Ιστορικές εξελίξεις στη ΝΑ Μεσόγειο παρά την απειλή του μεταναστευτικού
Του Αλέξανδρου Τάρκα
Ιστορικές εξελίξεις για την πολυμερή συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου δρομολογούνται από τις αρχές του 2016, καθώς η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας εγκαταλείψει τις παλαιές ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ, προχωρεί σε συγκεκριμένο πλαίσιο συμφωνιών, κυρίως, στον ενεργειακό τομέα.
Η στενότερη συνεργασία της Αθήνας και της Λευκωσίας με τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ Ελ Σίσι και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου δεν επηρεάζεται από την ξαφνικά αναθέρμανση των σχέσεων Άγκυρας-Τελ Αβίβ, ενώ δεν μπορούν να γίνουν προβλέψεις για τις επιπτώσεις, στον κυβερνητικό σχεδιασμός, από ενδεχόμενη σημαντική πρόοδο ή νέο αδιέξοδο στο Κυπριακό.
Ενδεικτικές της σημασίας του Κυπριακού είναι οι συζητήσεις που, σύμφωνα με ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, είχε (και θα επαναλάβει) ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τον Ισραηλινό ομόλογό του στα τέλη Νοεμβρίου και με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Τζ. Κέρι στις αρχές Δεκεμβρίου.
Ο κ. Τσίπρας κατέληξε σε μια συμφωνία κυρίων με την ισραηλινή πλευρά ότι ένας μελλοντικός αγωγός φυσικού αερίου προς την Τουρκία (πιο ρεαλιστική και οικονομική λύση συγκριτικά με τον πολυσυζητημένο υποθαλάσσιο αγωγό προς την Ελλάδα) θα κατασκευαστεί υπό τις σωρευτικές προϋποθέσεις της επίλυσης του Κυπριακού και της αποκατάστασης εμπιστοσύνης μεταξύ Άγκυρας και Τελ Αβίβ. Οι συζητήσεις αυτές θα εξειδικευθούν κατά τις εργασίες του Β’ Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Ισραήλ και της τριμερής συνόδου, με την Κύπρο, εντός του Ιανουαρίου.
Ταυτόχρονα, το αμερικανικό μήνυμα προς τον κ. Τσίπρα και τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά ήταν ότι θα έπρεπε να υπάρξει πρόοδος (κάτι σαν πρόκριμα λύσης) στο Κυπριακό, που θα επηρέαζε και τις γενικότερες εξελίξεις στη ΝΑ Μεσόγειο, «εντός μηνός», δηλαδή μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου του 2016.
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν συνέβη ούτε και θα μπορούσε να συμβεί στις τέσσερις εβδομάδες που μεσολάβησαν από τις διαδοχικές επισκέψεις του κ. Κέρι στη Λευκωσία και την Αθήνα, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις του κ. Κοτζιά και της διπλωματικής υπηρεσίας μας ότι η πραγματική, μάλλον μικρή, πρόοδος στις διακοινοτικές συνομιλίες της Μεγαλονήσου υπερεκτιμάται από αρκετές ξένες κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται λανθασμένες προσδοκίες, οι οποίες, αν διαψευστούν οριστικά, θα έχουν σοβαρό αντίκτυπο. Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε τα ενδιαφερόμενα ισχυρά μέλη της Ε.Ε. ούτε (πολύ περισσότερο) η Τουρκία έχουν εισέλθει ακόμα σε ουσιαστική συζήτηση για την κατάργηση του καθεστώτος των εγγυήσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το Στέητ Ντηπάρτμεντ μάλιστα, είτε εξαιτίας λανθασμένων εκτιμήσεων της Αμερικανικής Πρεσβείας Λευκωσίας είτε λόγω σκοπιμότητας κατευνασμού και άρσης των επιφυλάξεων της Αθήνας, μεταδίδει το μήνυμα ότι οι διαφορές απόψεων μεταξύ του προέδρου Ν. Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου εκπροσώπου Μ. Ακιντζί δεν είναι τόσο μεγάλες όσο εμφανίζονται.
Οι συζητήσεις με την Τουρκία
Πέραν των επιπτώσεων του Κυπριακού, οι συνομιλίες του κ. Τσίπρα με τον Τούρκο ομόλογό του Α. Νταβούτογλου και τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν οδηγούν σε ανησυχητικά συμπεράσματα για την εξέλιξη της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης. Αν και το κλίμα στις επαφές των δύο κυβερνήσεων είναι σχετικά καλό, η Άγκυρα δεν πρόκειται να προβεί σε άμεσες ενέργειες για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών ή την εξουδετέρωση των συμμοριών διακινητών.
Εξαιρετικά αξιόπιστη πηγή με γνώση της τακτικής της τουρκικής ηγεσίας τονίζει πως η Άγκυρα αξιοποιεί και θα συνεχίσει να αξιοποιεί το μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί του Μεταναστευτικού όχι μόνον έναντι της Αθήνας, αλλά και έναντι με¬γάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν λείπουν οι υπαινιγμοί για δημιουργία προβλημάτων και στα χερσαία σύνορα (με αναφορά σε περιστατικά δε¬κάδων χιλιάδων μεταναστών που ήθελαν και θέλουν να τα διασχίσουν) μαζί με την επισήμανση ότι, όσους πρόσφυγες κι αν απορροφήσουν οι κεντροευρωπαϊκές χώρες, θα υπάρξουν πολλαπλάσιοι προερχόμενοι, κυρίως, από τη Συρία. Η «δεξαμενή ανθρώπων» είναι γεμάτη και η Άγκυρα ανοιγοκλείνει τη στρόφιγγα ροής προς την Ευρώπη κατά βούληση. Ακόμα κι αν τερματιζόταν αύριο ο εμφύλιος στη Συρία κι εξουδετερωνόταν ο ISIS εκεί και στο Ιράκ, η ανάπτυξη της περιοχής θα απαιτούσε πολλά χρόνια και μόνον μετά από αυτήν θα επέστρεφαν ορισμένοι πρόσφυγες. Για τους δε παράνομους μετανάστες μη εμπόλεμων χωρών, μάλλον δεν υπάρχει ούτε αυτή η περίπτωση αποχώρησης από την Ευρώπη.
Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση -μετά τα λάθη του Μαξίμου στο Μεταναστευτικό από τις αρχές του 2015- αμφιταλαντεύεται για τον ακριβή χρόνο σύγκλησης της σχεδιαζόμενης τριμερούς συνόδου Ελλάδας-Γερμανίας-Τουρκίας, ενώ -αντίθετα- έχουν οριστικοποιηθεί η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου στην Αθήνα (στα μέσα Ιανουαρίου) και, αμέσως μετά, η συνεδρίαση, στην Κωνσταντινούπολη, του τέταρτου ανώτατου συμβουλίου συνεργασίας των δύο χωρών. Η ατζέντα της διακυβερνητικής Ελλάδας-Τουρκίας θα είναι επιφανειακή (αφού δεν έχουν υλοποιηθεί οι συμφωνίες των προηγούμενων συνόδων του Δεκεμβρίου 2014 και του Μαρτίου 2013), αλλά η εμπειρία δείχνει ότι η διεξαγωγή διαλόγου είναι χρησιμότερη από τη σιωπή εκατέρωθεν του Αιγαίου.
Οι σχέσεις με το Ισραήλ
Παράλληλα, παρακολουθώντας και αξιολογώντας τις πρωτοβουλίες της Άγκυρας έναντι άλλων γειτονικών χωρών, η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με αξιόπιστες αφηγήσεις, δεν αιφνιδιάστηκε από την αναθέρμανση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ. Η ισραηλινή πλευρά δεν είχε, ασφαλώς, αποκαλύψει στην ελληνική πλευρά τις εν εξελίξει μυστικές συνομιλίες της με την Τουρκία, αλλά είχε αφήσει ξεκάθαρα να διαφανεί ότι υπήρχε επιθυμία εδραίωσης μίας ελάχιστης επικοινωνίας και εμπιστοσύνης με την Άγκυρα. Επίσης, όσοι παρακολουθούν από το 2010 την εντυπωσιακή προσέγγιση Ελλάδας-Ισραήλ, θυμούνται ότι πεπειραμένος Ισραηλινός αξιωματούχος, που έχει από τότε επισκεφθεί την Αθήνα πολλές φορές και επανήλθε τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου 2015, ήταν ειλικρινής. Είχε παραδεχθεί πως «δεν κρύβουμε ότι προτιμούσαμε μέχρι τώρα (σ.σ. μέχρι το 2010) να έχουμε καλές σχέσεις με την Άγκυρα, αντί να την έχουμε αντίπαλο, και θα επιθυμούμε πάντα μια βελτίωση». Περίπου το ίδιο είχε αφήσει να εννοηθεί και προ μηνός.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός φέρεται να προσβλέπει σε «στρατηγικό συνεταιρισμό» με το Ισραήλ, αποδίδοντας έμφαση στον τομέα της ενέργειας, αλλά και συμπεριλαμβάνοντας κοινές δράσεις σε θέματα ασφάλειας και αντιτρομοκρατίας.
Το κύριο ερώτημα είναι τι, πότε και πώς μπορεί να γίνει για την αξιοποίηση του με-γάλου πλεονεκτήματος των τριών χωρών για το φυσικό αέριο. Ο κ. Νετανιάχου εμφανίζεται να αναγνωρίζει ότι η συνεργασία με την Ελλάδα ανοίγει ευρείες προοπτικές εφόσον, μαζί με την Κύπρο και την Αίγυπτο, μπορεί να συγκροτηθεί ένα κουαρτέτο που (με κάθε χώρα σε διακριτό ρόλο) θα χειρίζεται όλα τα θέματα από την εξόρυξη και την αποθήκευση μέχρι την επεξεργασία και την εξαγωγή φυσικού αερίου. Πριν ακόμα από την αποκάλυψη της αναθέρμανσης των σχέσεων με την Άγκυρα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είχε αναφέρει στον κύριο Τσίπρα το ενδεχόμενο συνεργασίας με την Τουρκία και την Ιταλία σε ένα σχήμα εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της Μεσογείου.
Η ταχύτητα των εξελίξεων θα αναγκάσει την κυβέρνηση Τσίπρα να λάβει, σχετικά σύντομα, σημαντικές αποφάσεις επί δύο θεμάτων. Πρώτον, ποιους σταθμούς LNG θα προσφέρει η Ελλάδα στο πολυεθνικό ενεργειακό σχέδιο, καθώς, εκτός από τις εγκαταστάσεις της Ρεβυθούσας, θα χρειαστούν και πλωτές εγκαταστάσεις στη βόρεια Ελλάδα (προτάσεις του ομίλου Κοπελούζου για την Αλεξανδρούπολη, παλαιότερα σχέδια της ΔΕΠΑ για την Καβάλα, ρόλος της ρωσικής Gazprom και πιθανή συμμετοχή της αμερικανικής εταιρίας Cheniere). Δεύτερον, ποια οδό εξαγωγής θα ακολουθήσει το φυσικό αέριο: η επιλογή των Ισραηλινών και σχεδόν όλων των ιδιωτικών εταιριών είναι υπέρ ενός αγωγού προς την Τουρκία.