Στη φωτογραφία: Η γνωστή φωτογραφία, που ίσως αποδειχθεί «ιστορική» για τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, με πιλότο αμερικανικού U-2 να απαθανατίζει το κατασκοπευτικό μπαλόνι στις 3 Φεβρουαρίου 2023. Στην Ελλάδα, η ίδια φωτογραφία παρουσιάστηκε, βιαστικά, από την πλειονότητα των ηλεκτρονικών ΜΜΕ σαν selfie από τον πιλότο του μαχητικού F-22 που κατέρριψε το ίδιο μπαλόνι την επόμενη ημέρα.

Η επίσκεψη που ήταν προγραμματισμένο να πραγματοποιήσει στις αρχές Φεβρουαρίου ο Άντονι Μπλίνκεν στο Πεκίνο, τελικώς, ακυρώθηκε. Εάν γινόταν, θα ήταν η πρώτη Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στην Κίνα έπειτα από πέντε χρόνια. Ο Μάικ Πομπέο είχε βρεθεί εκεί, ως υπουργός Εξωτερικών του Ντόναλντ Τραμπ, τον Οκτώβριο του 2018. Ωστόσο, η είσοδος ενός κινεζικού -κατασκοπευτικού όπως καταγγέλλει η Ουάσιγκτον- μπαλονιού στον αμερικανικό εναέριο χώρο, έκανε τον Μπλίνκεν να αλλάξει πρόγραμμα.

Το κινεζικό αερόστατο λέγεται πως εισήλθε στον αμερικανικό εναέριο χώρο στις 28 Ιανουαρίου 2023. Αφού πρώτα «διέσχισε» τις ΗΠΑ από τα βορειοδυτικά και την Αλάσκα προς τα νοτιοανατολικά, τελικώς καταρρίφθηκε από ένα αμερικανικό F-22 στις 4 Φεβρουαρίου στα ανοιχτά των ακτών της Νότιας Καρολίνας, πάνω από τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί καταγγέλλουν ότι το μπαλόνι εστάλη πάνω από τις ΗΠΑ με την αποστολή να κατασκοπεύσει κρίσιμες για την αμερικανική εθνική ασφάλεια εγκαταστάσεις. Οι Κινέζοι, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν ότι ήταν ένα αερόστατο μετεωρολογικών μετρήσεων που απλώς έχασε τον δρόμο του με αποτέλεσμα να περάσει κατά λάθος στον αμερικανικό εναέριο χώρο. Βγαίνοντας στην αντεπίθεση, το Πεκίνο θα κατηγορούσε μάλιστα τις ΗΠΑ για «υστερία», αποκηρύσσοντας την κατάρριψη ως «αδικαιολόγητη».

Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διευκρίνισε ότι «επιδιώκουμε τον ανταγωνισμό, όχι τη σύγκρουση, με την Κίνα. Δεν επιζητούμε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Αλλά δεν απολογούμαι. Θα ανταγωνιστούμε. Και θα διαχειριστούμε υπεύθυνα αυτόν τον ανταγωνισμό, ώστε να μην εκτραπεί και γίνει σύγκρουση»

Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναφέρθηκε στο θέμα κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στις 16 Φεβρουαρίου. Το πρόγραμμα κατασκοπευτικών μπαλονιών της Κίνας είναι γνωστό στις αμερικανικές Αρχές, είπε, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται να εμπλακούν σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με την Κίνα. «Επιδιώκουμε τον ανταγωνισμό, όχι τη σύγκρουση, με την Κίνα. Δεν επιζητούμε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Αλλά δεν απολογούμαι. Θα ανταγωνιστούμε. Και θα διαχειριστούμε υπεύθυνα αυτόν τον ανταγωνισμό ώστε να μην εκτραπεί και γίνει σύγκρουση», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος. Ο Τζο Μπάιντεν αποτύπωσε με απλά λόγια, αλλά μάλλον εύστοχα και ουσιαστικά, τη φάση στην οποία βρίσκονται οι σινοαμερικανικές σχέσεις, δύο χρόνια έπειτα από την εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ και λίγους μήνες έπειτα από την επανεκλογή του Σι Τζινπίνγκ στην κινεζική ηγεσία.

