Επιμέλεια: Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας

Την ίδρυση μιας κοινής ακαδημίας, για την κατάρτιση σε θέματα πληροφοριών, αποφάσισαν 25 από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια κίνηση που ερμηνεύεται ως προσπάθεια για την εμβάθυνση της διευρωπαϊκής συνεργασίας σε θέματα ασφάλειας.

Η απόφαση για την Κοινή Ευρωπαϊκή Ακαδημία Πληροφοριών αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης συμφωνίας που περιελάβανε και άλλα 16 κοινά προγράμματα στο τομείς της άμυνας και της ασφάλειας στο πλαίσιο της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας, της PESCO. Η δημιουργία και λειτουργία της PESCO, σύμφωνα με το Άρθρο 20 της Συνθήκης, δεν προβλέπει συγκεκριμένο και κατώτερο αριθμό κρατών-μελών που πρέπει να συμμετάσχουν σε κοινά προγράμματα άμυνας και ασφάλειας. Επίσης, η PESCO είναι από τους ελάχιστους τομείς της ΚΠΑΑ που οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με ομοφωνία, αλλά με ενισχυμένη πλειοψηφία.

Η Ακαδημία θα έχει την έδρα της στην Ελλάδα και την Κύπρο και «εκπαίδευση και κατάρτιση σε θέματα πληροφοριών και άλλων ειδικών πεδίων για το προσωπικό των υπηρεσιών πληροφοριών των 25 κρατών-μελών της Ε.Ε. Θα έχει συνεργασία με τις εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών των συμμετεχόντων μελών, το ΝΑΤΟ, καθώς και με άλλους περιφερειακούς οργανισμούς ασφαλείας, Επισημαίνεται ότι η Δανία, η Μάλτα και η Βρετανία δεν ενέκριναν την πρόταση της PESCO. Οι δύο πρώτες δεν συμμετέχουν στην PESCO, ενώ η Βρετανία αναμένεται να εγκαταλείψει την Ε.Ε. τον Μάρτιο του 2019. Το Λονδίνο πάντως είχε ασκήσει βέτο, πολύ πριν από το Brexit, στην ιδέα της στενότερης συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών των κρατών της Ε.Ε., διότι την αντιλαμβάνεται ως ανταγωνιστική απέναντι στην αποκαλούμενη συμμαχία Five Eyes που αποτελείται από την ίδια, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και τον Καναδά.

Ωστόσο η υλοποίηση του σχεδίου της Κοινής Ακαδημίας Πληροφοριών θεωρείται δύσκολη, καθώς παρατηρείται έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών των κρατών και υπάρχουν στεγανά ακόμα και μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών εντός και της ίδιας χώρας. Παράλληλα  τα αντιτρομοκρατικά κέντρα της Ε.Ε. αντιμετωπίζουν και προβλήματα συντονισμού εξαιτίας:

– (α) του ότι οι εθνικές μυστικές υπηρεσίες αποφεύγουν να μοιραστούν τις πληροφορίες και το εθνικό συμφέρον είναι η κυρία αιτία που αποθαρρύνει τα μέλη της Ε.Ε. να ανταλλάσσουν σημαντικές πληροφορίες

– (β) της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να έχει επισημάνει, εδώ και καιρό, την ανάγκη για οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης ανάμεσα στην ευρωπαϊκή κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών,

– (γ) της διαφορετικής οργανωτικής δομής των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών των κρατών-μελών της Ε.Ε. και

– (δ) των αυστηρών κανόνων προστασίας των προσωπικών δεδομένων που καθορίζουν τη λειτουργία της EUROPOL.

H Ε.Ε. οφείλει να επιβάλλει τη συνεργασία των εθνικών υπηρεσιών των κρατών-μελών, να ενισχύσει, σε μεγάλο βαθμό, τα αρμόδια θεσμικά όργανα της, δίνοντάς τους συγκεντρωτικές εξουσίες στο συγκεκριμένο τομέα και, επίσης, να δώσει στα θεσμικά όργανά τη δυνατότητα να ελέγχουν, εάν τα κράτη-μέλη συμμορφώνονται στις εντολές τους.