" "

Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν έχει πυρηνικά όπλα, είτε γιατί δεν το επιδίωξε είτε γιατί απλώς δεν πρόλαβε, γεγονός που τη διαφοροποιεί όμως από τους έχοντες: το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, το Πακιστάν και την Ινδία, μεταξύ άλλων.

Αναφορικά με το εάν ήταν όντως στα πρόθυρα να αποκτήσει τέτοιου τύπου όπλα ή όχι, οι απόψεις διίστανται ακόμη και τώρα, ενώ έχει ήδη συμπληρωθεί μια εβδομάδα συγκρούσεων στο πλαίσιο της επιχείρησης «Rising Lion» κι ενώ ο Τραμπ ζυγίζει το ενδεχόμενο άμεσης αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι το Ιράν εμπλούτιζε ουράνιο σε ποσοστά υψηλότερα από εκείνα που απαιτούσαν οι ανάγκες ενός αποκλειστικά ειρηνικού, ενεργειακού (κι όχι στρατιωτικού) πυρηνικού προγράμματος.

Το Ιράν λοιπόν, μπορεί να μην είχε πυρηνικά όπλα πλην όμως είχε (και έχει) πυρηνικές φιλοδοξίες. Παράλληλα ωστόσο, τα προηγούμενα χρόνια είχε κι άλλα πολλά: σημαντικά αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, φίλους με πυρηνικά (Κίνα, Ρωσία), εχθρούς με πυρηνικά (Ισραήλ, ΗΠΑ), τα δικής του παραγωγής drones (ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980) και τους δικούς του proxies του καλούμενου «άξονα της αντίστασης» μέσα από τους οποίους εξασφάλιζε στρατηγικό βάθος και περιφερειακή επιρροή φτάνοντας -δια αντιπροσώπων- ως τα σύνορα του Ισραήλ και τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου.

«…οι Ιρανοί, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, για να μπορέσουν να αντισταθμίσουν τις προφανείς αδυναμίες τους έναντι των κατά πολύ ισχυρότερων δυτικών οπλικών συστημάτων, επένδυσαν σε άλλα μικρότερα και περισσότερο ευέλικτα “ασύμμετρα εργαλεία” (asymmetric tools): συγκεκριμένα, σε ταχέα σκάφη, βαλλιστικούς πυραύλους και UAVs», γράφαμε στο Α&Δ στα τέλη του 2022, στο πλαίσιο άρθρου υπό τον τίτλο «Τα drones του Ιράν στην κρίση της Ουκρανίας».

«Οι Ιρανοί θα ήθελαν προφανώς να δουν τους δικούς τους αντιπροσώπους/proxies (που είναι ως επί το πλείστον σιίτες, με την εξαίρεση της σουνιτικής Χαμάς) να ενισχύονται ενάντια στις ανταγωνιστικές προς την Τεχεράνη δυνάμεις (τις δυτικές και όχι μόνο) σε περιοχές όπως είναι εκείνες του Ιράκ, της Συρίας, της Υεμένης και του Λιβάνου, στο τρίγωνο δηλαδή μεταξύ Περσικού Κόλπου, Ερυθράς Θάλασσας και Ανατολικής Μεσογείου», γράφαμε περίπου δύο χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2024, σε άρθρο με τον τίτλο «Το Ιράν θέλει “βάσεις” στην Αν. Μεσόγειο: Αναζητά νέο “στρατηγικό βάθος” μέσω Γάζας, Συρίας, Λιβάνου».

Εν τω μεταξύ ωστόσο, ειδικά από το δεύτερο μισό του 2024 και έπειτα, πολλά από όσα άλλοτε θεωρούνταν δεδομένα ανατράπηκαν σε βάρος του Ιράν: proxies όπως η Χεζμπολάχ συνετρίβησαν – το φιλοϊρανικό καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία ανετράπη – το ίδιο το Ιράν άρχισε να δέχεται βαρύτατα πλήγματα εντός των συνόρων του, τα μεγαλύτερα των τελευταίων δεκαετιών, από τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ της δεκαετίας του 1980 και έπειτα.