Η Ταϊβάν στα μάτι του κυκλώνα

Το 2022 θα μείνει στην ιστορία ως η χρονιά του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και ως η χρονιά της επίσκεψης της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν. Τελευταίος πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, που είχε επισκεφθεί το αυτοδιοικούμενο νησί της Ταϊβάν, ήταν ο Ρεπουμπλικάνος Νιουτ Γκίνγκριτς τον Απρίλιο του 1997. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, η 82χρονη Δημοκρατική Νάνσι Πελόζι αποφάσισε να μεταβεί και εκείνη στην Ταϊπέι, δίνοντας την αφορμή στο Πεκίνο να ξεκινήσει στρατιωτικά γυμνάσια σε στενό κλοιό γύρω και πάνω από την Ταϊβάν.

Η Νάνσι Πελόζι αποτελεί πια παρελθόν για την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, καθώς αποχώρησε από την προεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων έπειτα από τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Το αγκάθι της Ταϊβάν ωστόσο παραμένει, με τον Ρεπουμπλικάνο διάδοχό της στην προεδρία, τον Κέβιν Μακάρθι, να προαναγγέλλει μάλιστα και εκείνος δική του επίσκεψη στην Ταϊβάν μέσα στο 2023, προκαλώντας την αναμενόμενη αντίδραση του Πεκίνου, το οποίο διεκδικεί το αυτοδιοικούμενο νησί ως δικό του έδαφος στο πλαίσιο της πολιτικής της Μίας Κίνας – One China Policy.

Η Νάνσι Πελόζι αποτελεί πια παρελθόν για την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, καθώς αποχώρησε από την προεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων έπειτα από τις ενδιάμεσες εκλογές του περσινού Νοεμβρίου, αλλά το αγκάθι της Ταϊβάν παραμένει, με τον Ρεπουμπλικάνο διάδοχό της στην προεδρία, τον Κέβιν Μακάρθι (δεξιά), να προαναγγέλλει επίσκεψή του στην Ταϊπέι μέσα στο 2023.

Πόλεμος το 2025;

Εάν εμπιστευθούμε ως αξιόπιστη την εκτίμηση στην οποία είχε προχωρήσει πρόσφατα ο Αμερικανός, εν ενεργεία, πτέραρχος Μάικ Μίνιχαν (ο οποίος είχε διατελέσει και υποδιοικητής της U.S. Indo-Pacific Command ως τον Αύγουστο του 2021), τότε οι ΗΠΑ και η Κίνα θα μπορούσαν να πάνε σε πόλεμο γύρω από την Ταϊβάν ακόμη και το 2025. Το σενάριο φαντάζει όντως ακραίο. Ωστόσο, πολλά από όσα έχουν γίνει πραγματικότητα, ήταν «ακραία» ή «απίθανα» ως τη στιγμή που συνέβησαν και αποδείχθηκαν πιθανά. Το σενάριο μιας σινοαμερικανικής σύρραξης δεν είναι νέο. Αντιθέτως, είναι κάτι που συζητιέται εδώ και χρόνια.

