Υπάρχει ένα δίλημμα το οποίο διατρέχει ως νήμα, αλλά και ως διαχωριστική γραμμή, την αμερικανική εξωτερική πολιτική εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια. Απομονωτισμός (isolationism) και ενασχόληση μόνο με τα του αμερικανικού οίκου, ή εξωστρέφεια και ανάληψη δράσης εκτός των αμερικανικών συνόρων;

«Οι αμερικανικές πρακτικές ήταν απομονωτικές… Η εξωτερική και στρατιωτική πολιτική του (σ.σ. αμερικανικού έθνους) ήταν πολύ λιγότερο φιλόδοξη από ό,τι θα περίμενε κανείς από ένα έθνος τόσο μεγάλου μεγέθους και δύναμης. Μόνο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεφεύγουν από αυτό το μοτίβο», γράφει ο Τζον Λιούις Γκάντις στο βιβλίο του «Ο Ψυχρός Πόλεμος: Οι συμφωνίες, οι συγκρούσεις, τα ψέματα, οι αλήθειες» (εκδ. Παπαδόπουλος). Αλλά και μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο, «οι συνθήκες στο εξωτερικό ενθάρρυναν την επιστροφή στον απομονωτισμό», συνεχίζει ο βραβευμένος με Πούλιτζερ καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Γέιλ.

Σύμφωνα με τον Γκάντις: «Οι απτές ανισότητες της ειρηνευτικής Συνθήκης των Βερσαλιών, η εμφάνιση μιας παγκόσμιας ύφεσης και στη συνέχεια η άνοδος επιθετικών κρατών στην Ευρώπη και την ανατολική Ασία είχαν ως αποτέλεσμα να πειστούν όλοι οι Αμερικανοί ότι θα ήταν καλύτερα να αποφεύγουν εντελώς την ανάμειξη στα διεθνή πράγματα.

Ήταν μια σπάνια απόσυρση ενός ισχυρού κράτους από ευθύνες πέρα από τα σύνορά του… Ακόμα και μετά την κήρυξη πολέμου από την Ιαπωνία εναντίον της Κίνας το 1937 και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη το 1939, ο Ρούζβελτ σημείωσε ελάχιστη πρόοδο στην προσπάθειά του να πείσει το έθνος… ότι η ασφάλειά του θα μπορούσε να απειληθεί από κάτι που γινόταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Θα χρειάζονταν τα συντριπτικά γεγονότα του 1940-41, η πτώση της Γαλλίας, η μάχη της Αγγλίας και, τελικά, η ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, για να δεσμευτούν και πάλι οι ΗΠΑ για την αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων πέρα από το δυτικό ημισφαίριο».

«Ο απομονωτισμός, η ιδέα δηλαδή ότι θα ήταν καλύτερο για τις Ηνωμένες Πολιτείες εάν παρέμεναν “απομονωμένες” και μακριά από τις όποιες διεθνείς υποθέσεις και περιπέτειες, δεν αποτελεί καινοφανή τάση…», γράφαμε στο Α&Δ στις αρχές του 2024, με το βλέμμα τότε στραμμένο στην εξωτερική πολιτική του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.

«Με την νίκη του Αϊζενχάουερ και την άνοδό του στην προεδρία των ΗΠΑ (Ιανουάριος 1953 – Ιανουάριος 1961), το Ρεπουμπλικανικό κόμμα εισέρχεται πια σε μια “διεθνιστική” φάση την οποία θα κρατήσουν ζωντανή τις επόμενες δεκαετίες πολιτικοί, όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον (που επιχείρησε το άνοιγμα των ΗΠΑ στην Κίνα του Μάο, ως μέσο ανάσχεσης της σοβιετικής ισχύος) και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν (που διακρίθηκε ως φίλος της ελεύθερης αγοράς και μέγας εχθρός των κομμουνιστών)… Όσα προηγήθηκαν (σ.σ. ωστόσο) τις περασμένες δύο δεκαετίες -με τους υψηλού κόστους πολέμους των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν, την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τη συρρίκνωση της αμερικανικής βιομηχανικής βάσης και τη παγκοσμιοποίηση- λειτουργούν πια ως βάση επιχειρηματολογίας για την πλευρά των απομονωτιστών, δικαιολογώντας συνθήματα όπως για παράδειγμα το “Πρώτα η Αμερική” οι ρίζες του οποίου πάνε πίσω όχι στον Τραμπ και τις προεδρικές εκλογές του 2016 αλλά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.»

Εν έτει 2024 πια, Κάμαλα Χάρις και Ντόναλντ Τραμπ διεκδικούν την ψήφο των Αμερικανών παρουσιάζοντας διαφορετικά οράματα εξωτερικής πολιτικής, με τον Ρεπουμπλικανό Τραμπ να κλίνει προς έναν νέου τύπου απομονωτισμό τον οποίο όμως απορρίπτει η πλευρά της Χάρις και των Δημοκρατικών.

Τι έχουν πει η Χάρις και ο Τραμπ για τα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Για Κίνα, Ασία, Ινδο-ειρηνικό

Η Χάρις κρατά ζωντανό τον εν εξελίξει εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, στηρίζοντας πολιτικές επιβολής δασμών στα κινεζικά προϊόντα και περιορισμών στις εισαγωγές/εξαγωγές ευαίσθητων τεχνολογιών. Η διοίκηση Μπάιντεν, στην οποία η Χάρις ήταν αντιπρόεδρος, είχε προσπαθήσει μάλιστα να στρατολογήσει σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο, με την πλευρά της Ουάσιγκτον απέναντι στην Κίνα, και τους νατοϊκούς συμμάχους και εταίρους των ΗΠΑ, ενώ έχει βάλει στο στόχαστρο και το κινεζικής προέλευσης TikTok απειλώντας το με απαγόρευση στις ΗΠΑ εάν δεν απεξαρτηθεί από την Κίνα ιδιοκτησιακά.

