Ο Ντόναλντ Τραμπ ουδέποτε συμπάθησε την Αφρική. Αντιθέτως, μάλλον αρέσκεται να επιδεικνύει την απέχθεια που τρέφει παλαιόθεν για την καλούμενη μαύρη ήπειρο. Πρόσφατα, απαξίωσε το Λεσότο ως τη χώρα «που δεν έχει ακούσει ποτέ κανείς»· ενώ παλαιότερα, τον Ιανουάριο του 2018, είχε αποκηρύξει ως «shithole countries» γενικώς τις χώρες της αφρικανικής ηπείρου προκαλώντας αντιδράσεις.

Το Λεσότο, αυτό το μικρό κρατίδιο της νότιας Αφρικής με τους περίπου 2 εκατομμύρια κατοίκους, μπορεί όντως ο πολύς κόσμος να μην το έχει καν ακουστά.

Σε αντίθεση ωστόσο με τον πολύ κόσμο, η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ το γνωρίζει καλά καθώς επενδύει παλαιόθεν εκεί, χτίζοντας στρατηγικούς δεσμούς. Μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο πρωθυπουργός του Λεσότο βρέθηκε στο Πεκίνο όπου είχε επαφές με την κινεζική ηγεσία, στο περιθώριο της Συνόδου του Φόρουμ Σινο-Αφρικανικής Συνεργασίας (Forum on China-Africa Cooperation-FOCAC) το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, μετράει ήδη δυόμισι δεκαετίες ύπαρξης.

Εάν για τον Τραμπ οι χώρες της Αφρικής είναι «αχούρια», για το Πεκίνο από την άλλη πλευρά αυτές οι χώρες προσφέρουν «ευκαιρίες» σε πολλά μέτωπα: οικονομικά/εμπορικά, ενεργειακά, εφοδιαστικά αλλά και στρατιωτικά.

Οι ΗΠΑ του Τραμπ δεν δείχνουν πια να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την Αφρική. Η Γαλλία του Μακρόν, από την πλευρά της, έχει πια χάσει πολλά από τα μετα-αποικιακά ερείσματα που διατηρούσε στην καλούμενη Françafrique. Απορροφημένη από το Ουκρανικό, η Ρωσία του Πούτιν αναγκάστηκε -κι εκείνη- να περιορίσει το αποτύπωμά της στην αφρικανική ήπειρο τα τελευταία χρόνια. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ωστόσο ευρύτερης απόσυρσης, ανοίγονται κενά και μαζί με αυτά νέες ευκαιρίες επέκτασης για την κινεζική πλευρά.

Η Κίνα ξεχωρίζει πλέον ως η χώρα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όπλων στην υποσαχάρια Αφρική, αφού ξεπέρασε τη Ρωσία που είχε την πρώτη θέση σε εκεινο το μέτωπο έως και το 2018.

Η κινεζική αμυντική βιομηχανία (κι όταν μιλάμε για κινεζική αμυντική βιομηχανία αναφερόμαστε σε εταιρείες όπως είναι οι NORINCO, AVIC, CSSC, CASC, CSGC, CETC) αποκτά σταδιακά μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά των αμυντικών εξοπλισμών. Την περίοδο 2019-2023 ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος προμηθευτής οπλικών συστημάτων παγκοσμίως πίσω από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Σε κάποιες περιοχές ωστόσο, όπως είναι για παράδειγμα εκείνες της νότιας/νοτιοανατολικής Ασίας και της υποσαχάριας Αφρικής, οι Κινέζοι εξαγωγείς πλέον οδηγούν την κούρσα.

Ειδικά στην υποσαχάρια Αφρική, όπως προαναφέρθηκε, το Πεκίνο παρουσιάζεται πια να κυριαρχεί. Από τις περίπου 40 χώρες που αγόρασαν οπλικά συστήματα από την Κίνα την περίοδο 2019-2023, περίπου οι μισές ήταν χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, ενώ συνολικά, σύμφωνα με όσα αναφέρει στον ιστοχώρο της η Janes, περίπου το 70% στρατών της αφρικανικής ηπείρου εκτιμάται ότι διαθέτει πια κινεζικής προέλευσης τεθωρακισμένα.

Ωστόσο, ο με διαφορά μεγαλύτερος αγοραστής κινεζικών οπλικών συστημάτων ήταν, τα περασμένα χρόνια, το Πακιστάν, ενώ εξέχουσα θέση στη λίστα με όσους αγοράζουν κινεζικά κατέχουν παράλληλα και άλλες χώρες: το Μπαγκλαντές, η Ταϊλάνδη, η Σαουδική Αραβία και, πλέον, ολοένα περισσότερα κράτη της Αφρικής (η Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι, η Νιγηρία, το Κονγκό, το Σουδάν, η Ακτή Ελεφαντοστού, η Μαυριτανία, το Μπενίν, η Σενεγάλη κ.ά.).