Ενδεικτικά όσα γράφαμε στην «Α&Δ» προ διετίας, στο πλαίσιο άρθρου υπό τον τίτλο «ΗΠΑ εναντίον Κίνας: Σύννεφα πολέμου πάνω από την Ταϊβάν και τον Ειρηνικό» (τεύχος 347, Μάρτιος 2021): «η προοπτική μιας σινοαμερικανικής στρατιωτικής σύρραξης ‘συζητιέται’ πλέον δημόσια […] “Πώς θα έμοιαζε ένας πόλεμος με την Κίνα;”, διερωτώνται οι (αμερικανικοί) Military Times, ενώ ο Τζέφρι Χόρνουνγκ της (επίσης αμερικανικής) RAND Corporation καλεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία ‘να προετοιμαστούν’ για ακριβώς έναν τέτοιο πόλεμο. Αλλά ακόμη και Κινέζοι επαΐοντες, όπως ο ακαδημαϊκός Γιαν Σουετόνγκ, πρύτανης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του κινεζικού Πανεπιστημίου Τσίνγκουα (Tsinghua University), δεν αποκλείουν πια την πιθανότητα σινοαμερικανικών θερμών επεισοδίων ή ‘συγκρούσεων’ […] Το ερώτημα, κατά πολλούς, δεν είναι το εάν θα συγκρουστούν κάποια στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες με την Κίνα αλλά το πότε […] Σε μια ανάλογη εκτίμηση αναφορικά με την ‘πολεμική τροχιά’ των σινοαμερικανικών σχέσεων έχει καταλήξει άλλωστε -εδώ και χρόνια- και ο επιφανής Αμερικανός καθηγητής, πάλαι ποτέ πρύτανης του Χάρβαρντ, Γκρέιχαμ Αλισον, ως συγγραφέας του βιβλίου ‘Σε τροχιά πολέμου: Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την παγίδα του Θουκυδίδη’; ‘Όταν μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί να εκτοπίσει μια άλλη κυρίαρχη, τότε επίκειται κίνδυνος. Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται επί του παρόντος σε πορεία σύγκρουσης’, έγραφε ο Αλισον το 2018 στο National Post, επικαλούμενος μεταξύ άλλων και εκείνη την περίφημη ρήση του Ναπολέοντα για την Κίνα που ‘όταν ξυπνήσει, ο κόσμος θα κλονιστεί συθέμελα’ […] Από την πρώτη έκδοση του βιβλίου του Γκρέιχαμ Άλισον έχουν πια περάσει χρόνια. Στο μεταξύ, η ένταση στο μέτωπο Ηνωμένων Πολιτειών-Κίνας φαίνεται να έχει οξυνθεί έτι περαιτέρω, με το Πεκίνο, από τη μία πλευρά, να επιδεικνύει εμφατικά τις -σε πολλές περιπτώσεις εντεινόμενες και επεκτεινόμενες- φιλοδοξίες του (έχοντας πια, ήδη από το 2013, αφήσει πίσω εκείνη την περίφημη «hide our capacities» προσέγγιση του Ντενγκ Σιαοπίνγκ), και τις ΗΠΑ, από την άλλη, να αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους ενάντια στις κινεζικές ‘απειλές’ τις οποίες και επιχειρούν πια να περιορίσουν και ανασχέσουν: τόσο προς ανατολάς, συνεχίζοντας το ‘πίβοτ προς την Ασία’, που είχε ξεκινήσει επί Ομπάμα, όσο και προς δυσμάς».

Ο επιφανής Αμερικανός καθηγητής, πρώην πρύτανης του Χάρβαρντ και (για ένα έτος επί προεδρίας Κλίντον) υφυπουργός Άμυνας, Γκρέιχαμ Αλισον, είχε υπογραμμίσει, ως συγγραφέας του βιβλίου «Σε τροχιά πολέμου: Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την παγίδα του Θουκυδίδη;» ότι, όταν μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί να εκτοπίσει μια άλλη κυρίαρχη, τότε επίκειται κίνδυνος.

Από την πανδημία στο Ουκρανικό

Δύο χρόνια έπειτα από εκείνο το άρθρο, με την πανδημία να έχει στο μεταξύ «τελειώσει» και έναν νέο πόλεμο, της Ουκρανίας, να έχει πάρει τη θέση της ως αποσταθεροποιητική για την υφήλιο εστία έντασης και όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών πίσω από αναγεννημένες σειρές χαρακωμάτων, η τάση της οξυνόμενης επιδείνωσης στις σινοαμερικανικές σχέσεις παραμένει.

Ενδεικτικά όσα γράφαμε τον περασμένο Νοέμβριο, στον ιστοχώρο της Α&Δ, σε άρθρο υπό τον τίτλο «Δύση καλεί Κίνα: Η νέα αμερικανική στρατηγική, ο πόλεμος των τσιπ και οι γερμανικές μπίζνες»: «Στις 27 Οκτωβρίου (σ.σ. του 2022), έπειτα από μήνες καθυστερήσεων, η διοίκηση Μπάιντεν έδωσε στη δημοσιότητα τη μη-διαβαθμισμένη εκδοχή της νέας αμερικανικής Εθνικής Αμυντικής Στρατηγικής (National Defense Strategy – 2022 NDS) που, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, παραμένει προσανατολισμένη όχι στη Ρωσία, αλλά στην Κίνα. Από τις τέσσερις αμυντικές προτεραιότητες που υπογραμμίζονται στο συγκεκριμένο κείμενο, οι δύο έχουν να κάνουν με την Κίνα, την οποία μάλιστα οι Αμερικανοί παρουσιάζουν ως πρόκληση στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού (challenge in the Indo-Pacific region) και εντεινόμενη απειλή όχι σε έναν αλλά σε πολλούς τομείς (growing multi-domain threat). Εάν η αμερικανική Εθνική Αμυντική Στρατηγική του 2018 αποτελούσε για το Πεντάγωνο μια στροφή από την μεσανατολική αντιτρομοκρατία στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, η Στρατηγική του 2022 οδηγεί αυτήν τη στροφή περισσότερο εμφατικά προς την κατεύθυνση της Κίνας του Σι Τζινπίνγκ».

