Συνηθίζεται στη διπλωματική «αργκό» οι συνομιλίες να χαρακτηρίζονται «εποικοδομητικές» όταν δεν καταλήγουν πουθενά. Εάν συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε, τότε είχαμε μια – με διπλωματικούς όρους – μάλλον «εποικοδομητική» συζήτηση και κάποια στιγμή στο μέλλον θα τα ξαναπούμε.

Υπό αυτήν την έννοια, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ορθώς χαρακτήρισε «εποικοδομητικές» («constructive») τις συνομιλίες που ο ίδιος είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του, Άντονι Μπλίνκεν, στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας στις 19 Μαΐου.

Ρέικιαβικ

Για την ιστορία, υπενθυμίζεται ότι στο Ρέικιαβικ είχε λάβει χώρα και εκείνη η ιστορική συνάντηση μεταξύ Ρόναλντ Ρίγκαν και Μιχάηλ Γκορμπατσόφ τον Οκτώβριο του 1986, που θα άνοιγε τον δρόμο προς τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (INF Treaty) του 1987 και εν συνεχεία προς τις Συνθήκες για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων (START) της δεκαετίας του 1990. Ειρήσθω εν παρωδώ, οι εν λόγω Συνθήκες βρίσκονται και πάλι στο προσκήνιο, με τις ΗΠΑ (του Τραμπ) να έχουν πια αποχωρήσει από την INF, ενώ Πούτιν και Μπάιντεν συμφώνησαν πίσω στις αρχές Φεβρουαρίου να παρατείνουν τη νέα START για άλλα πέντε χρόνια, έως τον Φεβρουάριο του 2026, και έπειτα βλέπουμε…

Λαβρόφ και Μπλίνκεν συναντήθηκαν δια ζώσης την περασμένη Τετάρτη έπειτα από αμερικανική πρωτοβουλία, στο περιθώριο της 12ης υπουργικής Συνόδου του Αρκτικού Συμβουλίου, την προεδρία του οποίου αναλαμβάνει για τα επόμενα δύο χρόνια η Ρωσική Ομοσπονδία, παίρνοντας τη σκυτάλη από την Ισλανδία. Το Αρκτικό Συμβούλιο λειτουργεί ως διακυβερνητικό φόρουμ που προωθεί τον καλύτερο συντονισμό ανάμεσα σε Καναδά, ΗΠΑ, Ρωσία, Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία, Σουηδία και Ισλανδία.

Τετ α τετ Πούτιν-Μπάιντεν

Η συνάντηση μεταξύ Λαβρόφ και Μπλίνκεν στην Ισλανδία ήταν η πρώτη της προεδρίας Μπάιντεν και, ως εκ τούτου, δικαίως συγκέντρωσε όλα τα βλέμματα. Είχε δημιουργηθεί μάλιστα η εντύπωση ότι έπειτα από τις συνομιλίες των δύο ΥΠΕΞ, Μόσχα και Ουάσιγκτον θα έδιναν στη δημοσιότητα λεπτομέρειες και για την επικείμενη συνάντηση ΠούτινΜπάιντεν που αναμένεται μάλλον μέσα στον Ιούνιο, σε ουδέτερο έδαφος.

Σύμφωνα με όσα είχαν κυκλοφορήσει ως πληροφορίες (στην Kommersant κ.ά.) έως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές (στις 20 Μαΐου), εάν οι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας όντως συναντηθούν, αυτό θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα στην Ελβετία, με πιο πιθανή ημερομηνία το διήμερο 15-16 Ιουνίου.

Οι τελικές αποφάσεις είναι πολύ πιθανό να ληφθούν κατά τη συνάντηση που αναμένεται να έχουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες σε ευρωπαϊκό έδαφος οι Σύμβουλοι Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Νικολάι Πατρουσέφ.

