Κλείδωσε Eurofighter, κυνηγάει F-35 η Τουρκία – Δεν αλλάζουν οι συσχετισμοί στο Αιγαίο
Του ΒΑΣΙΛΗ ΝΕΔΟΥ
Η είδηση της ουσιαστικής υπέρβασης των τελευταίων τυπικών δυσκολιών για την έγκριση πώλησης 40 αεροσκαφών τύπου Eurofighter στην Τουρκία από το πολυεθνικό κονσόρτσιουμ που τα κατασκευάζει (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Ισπανία) δεν αιφνιδίασε την Αθήνα.
Στη Γερμανία, η οποία ήταν το τελευταίο ουσιαστικό εμπόδιο για την πώληση Eurofighter στην Τουρκία, η αλλαγή στάσης είχε ουσιαστικά ήδη προαναγγελθεί από την επόμενη ημέρα κιόλας της εκλογής του καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος τάσσεται αναφανδόν υπέρ της σύσφιγξης των πολιτικών, στρατηγικών και εμπορικών σχέσεων με την Αγκυρα.
Η Αθήνα είχε ενημερωθεί εγκαίρως από το Βερολίνο και, βεβαίως, και από το Λονδίνο, για την επικείμενη εξέλιξη, κάτι που επί της ουσίας δεν τροποποιεί σε σημαντικό βαθμό τον ελληνικό σχεδιασμό, ούτε όμως δραματικά και την ισορροπία πάνω από το Αιγαίο.
Η Τουρκία επιθυμεί την πρόσκτηση Eurofighter προκειμένου να έχει ένα αντίβαρο στα ήδη επιχειρησιακά ενεργά Rafale της Πολεμικής Αεροπορίας (Π.Α.), αλλά και ως μια «γέφυρα» για τα αμερικανικά F-35, τα οποία παραμένουν ο βασικός στόχος της Αγκυρας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τουρκική αεροπορία αυτή τη στιγμή υπολείπεται τεχνολογικά και επιχειρησιακά της Π.Α., η οποία διαθέτει ήδη 24 Rafale και 40 αναβαθμισμένα F-16 Viper, ενώ έχει ξεκινήσει η διαδικασία για τη διαμόρφωση της αεροπορικής βάσης της Ανδραβίδας προκειμένου περί το 2028 να αρχίσει να υποδέχεται τα πρώτα αεροσκάφη πέμπτης γενιάς τύπου F-35.
Για την τουρκική αεροπορία η δυτική πλευρά της χώρας (εκείνη, δηλαδή, που συνορεύει με την Ελλάδα) είναι ένα ζήτημα, ωστόσο πιο σημαντική για τους εξοπλισμούς της είναι η αντιπαλότητα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου ως αντίπαλος έχει αναδυθεί τα τελευταία χρόνια το Ισραήλ, το οποίο διαθέτει –αποδεδειγμένα στο πεδίο– μία από τις πιο ισχυρές και ποικιλοτρόπως αποτελεσματικές αεροπορίες του κόσμου.
Ο δρόμος, πάντως, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα για την Αγκυρα. Η προμήθεια πολλών και διαφορετικών τύπων αεροσκαφών επιβαρύνει τον αμυντικό προϋπολογισμό της Τουρκίας, ο οποίος έχει ήδη υποστεί αναπροσαρμογές.
Για παράδειγμα, στα τέλη Ιανουαρίου του 2025 η Ουάσιγκτον αποδέσμευσε (παράλληλα με την αποδοχή της προσφοράς της Ελλάδας για την αγορά των F-35) την πώληση 40 F-16 Viper στην Τουρκία και σετ ανταλλακτικών και συστημάτων για αναβάθμιση 79 F-16 σε Viper που βρίσκονται ήδη στο οπλοστάσιο της χώρας.
Στη περίπτωση των Eurofighter, η Τουρκία φαίνεται ότι στοχεύει πρώτον και κύριον στα 20 που η βρετανική βασιλική αεροπορία (RAF) θα αποσύρει και εν συνεχεία σε 20 νέα που θα κατασκευαστούν σε εργοστάσια στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αν και η εξέλιξη σε σχέση με τα Eurofighter αφορά το προκαταρκτικό επίπεδο της διαδικασίας, όλες οι πλευρές εμφανίζονται αποφασισμένες να προχωρήσουν ταχέως. Κάτι τέτοιο θα συμπαρασύρει εκ των πραγμάτων και την πώληση πυραύλων τύπου Meteor αέρος-αέρος (όπως αυτούς που διαθέτουν τα ελληνικά Rafale) που αναπτύσσονται από το πολυεθνικό κονσόρτσιουμ MBDA (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Γερμανία).
Υπενθυμίζεται ότι από την ελληνική πλευρά είχε εγερθεί το ζήτημα κυρίως προς τη Γαλλία, με την οποία άλλωστε η Ελλάδα έχει υπογράψει συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, ενώ έχει προμηθευτεί τα τελευταία χρόνια πολλά οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας (Rafale και φρεγάτες FDI).
Από τη γαλλική πλευρά είχε ήδη διαμηνυθεί προ μηνών ότι το Παρίσι δεν μπορεί να ανακόψει την πώληση πυραύλων Meteor στην Τουρκία σε περίπτωση κατά την οποία προχωρήσει η προμήθεια των Eurofighter.
Το μήνυμα
Πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες και τις επιχειρησιακές επιδόσεις, το πλέον σημαντικό μήνυμα που βγαίνει από αυτήν την κοινή γερμανοβρετανική πρωτοβουλία είναι η σαφής αποδοχή της ανάγκης σύσφιγξης των ευρωπαϊκών σχέσεων με την Τουρκία για λόγους που αφορούν τις γεωπολιτικές προτεραιότητες της Ευρώπης.
Είναι απολύτως σαφές ότι τόσο για το Λονδίνο όσο και για το Βερολίνο (η Ρώμη και η Μαδρίτη έχουν προ πολλού υιοθετήσει αυτή τη στάση), η εταιρική σχέση με την Τουρκία προσφέρει πρόσβαση στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, ενώ ανοίγει και τις πόρτες για μεγαλύτερη οικονομική συνεργασία.
Η στενότερη συνεργασία της Τουρκίας και της Βρετανίας (τρίτες χώρες και οι δύο) με την Ε.Ε. για την ευρωπαϊκή άμυνα, είτε μέσω των δανείων του SAFE είτε μέσω διμερών συμφωνιών, αποτελεί την πιο περίτρανη απόδειξη της προστιθέμενης αξίας που έχει κατορθώσει να οικοδομήσει στην Ευρώπη ο πρόεδρος τη Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Για τον κ. Μερτς υπάρχουν, βέβαια, και μικροπολιτικοί λόγοι, καθώς τα σχεδόν 4,5 εκατομμύρια των τουρκικής καταγωγής Γερμανών ψηφοφόρων δεν αποτελούν αμελητέα ποσότητα στο ιδιόμορφο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι της μεγαλύτερης χώρας της Ευρώπης.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή” στις 24 Ιουλίου 2025