Εάν φανέρωσε κάτι η πρόσφατη κρίση με το κινεζικό μπαλόνι που καταρρίφθηκε πάνω από τις ΗΠΑ, αυτό είναι το πόσο εύκολα μπορεί η ένταση να ξεφύγει μέσα από -ηθελημένες ή αθέλητες- «φιτιλιές» όταν το κλίμα είναι ήδη τεταμένο. O Γκρέιαμ Άλισον έχει, εδώ και χρόνια, προειδοποιήσει για το ενδεχόμενο «μια εμπορική διαμάχη, μια κυβερνοεπίθεση ή ένα ατύχημα στη θάλασσα να γίνουν η σπίθα που θα πυροδοτήσει έναν μεγάλο πόλεμο». «Οι ΗΠΑ αντέδρασαν κατά τρόπο υπερβολικό στην περίπτωση του κινεζικού κατασκοπευτικού μπαλονιού και αυτό με τρομάζει», ήταν ο τίτλος άρθρου γνώμης του πανεπιστημιακού Χάουαρντ Φρεντς, του Columbia University, στο περιοδικό Foreign Policy.

Επί της ουσίας, και πέρα από τα όποια πολεμικά σενάρια, η τρέχουσα φάση των σινοαμερικανικών σχέσεων αποτυπώνεται στη φράση που χρησιμοποίησε ο Μπάιντεν στις 16 Φεβρουαρίου: «επιδιώκουμε τον ανταγωνισμό, όχι τη σύγκρουση, με την Κίνα […] Και θα διαχειριστούμε υπεύθυνα αυτόν τον ανταγωνισμό, ώστε να μην εκτραπεί και γίνει σύγκρουση».

Οι ΗΠΑ περιορίζουν, μέσω της νομοθεσίας CHIPS Act που υπογράφηκε από τον πρόεδρο Μπάιντεν τον Αύγουστο του 2022, την πρόσβαση της Κίνας σε δυτικής κατασκευής ημιαγωγούς και μικροτσίπ, αλλά και σε δυτικό εξοπλισμό κατασκευής ημιαγωγών.

Εμπορικός «πόλεμος»

Ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός είναι, προς το παρόν, κατά βάση εμπορικός, τεχνολογικός, τηλεπικοινωνιακός.  Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας μαίνεται εδώ και χρόνια. Υπενθυμίζονται, για παράδειγμα, οι δασμοί που είχε επιβάλει, το 2018, η διοίκηση Τραμπ στα εισαγόμενα από την Κίνα πλυντήρια, στα φωτοβολταϊκά πάνελ, στο χάλυβα, στο αλουμίνιο κ.ά. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το αμερικανικό «πίβοτ στην Ασία» είχε ξεκινήσει ακόμη νωρίτερα, όταν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα και υπουργός Εξωτερικών η Χίλαρι Κλίντον.

