντα 2-3 μηνών για τη σύγκληση μιας ακόμη σύσκεψης των ίδιων συμμετεχόντων με την παρουσία των Ηνωμένων Εθνών με τις αναγκαίες διαβουλεύσεις στο ενδιάμεσο διάστημα προς δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών επιτυχούς κατάληξης της νέας προσπάθειας.[1]

Από αριστερά προς τα δεξιά και με τη φορά του ρολογιού, εικονίζονται, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (ως εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής πλευράς) Ν. Αναστασιάδης, ο γ.γ. του ΟΗΕ Αντ. Γκουτέρες, ο Τουρκοκύπριος εκπρόσωπος Ε. Τατάρ, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας και οι ομόλογοί του της Τουρκίας και της Βρετανίας, αντίστοιχα, Μ. Τσαβούσογλου και Ντ. Ράαμπ.

Ο Κύπριος Πρόεδρος κ. Ν. Αναστασιάδης, σύμφωνα με τον γ.γ., τόνισε την ανάγκη για συνέχιση των διαπραγματεύσεων με στόχο τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία βάσει των συγκλίσεων που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα, όπως έχουν αποτυπωθεί στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, του Κοινού Ανακοινωθέντος της 11ης Φεβρουαρίου 2014 και των έξι αρχών που παρουσίασε ο γ.γ. του ΟΗΕ στο Crans Montana και της συμμόρφωσης με το κοινοτικό κεκτημένο.[2]

Η τουρκοκυπριακή πλευρά, συμφώνως με τις αναφορές των περασμένων μηνών, έκανε λόγο για ύπαρξη δύο κρατών ,θεωρώντας πως οι προσπάθειες για την εγκαθίδρυση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας έχουν εξαντληθεί και πως, σύμφωνα με τον γ.γ., οι Τουρκοκύπριοι πιστεύουν πως διαθέτουν  «έμφυτη κυριαρχική ισότητα» και «ισότιμο διεθνές καθεστώς», ώστε η τελική μορφή της λύσης να αποτελείται από δύο κράτη σε συνεργασία μεταξύ τους.[3] Η τελευταία αυτή αναφορά αφήνει ανοικτό -πέραν της ερμηνείας οριστικής διχοτόμησης και ύπαρξης δύο ανεξάρτητων κρατών- το ενδεχόμενο συγκρότησης συνομοσπονδίας, καθώς αυτό το σχήμα αποτελεί το νομικό πλαίσιο συνεργασίας ανεξαρτήτων κρατών τα οποία συμμετέχουν ως ισότιμοι εταίροι στη συγκρότηση νέας  πολιτείας κοινής ιδιοκτησίας.

Σε ερώτηση σχετικά με τη συμπερίληψη των δύο κρατών ως πιθανή μορφή λύσης, σε αντίθεση με την εντολή που έχει λάβει από το Συμβούλιο Ασφαλείας  περί διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, ο γ.γ. αναγνώρισε πως η εντολή που έχει λάβει αφορά τη ΔΔΟ. Όμως τόνισε πως, στο πλαίσιο ανεπίσημων συνομιλιών, όπως αυτές της Γενεύης, είναι χρήσιμο οι συμμετέχουσες αντιπροσωπείες να εκφράζουν τις θέσεις τους, ώστε να υπάρξει αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών και πως θα μεταφέρει στο Συμβούλιο Ασφαλείας τις διαφορετικές προσεγγίσεις που ακούστηκαν.[4]

Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, αναφορικά με τη δυνατότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας να επιβεβαιώσει, να  τροποποιήσει  ή και να αλλάξει το πλαίσιο λύσης (ΔΔΟ), παρέπεμψε  στο Συμβούλιο Ασφαλείας.  Ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο χαρακτήρισε «pen holder» του Κυπριακού  Ζητήματος,[5] φράση η οποία στις εσωτερικές εργασίες των Ηνωμένων Εθνών, υποδηλώνει τη χώρα-μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας η οποία λαμβάνει την πρωτοβουλία και προεδρεύει της ανεπίσημης διαδικασίας σύνταξης του προσχεδίου μιας απόφασης του Συμβουλίου. Συνεπώς, το επιχείρημα στο οποίο έβρισκαν καταφύγιο για δεκαετίες Αθήνα και Λευκωσία, πως το πλαίσιο επίλυσης (ΔΔΟ) είναι δεδομένο, δεν φαίνεται να επαληθεύεται. Το πλαίσιο δε αυτό έχει επιδεινωθεί έτι περαιτέρω από τις διαχρονικές λεκτικές υποχωρήσεις Αθηνών και Λευκωσίας. Λεκτικές υποχωρήσεις οι οποίες, όμως, έχουν απτές συνέπειες στο διαπραγματευτικό πλαίσιο. Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός πως τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ανέδειξαν μια διαφορετική εικόνα παγίωσης και μη αμφισβήτησης του πλαισίου λύσης, μην αναφέροντας τις παραπάνω επισημάνσεις του Γενικού Γραμματέα.

