Όλα εκείνα τα μεγάλα και σημαντικά που εναγωνίως αναμέναμε εντός του Ιουνίου, ως δηλωτικά των διεθνοπολιτικών τάσεων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, έχουν πια ολοκληρωθεί: Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, οι συναντήσεις ΜπάιντενΠούτιν, Μπάιντεν-Ερντογάν και Μητσοτάκη-Ερντογάν, η δεύτερη διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη και η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκληρώθηκαν… αφήνοντας πίσω μια σειρά από συμπεράσματα.

Εάν κάνει ταμείο, η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μάλλον έχει πια λόγους να χαμογελά. Κι αυτό διότι προσέφερε μεν ένα μίνιμουμ αποκλιμάκωσης λαμβάνοντας όμως πίσω ως «έπαθλο» διόλου ευκαταφρόνητα ανταλλάγματα. 

Μίνιμουμ αποκλιμάκωσης 

Ως προς το μίνιμουμ της αποκλιμάκωσης, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως η Άγκυρα απέσυρε πλωτά γεωτρύπανα και ερευνητικά πλοία που ίσως να είχαν ούτως ή άλλως αποσυρθεί για εργασίες συντήρησης ή μετακινηθεί αλλού, ενώ παράλληλα περιόρισε και την «πολιορκία» των ελληνικών συνόρων σε μια περίοδο όμως ούτως ή άλλως μειωμένων μετακινήσεων λόγω πανδημίας. 

Το (επίσης πανδημικό) καλοκαίρι του 2020 ήταν βέβαια πολύ πιο έντονο, ειδικά στη θάλασσα. Επί της ουσίας ωστόσο, η Τουρκία – αν και παρουσιάζεται να έχει αποκλιμακώσει επιχειρησιακά (συζητήσιμο κι αυτό, ειδικά έπειτα από τις πρόσφατα εκδοθείσες τουρκικές NAVTEX 0542/21, 0541/21, 0540/21 για στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο) – δεν έχει πάρει πίσω καμία από τις απειλητικές αξιώσεις της έναντι της Ελλάδας (γκρίζες ζώνες, casus-belli, τουρκολιβυκό μνημόνιο), ενώ την ίδια ώρα κλιμακώνει και τις προκλήσεις στην Κύπρο (Βαρώσια, ρητορική δύο κρατών, βάση για drones) ενόψει της επίσκεψης που αναμένεται να πραγματοποιήσει στα κατεχόμενα ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν στις 20 Ιουλίου.  

Κέρδη για την Άγκυρα 

Ως προς τα ανταλλάγματα τώρα, το καθεστώς Ερντογάν κατόρθωσε – με τις ευλογίες χωρών όπως είναι κυρίως η Γερμανία – να εξασφαλίσει: 

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου, η ΕΕ «εκφράζει ικανοποίηση για την αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία πρέπει να διατηρηθεί» – δηλώνει «έτοιμη να συζητήσει με την Τουρκία κατά τρόπο σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο για την ενίσχυση της συνεργασίας σε διάφορους τομείς κοινού ενδιαφέροντος» – «παραμένει απολύτως προσηλωμένη στη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού στη βάση δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα» – και «ζητεί τον πλήρη σεβασμό των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ» αναφορικά με το καθεστώς των Βαρωσίων, καθώς και «να αποχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση όλες οι ξένες δυνάμεις και οι μισθοφόροι» από τη Λιβύη» – αν και αναγνωρίζει πως «οι στοχευμένες επιθέσεις κατά πολιτικών κομμάτων, υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μέσων ενημέρωσης» εντός των τουρκικών συνόρων «συνιστούν σοβαρή οπισθοδρόμηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις της Τουρκίας για σεβασμό της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων των γυναικών».

«Οι Ευρωπαίοι κάνουν τον Ερντογάν ισχυρότερο»

Οι όποιες «βελτιώσεις» στο τελικό κείμενο των συμπερασμάτων της ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής του Ιουνίου, για τις οποίες έγινε λόγος στον ελληνικό Τύπο, στην πραγματικότητα αποτελούν το μίνιμουμ και δεν θα έπρεπε καν να πανηγυρίζονται. Εκτός και αν θεωρεί κανείς «επιτυχία» την επανάληψη σημείων που υπήρχαν στη δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του περασμένου Μαρτίου ή τη σοβαρή οπισθοχώρηση ακόμη και σε σύγκριση με όσα προέβλεπε η έκθεση Μπορέλ του περασμένου Μαρτίου για την Τουρκία.   

«Οι Ευρωπαίοι κάνουν τον Ερντογάν ισχυρότερο από ό, τι είναι στην πραγματικότητα», σημειώνει σε άρθρο της η γερμανική Handelsblatt, στηλιτεύοντας τη στάση του Βερολίνου, μια στάση που δεν αναμένεται ωστόσο να τελειώσει με την έξοδο της Άνγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία το ερχόμενο φθινόπωρο αλλά μάλλον θα έχει και συνέχεια υπό τον ούτως ή άλλως εξοικειωμένο με την Τουρκία διάδοχο της Μέρκελ στην ηγεσία Άρμιν Λάσετ