Έκτοτε, η κόντρα έχει, βέβαια, περάσει δυναμικά στον χώρο των εμπορικά, στρατιωτικά και επικοινωνιακά πολύτιμων νέων τεχνολογιών και των τηλεπικοινωνιών (βλ. δίκτυα 5G). Πλέον, εν έτει 2023, οι Αμερικανοί περιορίζουν -ή ακόμη και απαγορεύουν πλήρως- τις δοσοληψίες με κινεζικές εταιρείες (Huawei, ZTE, Hikvision, Dahua, Hytera κ.ά.) επικαλούμενοι λόγους εθνικής ασφάλειας. Στο ίδιο πλαίσιο, εξετάζουν το ενδεχόμενο να απαγορεύσουν και τη λειτουργία του TikTok, της κινεζικής video-sharing εφαρμογής για κινητά τηλέφωνα την οποία έχουν κατεβάσει και χρησιμοποιούν πάνω από 100 εκατομμύρια χρήστες στις ΗΠΑ μηνιαίως. Σημειώνεται ότι το αμερικανικό Κογκρέσο έχει ήδη απαγορεύσει την εγκατάσταση του TikTok σε όλα τα κρατικά smartphones στις ΗΠΑ. Παράλληλα, οι Αρχές των ΗΠΑ περιορίζουν (μέσω της νομοθεσίας CHIPS Act) και την πρόσβαση που μπορεί να έχει η Κίνα σε δυτικής κατασκευής ημιαγωγούς και μικροτσίπ, αλλά και σε δυτικό εξοπλισμό κατασκευής ημιαγωγών. Για να καταστεί μάλιστα περισσότερο αποτελεσματική αυτή η κινεζική «απομόνωση» από τις καινοτομίες στην -κομβική και για τις εξελίξεις στο πεδίο της άμυνας και της εθνικής ασφάλειας- παγκόσμια αγορά των ημιαγωγών, οι Αμερικανοί επιστρατεύουν ως συμμάχους, σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο, και άλλες χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Ολλανδία που κυριαρχούν στον κλάδο των μικροτσίπ μέσω των δικών τους εταιρειών (Tokyo Electron, Nikon, ASML), αλλά και η Ινδία.

Ένας χρόνος πολέμου στην Ουκρανία

Και όλα αυτά, με φόντο πια τον πόλεμο στην Ουκρανία που συμπλήρωσε έναν χρόνο συγκρούσεων στις 24 Φεβρουαρίου 2023 και συνεχίζεται.

Ο κορυφαίος Κινέζος διπλωμάτης Ουάνγκ Γι (πρώην υπουργός Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και νυν κορυφαίος σύμβουλος του προέδρου Σι Τζινπίνγκ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής) βρέθηκε στη Μόσχα στις 22 Φεβρουαρίου, όπου είχε συναντήσεις με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, τον υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ και τον γραμματέα του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Νικολάι Πατρούσεφ. Εκμεταλλευόμενος μάλιστα την ευκαιρία, ο Πατρούσεφ έσπευσε να διαβεβαιώσει τον Κινέζο συνομιλητή του ότι η Μόσχα στηρίζει το Πεκίνο στα θέματα της Ταϊβάν, του Θιβέτ, του Χονγκ Κονγκ και της επαρχίας Ξινγιάνγκ-Σιντζιάνγκ.

Για την ιστορία, αυτή ήταν η πρώτη επίσημη επίσκεψη κορυφαίου Κινέζου αξιωματούχου στη Μόσχα μετά τη ρωσική εισβολή. Σημειολογικά, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει εντύπωση, δε, το γεγονός ότι αυτή η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε μόλις δύο 24ωρα πριν από την πρώτη επέτειο της εισβολής, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν βρισκόταν στη γειτονική Πολωνία όπου είχε, την ίδια ημέρα, συνάντηση με τους «εννέα του Βουκουρεστίου»: με τους ηγέτες της Τσεχίας, Εσθονίας, Ουγγαρίας (ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν προτίμησε να μην πάει και εκπροσωπήθηκε από την πρόεδρο Καταλίν Νόβακ), Λετονίας, Λιθουανίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας, Ρουμανίας και Σλοβακίας.

Με φόντο τη συμπλήρωση δώδεκα μηνών πολέμου στην Ουκρανία, ο Μπάιντεν βρέθηκε, πριν από τη Βαρσοβία, και στο Κίεβο, όπου πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίσκεψη στις 21 Φεβρουαρίου. Ο Ουάνγκ Γι, από την άλλη πλευρά, επέλεξε να μεταβεί την ίδια εβδομάδα, πέραν της Ρωσίας, στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ουγγαρία.

Οι αντιπροσωπείες των Αμερικανών και των Κινέζων βρέθηκαν και στη Γερμανία, για να πάρουν μέρος στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου. Η συνάντηση που είχαν ωστόσο οι κύριοι Άντονι Μπλίνκεν και Ουάνγκ Γι, στο περιθώριο της Διάσκεψης στις 18 Φεβρουαρίου, δεν πήγε καλά. «Μετά τη συνάντηση του Μονάχου, οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας είναι ακόμα σε κακά χάλια (“a mess”). Η συνομιλία των Άντονι Μπλίνκεν και Ουάνγκ Γι δεν περιόρισε τις τριβές για την Ταϊβάν και τη Ρωσία […] Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών και η συνάντηση δεν βοήθησε πολύ στη βελτίωση της κατάστασης», έγραψε σχετικά το αμερικανικό VOX.