Η διαπραγματευτική στάση της Ελλάδας και της Κύπρου εξετάστηκε κατά τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη, στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου. Πίσω τους, εξερχόμενοι του πρωθυπουργικού γραφείου, οι υπουργοί Εξωτερικών Ν. Δένδιας και Ν. Χριστοδουλίδης.

Η διαχρονική μετατόπιση, επί τα χείρω, του πλαισίου επίλυσης του Κυπριακού φτάνει στο τέλος του. Ένωση, ανεξαρτησία, δεσμευμένη ανεξαρτησία, ομοσπονδία, δικοινοτική ομοσπονδία, διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, συνεταιρισμός. Η διαδρομή τελειώνει κάπου εδώ με το δίλημμα, που επί σειρά ετών αποφεύγει η Αθήνα, να επιβάλλει την παρουσία του. Η Αθήνα αποφάσισε, αμέσως μετά την εισβολή του 1974, ότι δεν θα γίνει προσπάθεια απελευθέρωσης των Κατεχομένων με στρατιωτικά μέσα. Παράλληλα, τις  δεκαετίες που ακολούθησαν, ο εξοπλισμός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας χαρακτηρίστηκε από διαφθορά, ζημιογόνες συμφωνίες και προπάντων εγκατάλειψη της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής πολεμικού υλικού με συνέπεια την εξάρτηση από το εξωτερικό. Η ενίσχυση της χώρας σε πολεμικό υλικό και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας με εξαγωγές οπλισμού και συμμετοχή σε διεθνείς συμπαραγωγές, υπό προϋποθέσεις, και χωρίς την προσφυγή στην πολεμική αναμέτρηση, θα μπορούσε να εξασφαλίσει καλύτερους όρους επίλυσης του Κυπριακού. Ούτε αυτό έγινε. Ο ελληνοτουρκικός διάλογος θεωρήθηκε μια θεωρητική συζήτηση, όπου το καλύτερο νομικό επιχείρημα κέρδιζε  εξοβελίζοντας, ταυτόχρονα, το στοιχείο της ισχύος…

Η χώρα σταδιακά αποδυναμωνόταν, ενώ οι ηγεσίες σε Αθήνα και Λευκωσία μιλούσαν για απελευθέρωση και δικαίωση… Για ποιον λόγο η Άγκυρα να φανεί διαλλακτική, όταν συγκριτικά με την Αθήνα ενίσχυε τα στρατιωτικά και διπλωματικά της ερείσματα;

Το χρονικό σημείο στο οποίο Αθήνα και Λευκωσία θα κληθούν πλέον να τοποθετηθούν  τελεσίδικα, οριστικά, αμετάκλητα  και χωρίς περιστροφές για τη λύση του Κυπριακού, μακριά από θεωρητικές αναφορές και λοιπές πομφόλυγες, ζυγώνει. Αποδοχή των τετελεσμένων της εισβολής με μικρές (κυρίως εδαφικές) παραχωρήσεις, αλλά απόλυτη συνιδιοκτησία του νέου κοινού κράτους. Άρα και δικαίωμα αρνησικυρίας των Τουρκοκυπρίων ή παγίωση της διχοτόμησης υπό τη μορφή απορρόφησης των Κατεχομένων από την Τουρκία, απόπειρας αναγνώρισης από τρίτους ή δημιουργία κάποιου ενδιάμεσου καθεστώτος; Η βέλτιστη λύση για την Άγκυρα αποτελεί το συνομοσπονδιακό καθεστώς, ώστε -νόμιμα και με τη συναίνεση των Ελλήνων της Κύπρου και της Αθήνας- να ασκεί τον έλεγχο ολόκληρης της νήσου μέσω της διζωνικής, δικοινοτικής δομής του κράτους και της ανάγκης συναπόφασης των δύο κοινοτήτων για το σύνολο των όσων θεμάτων μείνουν στην αρμοδιότητα της κεντρικής διοίκησης. Παράλληλα εξασφαλίζει την εποπτεία της Ανατολικής Μεσογείου και, με τη συνακόλουθη απομείωση της παρουσίας της Αθήνας, θα καταστήσει σαφή σε τρίτους (Κάιρο, Τελ Αβίβ) την αναξιοπιστία της τελευταίας ως συμμάχου για μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς.

Η ενίσχυση της Ελλάδας σε πολεμικό υλικό και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, υπό προϋποθέσεις και χωρίς την προσφυγή στην πολεμική αναμέτρηση, θα μπορούσε να εξασφαλίσει καλύτερους όρους επίλυσης του Κυπριακού. Στις φωτογραφίες (από ανάρτηση βίντεο του πρώην Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, στρατηγού Ηλία Λεοντάρη), F-16 της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στη βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» της Πάφου τον Αύγουστο του 2020.