Το Ιράν ήταν για δεκαετίες ένας από τους βασικούς πόλους ισχύος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αυτό, ωστόσο, δείχνει τώρα να αλλάζει ή τουλάχιστον να αναπροσαρμόζεται με βάση νέα δεδομένα ανακατανομής της ισχύος.

Ακόμη κι αν επιβιώσει, το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν δεν έχει πια την επιρροή που είχε στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ακόμη κι αν καταφέρει να κρατήσει ζωντανό το πυρηνικό του πρόγραμμα, πλέον έχει υποστεί πλήγματα που το έχουν στείλει πολλά βήματα πίσω αναφορικά με τις δυνατότητες της αποτρεπτικής του ισχύος.

Το Ιράν δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να ανακάμψει, εάν βέβαια το επιτρέψουν οι όποιες νέες συνθήκες, αλλά θα χρειαστεί να περάσει πρώτα ένα σεβαστό χρονικό διάστημα.

Υπό αυτές τις συνθήκες ωστόσο, η ιρανική αποδυνάμωση έρχεται να ανοίξει τώρα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ένα κενό ισχύος το οποίο είναι βέβαιο ότι κάποιοι άλλοι θα επιχειρήσουν να καλύψουν προς ίδιον όφελος. Ποιοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί;

Το Ισραήλ από τη μία πλευρά, και η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από την άλλη, ξεχωρίζουν ως πιθανοί διεκδικητές των νέων περιθωρίων ισχύος που ανοίγονται. Ισραήλ και Τουρκία άλλωστε ήδη «συγκρούονται» με φόντο την επιρροή στη μετά-Άσαντ Συρία, επιδεικνύοντας ανταγωνιστικές διαθέσεις.

Το κενό ισχύος, που δημιουργεί τώρα η αποδυνάμωση του Ιράν, θα μπορούσε να εκδηλωθεί ως κενό περιφερειακής επιρροής το οποίο θα επιχειρήσουν να καλύψουν άλλοι περιφερειακοί παίκτες (προωθώντας, επί παραδείγματι, τους δικούς τους proxies στη θέση των φιλοϊρανικών), αλλά και ως εστία περιφερειακής αστάθειας (ανάδυσης αποσχιστικών τάσεων εντός του Ιράν, επιδείνωσης του μεταναστευτικού) την οποία θα επιχειρήσουν να «σταθεροποιήσουν» άλλοι περιφερειακοί παίκτες εξασφαλίζοντας όμως οφέλη υπέρ των δικών τους συμφερόντων.

Ως προς αυτό το δεύτερο σκέλος, υπενθυμίζονται για παράδειγμα οι προσπάθειες που είχε καταβάλει προ ετών η Τουρκία στο μέτωπο της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού.

Ο καθηγητής διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Στίβεν Γουόλτ, υποστηρίζει ότι το Ισραήλ (των περίπου 7 εκατομμυρίων Εβραίων κατοίκων) δεν δύναται να καταστεί ηγεμονική δύναμη στη Μέση Ανατολή, κι αυτό για μια σειρά από λόγους: επειδή συνεχίζει, παρά τις νίκες που κατήγαγε την τελευταία διετία, να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις (από τους Χούθι, στο μέτωπο του Παλαιστινιακού κ.ά.) – επειδή οι γείτονές του (οι Αραβες, το Ιράν, η Τουρκία) δεν δείχνουν διατεθειμένοι να αποδεχθούν την ηγεμονία του – κι επειδή, παρά τη μεγάλη ισχύ του, συνεχίζει να εξαρτάται από μια άλλη ακόμη ισχυρότερη δύναμη όπως είναι εν προκειμένω οι ΗΠΑ…

Τούτων λεχθέντων, διερωτάται ωστόσο κανείς εάν ισχύουν άραγε και για την Τουρκία όσα (αποτρεπτικά της ηγεμονίας) ο Γουόλτ υποστηρίζει ότι ισχύουν επί του παρόντος για το Ισραήλ;