Η συνάντηση, που είχαν οι κύριοι Άντονι Μπλίνκεν και Ουάνγκ Γι στο περιθώριο της Διάσκεψης του Μονάχου στις 18 Φεβρουαρίου, έδειξε πως οι σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών.

Στον απόηχο της ίδιας ανεπιτυχούς συνάντησης, δυτικές πηγές έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου, υποστηρίζοντας ότι το Πεκίνο ετοιμάζεται να στείλει όπλα υπέρ των ρωσικών δυνάμεων που μάχονται στην Ουκρανία. Δεν ήταν μόνο ο Άντονι Μπλίνκεν που είπε κάτι τέτοιο (στις 19 Φεβρουαρίου, μιλώντας στην εκπομπή Face the Nation του αμερικανικού δικτύου CBS). Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σούνακ και ο Νορβηγός γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ έσπευσαν επίσης, από την πλευρά τους, να μοιραστούν αυτήν την ανησυχία.

Παίρνοντας την «πάσα», ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έσπευσε να προειδοποιήσει ότι πιθανή στρατιωτική εμπλοκή της Κίνας στην ουκρανική σύρραξη θα οδηγούσε σε έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο. «Για εμάς, είναι σημαντικό η Κίνα να μην υποστηρίξει τη Ρωσική Ομοσπονδία σ’ αυτό τον πόλεμο […] Αν η Κίνα συμμαχήσει με τη Ρωσία, θα υπάρξει ένας παγκόσμιος πόλεμος και πιστεύω πως η Κίνα το γνωρίζει», δήλωσε ο Ζελένσκι σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Die Welt. Ειρήσθω εν παρόδω, σε παλαιότερο άρθρο του που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Foreign Affairs (στο τεύχος Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2021 της ελληνικής έκδοσης, υπό τον τίτλο “Σε τροχιά πολέμου: Οι επικίνδυνες επιλογές στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας”), ο Αμερικανός πανεπιστημιακός Κρίστοφερ Λέιν παραλλήλιζε την αντιπαλότητα στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών-Κίνας με τη σχέση που είχαν Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όμως στον αντίποδα, την ώρα που οι δυτικοί «έβλεπαν» το ενδεχόμενο αποστολής κινεζικών όπλων στη Ρωσία, το ίδιο το Πεκίνο έστελνε μηνύματα υπέρ της «ειρήνης» στο Ουκρανικό. Υποστήριζε μάλιστα ότι επρόκειτο να παρουσιάσει και ένα σχετικό πλάνο «ειρήνευσης», ενώ μόλις λίγα 24ωρα νωρίτερα, στις 21 Φεβρουαρίου, είχε δώσει στη δημοσιότητα και το δικό του όραμα-πρόταση-πρωτοβουλία για την παγκόσμια ασφάλεια («The Global Security Initiative Concept Paper»).

Διεκδικώντας ρόλο ειρηνοποιού, ο Σι Τζινπίνγκ επιχειρεί να ενισχύσει το διπλωματικό του προφίλ στη διεθνή σκηνή, έπειτα από τα χρόνια της πανδημίας και με φόντο πια το Ουκρανικό το οποίο έχει επιτείνει την άνοδο των τιμών και την επισιτιστική ανασφάλεια. Ο Σι επιχειρεί να κερδίσει πόντους στα μάτια, ειδικά των χωρών του καλούμενου «παγκοσμίου νότου», αλλά και να παρουσιαστεί ως το «αντίθετο» του «πολεμοχαρούς» Τζο Μπάιντεν που στέλνει ολοένα ισχυρότερα όπλα στην Ουκρανία.