Η Άγκυρα δεν επιθυμεί, όπως συχνά λέγεται, τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά τη μετάλλαξη του περιεχομένου της διατηρουσών των λοιπών ιδιοτήτων της, όπως της μετοχής σε διεθνείς οργανισμούς, κυρίως, στα Ηνωμένα Έθνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η γείτων θέλει να διατηρήσει το κέλυφος, τη διεθνή υπόσταση του κράτους, αλλά επιδιώκει την αλλαγή της πολιτειακής του δομής και των πηγών άσκησης της εξουσίας εντός του. Κατά περίεργο τρόπο, η βέλτιστη αυτή λύση για τα τουρκικά συμφέροντα φαίνεται πως αποτελεί για ορισμένους κύκλους των Αθηνών την πολυπόθητη διέξοδο από το βάρος και την κούραση (!) διαχείρισης του Κυπριακού. Μην μπορώντας να κατανοήσουν, οι καημένοι, πως αν η Ελλάς διεκδικεί ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο τόσο στη διαχείριση φυσικών πόρων, όσο και στις τριμερείς συνεργασίες με χώρες της περιοχής, τούτο το οφείλει στην ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άνευ της τελευταίας, η Ελλάς θα απωλέσει και το τελευταίο εδαφικό και πληθυσμιακό εξωελλαδικό έρεισμα που έχει μετά από μια μακρά πορεία συρρίκνωσης του ιστορικού και πληθυσμιακού της βάθους. Ενδεικτική ίσως η έμφαση της ελλαδικής πλευράς στην κατάργηση των διεθνών εγγυήσεων, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την πολιτειακή δομή του κράτους. Δομή, όμως, η οποία καθιστώντας συγκυρίαρχη την Άγκυρα, μέσω του ασφυκτικού ελέγχου των Τουρκοκυπρίων, θέτει τις εγγυήσεις σε δεύτερη μοίρα, καθώς η Άγκυρα δεν θα έχει λόγο να απειλήσει μια χώρα την οποία συνδιοικεί και άνευ της έγκρισής της οποίας (Άγκυρας) δεν θα μπορεί να ληφθεί καμία απόφαση. Η θεμιτή, αλλά μονοσήμαντη έμφαση των Αθηνών στις διεθνείς εγγυήσεις ίσως μαρτυρεί μια προσέγγιση διαχείρισης του Κυπριακού ως εγγυήτριας δύναμης περιοριζόμενης στις διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού και όχι ως εθνικού κέντρου υπεράσπισης εκατοντάδων χιλιάδων ομοεθνών Ελλήνων.

Έγραφε πριν από τη δύση του αιώνα ο Παναγιώτης Κονδύλης πως το ελληνικό κράτος «δεν στάθηκε σε καμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. Απεναντίας μάλιστα, το  1974 την καταστροφή την προκάλεσε, άμεσα τουλάχιστον, η ολέθρια πραξικοπηματική ενέργεια που προήλθε από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Και αν αυτά τα έκαμαν οι δικτάτορες, οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις σίγουρα δεν έχουν λόγους να είναι υπερήφανες για τη χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίδραση τους απέναντι στον ξεριζωμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Η αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος-δηλαδή να επιτελέσει την κατ’ εξοχήν αποστολή του – συνιστά το πιο δυσοίωνο σημάδι για το μέλλον. Γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει  ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του».[6]

H Συμφωνία των Πρεσπών και η προσέγγιση του Κυπριακού, τις τελευταίες δεκαετίες, όχι ως υπεράσπιση ομοεθνών Ελλήνων, αλλά ως συμβατική υποχρέωση εγγυήτριας δύναμης έναντι συμμάχου χώρας αποτυπώνει τη σμίκρυνση του ιστορικού και εθνικού χώρου του Ελληνισμού. Η ώρα του διλήμματος πλησιάζει. Αμφότερες οι ηγεσίες των δυο ελληνικών κρατών πρέπει να κοιτάξουν κατάματα το δίλημμα και να αποφασίσουν όχι με κριτήριο την εξασφάλιση ησυχίας για κάποια χρόνια, αλλά με το βλέμμα σταθερά και αταλάντευτα στραμμένο στον πρώτιστο υπαρξιακό στόχο: την κατοχύρωση διακριτής, αυτεξούσιας ελληνικής παρουσίας στην Ανατολικής  Μεσόγειο.

[1] Secretary-General’s Press Conference following the informal 5+1 meeting on Cyprus, 29 April 2021. Διαθέσιμο εδώ, https://www.un.org/sg/en/content/sg/press-encounter/2021-04-29/secretary-generals-press-conference-following-the-informal-51-meeting-cyprus. Τελευταία πρόσβαση  15 Μαΐου 2021.

[2] Ibid.

[3] Ibid.

[4] Ibid.

[5] Ibid.

[6] Π. Κονδύλης (1998), Θεωρία του Πολέμου, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 385.