«Υπάρχουν πολλά εμπόδια. Δεν είναι εύκολο να τα βγάλουμε από τη μέση. Αλλά ένιωσα πως ο Άντονι Μπλίνκεν και η ομάδα του είναι αποφασισμένοι να το κάνουν… Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε όλα τα ζητήματα… στη βάση της ισότητας, του αμοιβαίου σεβασμού και της αναζήτησης μιας ισορροπίας συμφερόντων… Θεωρώ πως αυτή ήταν μια πολύ χρήσιμη συζήτηση», δήλωσε ο Σεργκέι Λαβρόφ έπειτα από το πέρας των συνομιλιών που είχε με τον Μπλίνκεν στην πρωτεύουσα της Ισλανδίας, με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ επίσης να χαιρετίζει τις εν λόγω συνομιλίες ως «θετικό σημάδι».

Η ρωσική πλευρά εμφανίζεται επισήμως να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση της καλούμενης «στρατηγικής σταθερότητας» («strategic stability»). «Η αποτροπή (σ.σ. deterrence) είναι το θεμέλιο της στρατηγικής σταθερότητας και η εγγύηση της ιδίας της ύπαρξης της Ρωσίας», σημειώνει ο Ντμίτρι Τρένιν μέσα από τον ιστοχώρο του Carnegie Moscow Center, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι οι συνομιλίες περί στρατηγικής σταθερότητας μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον θα είναι «εξαιρετικά περίπλοκες» («extremely complicated») και ότι η Ρωσία «θα πρέπει, για αυτόν το λόγο, να είναι έτοιμη να διατηρήσει τη στρατηγική σταθερότητα χωρίς ένα πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας». Ο Τρένιν εκτιμά πως οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να «αναθεωρηθούν» ανεξάρτητα από συναισθήματα και ψευδαισθήσεις. Ο ίδιος μάλιστα, αν και Ρώσος, χρεώνει «ψευδαισθήσεις» («illusions») στη ρωσική πλευρά, υπενθυμίζοντας πως η σοβιετική «υπερεπέκταση» («overextension») στην εξωτερική πολιτική «ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν την ΕΣΣΔ σε κρίση τη δεκαετία του 1980».

«Η ώρα της διπλωματίας» εν μέσω απελάσεων

«Οι περισσότεροι θα εκπλήσσονταν εάν μάθαιναν πως πρακτικά όλοι οι μηχανισμοί “ασφαλείας” που συστάθηκαν σε διάστημα δεκαετιών για να αποτρέπουν μεμονωμένες κρίσεις από το να μετατρέπονται σε άμεσες στρατιωτικές συρράξεις έχουν τα τελευταία χρόνια καταστραφεί. Ο αριθμός αυτών των μηχανισμών μειώνεται, ενώ ο αριθμός των συγκρούσεων αντιθέτως αυξάνεται… Για αυτόν το λόγο, είναι ανάγκη να προετοιμαστούμε για μακρές και δύσκολες διαπραγματεύσεις», έγραφε ο Ιγκόρ Ιβανόφ, άλλοτε υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και νυν πρόεδρος του Russian International Affairs Council (RIAC), μόλις λίγα 24ωρα πριν από τη συνάντηση των Λαβρόφ και Μπλίνκεν, σε άρθρο υπό τον τίτλο «Ώρα για Διπλωματία» («Time for Diplomacy»).

Στο εν λόγω άρθρο, ο Ιβανόφ σημειώνει μάλιστα με νόημα και κάτι άλλο: ότι περίπου 600 διπλωμάτες έχουν απελαθεί το περασμένο διάστημα στο πλαίσιο ενός «διπλωματικού πολέμου» μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. «Η Ρωσία ανακάλεσε τον πρεσβευτή της, Ανατόλι Αντόνοφ, πίσω στη Μόσχα για διαβουλεύσεις, ένα πρωτοφανές βήμα στην ιστορία των ρωσοαμερικανικών σχέσεων», σχολιάζει από την πλευρά του ο Τρένιν, αναφερόμενος στα γεγονότα του περασμένου Μαρτίου (έπειτα από την κίνηση του Μπάιντεν να χαρακτηρίσει «φονιά» τον Πούτιν κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο αμερικανικό δίκτυο ABC News και τον Τζορτζ Στεφανόπουλο), ενώ και ο Απρίλιος θα εξελισσόταν μέσα σε κλίμα ανταλλαγής… απελάσεων, με τον Αμερικανό πρέσβη στη Μόσχα Τζον Σάλιβαν να επιστρέφει και εκείνος πίσω στην Ουάσιγκτον για διαβουλεύσεις. Εάν θέλουν να ξαναπιάσουν το νήμα έπειτα από όσα έχουν προηγηθεί, Μόσχα και Ουάσιγκτον θα πρέπει μάλλον να ξεκινήσουν από την αποκατάσταση της εύρυθμης και απρόσκοπτης λειτουργίας των διπλωματικών αποστολών και στις δύο χώρες.