Διερωτάται, βέβαια, κανείς πώς θα μπορούσε πρακτικά να προωθήσει ο Σι την ειρήνη στην Ουκρανία, όταν δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά με τον πρόεδρο Β. Ζελένσκι έπειτα από δώδεκα μήνες πολέμου. Πάντως, είναι βέβαιο ότι κάποιοι όχι μόνο στην Ανατολή αλλά και στη Δύση, θα έβλεπαν θετικά το ενδεχόμενο ενός συμβιβασμού για την ειρήνευση, ακόμη και αν το Κίεβο χρειαζόταν στο πλαίσιο αυτού του συμβιβασμού να χάσει εδάφη. Σύμφωνα με όσα γράφει στο βρετανικό περιοδικό Spectator ο Όουεν Μάθιουζ, συγγραφέας του βιβλίου «Overreach: The Inside Story of Putin’s War Against Ukraine», κύκλοι σε χώρες, όπως είναι η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Κροατία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ (εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος), η Βραζιλία, η Ινδία, αλλά και πολλές χώρες της Αφρικής, θα έβλεπαν θετικά έναν συμβιβασμό που θα τερμάτιζε τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι προειδοποιεί ότι πιθανή στρατιωτική εμπλοκή της Κίνας στην ουκρανική σύρραξη θα οδηγούσε σε έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο.

Το Πεκίνο και η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και πρόσφατη έρευνα («United West, divided from the rest: Global public opinion one year into Russia’s war on Ukraine») του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (ECFR). Σύμφωνα με την έρευνα, οι πολίτες σε πολλά μη-δυτικά κράτη επιθυμούν στην πλειονότητά τους τη συντομότερη δυνατή λήξη του πολέμου ακόμη και αν αυτή η λήξη υποχρεώσει το Κίεβο σε απώλειες εδαφών. Είναι μόνο 34 οι χώρες που έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία μετά την έναρξη του πολέμου σημειώνει, από την πλευρά του, ο Όουεν Μάθιουζ. Το Πεκίνο θα μπορούσε ενδεχομένως, εμφανιζόμενο ως ειρηνοποιός δύναμη στο Ουκρανικό, να επιχειρήσει να απευθυνθεί σε όλες τις πλευρές, επιχειρώντας να ενισχύσει έτσι το διπλωματικό του κεφάλαιο μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει και σε μια διεθνή σκηνή που ανασυντάσσεται. Στην πράξη, βέβαια, όλα θα κριθούν εκ του αποτελέσματος: από την ικανότητα ή την ανικανότητα, δηλαδή, της Κίνας να προωθήσει όντως την ειρήνευση στην Ουκρανία. Εν τω μεταξύ πάντως, με εφαλτήριο το Ουκρανικό, το Πεκίνο επιχειρήσει να προσεγγίσει εκ νέου την «στρατηγικά αυτόνομη» Ευρώπη, παραμερίζοντας τις ΗΠΑ.

Ενδεικτικά είναι όσα ανέφερε ο Ουάνγκ Γι κατά την ομιλία του στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου: «πρέπει να σκεφτούμε ήρεμα, ειδικά οι φίλοι μας στην Ευρώπη, ποιες προσπάθειες πρέπει να γίνουν για να σταματήσει ο πόλεμος [στην Ουκρανία]. Ποιο πλαίσιο πρέπει να υπάρχει, για να επέλθει μια διαρκής ειρήνη στην Ευρώπη και ποιον ρόλο πρέπει να παίξει η Ευρώπη για να εκδηλώσει τη στρατηγική της αυτονομία».

Λίγα 24ωρα έπειτα από την ομιλία του Ουάνγκ Γι στο Μόναχο, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας έδωσε, στις 24 Φεβρουαρίου, στη δημοσιότητα ένα δικό του πλάνο, 12 σημείων, για την ειρήνευση στην Ουκρανία. Ο λόγος για ένα κείμενο περίπου 900 λέξεων, με τον τίτλο «Η θέση της Κίνας για την πολιτική διευθέτηση της ουκρανικής κρίσης» («China’s Position on the Political Settlement of the Ukraine Crisis»). Διαβάζεται όμως πιο πολύ ως κείμενο γενικών -θεωρητικώς κοινά αποδεκτών- αρχών ( «να αποφεύγονται μονομερείς ενέργειες», «να γίνεται σεβαστή η κυριαρχία όλων των κρατών» κ.ά.) και λιγότερο ως ένα σχέδιο συγκεκριμένων και ρεαλιστικά υλοποιήσιμων βημάτων που θα μπορούσαν όντως να οδηγήσουν σε μια κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.