Η NORINCO, ο μεγαλύτερος όμιλος αμυντικών βιομηχανιών της Κίνας, διατηρεί γραφεία σε Σενεγάλη, Ανγκόλα, Νιγηρία και Νότια Αφρική, μεταξύ άλλων.

Σε γενικές γραμμές, οι κινεζικές αμυντικές εξαγωγές λέγεται πως δεν φημίζονται για την ποιότητά τους. «Τα κινεζικά όπλα είναι σε μεγάλο βαθμό μη δοκιμασμένα στη μάχη και αντιμετωπίζουν προβλήματα ποιότητας και απόδοσης», διαβάζουμε σε σχετική ανάλυση του Mercator Institute for China Studies (MERICS) δημοσιευθείσα τον Αύγουστο του 2024.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν μάλιστα δει το φως της δημοσιότητας και περιπτώσεις στις οποίες αγοραστές (η Νιγηρία, η Μιανμάρ) αναγκάστηκαν να επιστρέψουν συστήματα (μαχητικά αεροσκάφη F-7 η Νιγηρία) ή να τα αφήσουν ακινητοποιημένα (μαχητικά αεροσκάφη JF-17 η Μιανμάρ), ενώ το Πεκίνο έχει ξεκαθαρίσει από την πλευρά του ότι τα καλύτερα από τα όπλα του (τα μαχητικά J-20 για παράδειγμα) τα κρατάει για τον εαυτό του.

Οι Κινέζοι εξαγωγείς προσφέρουν, ωστόσο, ανταγωνιστικές τιμές και ευκολίες πληρωμής, ενώ συχνά συνδυάζουν τα αμυντικά ντιλ με άλλες προσφερόμενες συμφωνίες (εμπορικού τύπου, ανάπτυξης υποδομών, συνεργασίας και εκπαίδευσης ενόπλων δυνάμεων κ.ά.) και/ή δωρεές υλικού (στη Ζιμπάμπουε για παράδειγμα), εντάσσοντάς τα σε «πακέτα» τα οποία καθίστανται έτσι περισσότερο δελεαστικά και συμφέροντα.

Σε αντίθεση με πολλούς δυτικούς, οι Κινέζοι παρουσιάζονται διατεθειμένοι να πουλήσουν σε όποιον ενδιαφέρεται χωρίς περιοριστικές προϋποθέσεις (end-user certificates- EUCs) σχετικές με την όποια μελλοντική χρήση των προς πώληση συστημάτων, ενώ εκείνοι λειτουργούν παράλληλα ως προμηθευτής όχι μόνο για τις στρατιωτικές αλλά και για τις αστυνομικές δυνάμεις πολλών αφρικανικών χωρών.

Υπενθυμίζεται ότι η Κίνα διατηρεί, ήδη από το 2017, τη δική της ναυτική βάση στο Τζιμπουτί, ενώ κινεζικές ένοπλες δυνάμεις παίρνουν μέρος εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια σε στρατιωτικά γυμνάσια στην Αφρική.

Μια τέτοιου τύπου άσκηση πραγματοποιείται, για παράδειγμα, αυτές τις ημέρες στην Αίγυπτο («Eagles of Civilization 2025») με τη συμμετοχή των πολεμικών αεροποριών Κίνας και Αιγύπτου, ενώ πέρυσι κινεζικές δυνάμεις είχαν συμμετάσχει σε κοινά γυμνάσια με δυνάμεις από την Τανζανία, τη Μοζαμβίκη («Peace Unity-2024», «Mission Harmony-2024»), τη Νιγηρία και το Καμερούν.

Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι πολλοί Αφρικανοί αξιωματικοί του στρατού και της αστυνομίας έχουν λάβει εκπαίδευση στην Κίνα, ενώ στην Αφρική έχουν αναπτύξει εν τω μεταξύ δράση και πολλές κινεζικές ιδιωτικές εταιρείες παροχής μισθοφορικού τύπου υπηρεσιών.

«Αξιωματικοί από 50 χώρες της Αφρικής παρακολουθούν μαθήματα στρατιωτικής εκπαίδευσης που προσφέρονται από την Κίνα. Μεταξύ των αποφοίτων αυτών των εκπαιδευτικών προγραμμάτων βρίσκει κανείς πια εν ενεργεία υπουργούς Άμυνας και αρχηγούς Ενόπλων Δυνάμεων», έγραφε ο Economist τον Μάιο του 2024.

«Η Κίνα βλέπει την εκπαίδευση ξένου στρατιωτικού προσωπικού ως ευκαιρία να προωθήσει το δικό της μοντέλο διακυβέρνησης, να αναπτύξει στενότερους δεσμούς με τους στρατούς και τις κυβερνήσεις άλλων χωρών και να οικοδομήσει μια κοινή αντίληψη για την ασφάλεια», σημείωνε σε δική του ανάλυση τον περασμένο Σεπτέμβριο το ιταλικό ινστιτούτο διεθνών πολιτικών σπουδών ISPI…