«Σταθερή και προβλέψιμη»

Η Ουάσιγκτον πάντως από την πλευρά της εμφανίζεται επισήμως να επιθυμεί «μια περισσότερο σταθερή και προβλέψιμη σχέση με τη Μόσχα», όπως έχουν υπογραμμίσει τις περασμένες ημέρες τόσο ο ίδιος ο ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν όσο και ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Νεντ Πράις.

Το ερώτημα είναι, βέβαια, πως θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τέτοια σχέση έπειτα από όσα επεισοδιακά έχουν προηγηθεί: την στρατιωτική κλιμάκωση στην Ουκρανία, τον αμερικανορωσικό μιντιακό «πόλεμο», τις κυβερνοεπιθέσεις κατά αμερικανικών στόχων (SolarWinds, Colonial Pipeline), τη φυλάκιση στη Ρωσία των Αμερικανών Τρέβορ Ριντ και Πολ Γουέλαν, τις απελάσεις διπλωματών και τις κυρώσεις.

Σημεία σύγκλισης

Σε πείσμα των πολλών εμποδίων, οι δύο πλευρές εμφανίζονται πάντως αμφότερες να ξεχωρίζουν κάποια σημεία πιθανής σύγκλισης γύρω από… τη Βόρεια Κορέα, το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και το Αφγανιστάν.

Παράλληλα, Βερολίνο και Μόσχα θα χαιρέτιζαν ως θετικό βήμα και την πρόσφατη απόφαση των ΗΠΑ να εξαιρέσουν

την θυγατρική της Gazprom, Nord Stream 2 AG, και τον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής (και φίλο του Πούτιν), Ματίας Βάρνιγκ, από τη λίστα με τις οντότητες στις οποίες πρόκειται να επιβάλουν κυρώσεις για τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 (που συνδέει τη γερμανική αγορά με τη Ρωσία και είναι ήδη έτοιμος σε ποσοστό περίπου 95%), με τους αναλυτές ωστόσο να εκτιμούν ότι πρόκειται για μια κίνηση που απευθύνεται περισσότερο στους Γερμανούς και λιγότερο στους Ρώσους.

Ανησυχία στην Τουρκία

Ως φαίνεται, Μόσχα και Ουάσιγκτον θα μπορούσαν – αν και όντως οι δυσκολίες είναι πολλές και τα εμπόδια ποικίλα – να προχωρήσουν σε επανεκκίνηση των μεταξύ τους σχέσεων από μια νέα αναθεωρημένη βάση. Αυτό ωστόσο δεν θα άρεσε καθόλου στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καθώς θα αποδυνάμωνε την τουρκική διαπραγματευτική ισχύ και τη δυνατότητα της Άγκυρας να παίζει ταυτόχρονα σε δύο ταμπλό (ΝΑΤΟ, S-400) εκβιάζοντας την κάθε πλευρά με φόβητρο την άλλη όπως ακριβώς κάνει τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι τυχαίο πως τουρκόφιλα think-tanks των ΗΠΑ, όπως είναι για παράδειγμα το Jamestown Foundation, έσπευσαν να αποκηρύξουν ως αποτυχημένη τη συνάντηση μεταξύ Λαβρόφ και Μπλίνκεν, ενώ στις αμερικανορωσικές «διαφορές» θα εστίαζαν από την πλευρά τους και τα προσκείμενα στο περιβάλλον Ερντογάν τουρκικά ΜΜΕ.