Ο υποψήφιος αντιπρόεδρος των Δημοκρατικών Τιμ Γουόλζ έχει επικριθεί από το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών ως «κινεζόφιλος» επειδή έχει ταξιδέψει δεκάδες φορές στην Κίνα όπου είχε αναπτύξει παράλληλα και επαγγελματική δράση τις περασμένες δεκαετίες.

Η πλευρά του Γουόλζ υπενθυμίζει, ωστόσο, προς υπεράσπιση του υποψηφίου αντιπροέδρου, την σκληρή κριτική που εκείνος έχει ασκήσει στην κινεζική ηγεσία για μια σειρά από θέματα, σχετικά κυρίως με τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Χονγκ Κονγκ κ.ά.

Κατά τα λοιπά, η Χάρις προσπαθεί να ισορροπήσει με οδηγό της τη «στρατηγική ασάφεια» του παρελθόντος, στηρίζοντας «την πολιτική της μίας Κίνας» αλλά και την ικανότητα της Ταϊβάν να υπερασπίζεται τον εαυτό της, ενώ παράλληλα προασπίζεται την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στις θάλασσες της Ασίας και προωθεί την ενίσχυση των αμερικανικών δεσμών με χώρες όπως είναι η Αυστραλία (AUKUS), οι Φιλιππίνες, η Νότια Κορέα, η Ινδία (QUAD), η Παπούα Νέα Γουινέα και η Ιαπωνία.

Αναφορικά με την Κίνα, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν διαφέρει επί της ουσίας από τους Δημοκρατικούς (ή οι Δημοκρατικοί δεν διαφέρουν από τον Τραμπ) παρά μόνο στον τόνο και στην ένταση.

Η πλευρά του Ρεπουμπλικανού μιλά και εκείνη, με φόντο τον εμπορικό πόλεμο Ουάσιγκτον-Πεκίνου, για δασμούς και περιορισμούς στους οποίους όμως θέλει να δώσει ακόμη μεγαλύτερος εύρος και ένταση προσεγγίζοντας έτσι το φάσμα ενός σινοαμερικανικού decoupling…

Για το ΝΑΤΟ

Σταθερά προσηλωμένη στο πλευρό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η Κάμαλα Χάρις επαναβεβαίωσε τον περασμένο Φεβρουάριο ως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, με την ομιλία της στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, την αμερικανική δέσμευση στο ΝΑΤΟ το οποίο μάλιστα χαρακτήρισε «τη σπουδαιότερη στρατιωτική συμμαχία που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος».

Η διοίκηση Μπάιντεν-Χάρις υπενθυμίζεται, δε, ότι στήριξε πλήρως τη διεύρυνση αυτής της Συμμαχίας με τη νατοϊκή ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας έπειτα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Η σχέση του Ντόναλντ Τραμπ με το ΝΑΤΟ υπήρξε, από την άλλη πλευρά, προβληματική και νεφελώδης. Ως πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ρεπουμπλικανός είχε μάλιστα απειλήσει να αποχωρήσει από τη Συμμαχία, την οποία είχε άλλωστε κατά καιρούς, προτού εκλεγεί πρόεδρος αλλά και αργότερα, αποκηρύξει ως «νεκρή» και «παρωχημένη».

Ο Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη διαμηνύσει ότι θα ήθελε να αναθεωρηθεί ο ρόλος που έχουν οι ΗΠΑ εντός του ΝΑΤΟ, ενώ εκείνος έχει αμφισβητήσει παράλληλα και τη νατοϊκή αρχή της συλλογικής άμυνας (βλ. Άρθρο 5). Ο Ρεπουμπλικανός προεδρικός υποψήφιος θα ήθελε να περιορίσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη.

Στο ίδιο πλαίσιο, ζητεί από τους Ευρωπαίους να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερα βάρη και παίρνοντας πάνω τους μεγαλύτερες ευθύνες γύρω από την άμυνά τους.

Όπως προαναφέραμε και στο πρώτο μέρος του εν λόγω αφιερώματος, δεξαμενές σκέψεις που πρόσκεινται στους Ρεπουμπλικανούς και στον Τραμπ διακινούν εδώ και καιρό σχέδια που ανοίγουν παράθυρα απόσυρσης αμερικανικών δυνάμεων από την Ευρώπη αλλά και ιδέες για μια νατοϊκή Συμμαχία «πολλών ταχυτήτων» (“tiered alliance”) ή «εν υπνώσει» (“dormant”) ή «περισσότερο ευρωπαϊκή» («a More European NATO»), ενώ πολλοί, όχι μόνο Ρεπουμπλικανοί αλλά και Δημοκρατικοί, παρουσιάζονται πια να συμφωνούν ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να μπει σε τροχιά αλλαγών με σημείο αναφοράς τη μερική αμερικανική αποδέσμευση από την Ευρώπη.

Για Ισραήλ, Γάζα, Μέση Ανατολή

Η Κάμαλα Χάρις έχει πάρει θέση στο πλευρό του Ισραήλ, υπερασπιζόμενη το δικαίωμα του στην αυτοάμυνα και, στο ίδιο πλαίσιο, την στρατιωτική στήριξη που συνεχίζουν να παρέχουν οι ΗΠΑ στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η ίδια έχει παράλληλα καταγγείλει τις απώλειες Παλαιστινίων αμάχων και έχει ζητήσει κατάπαυση πυρός στη Γάζα.

Η υποψήφια του κόμματος των Δημοκρατικών παρουσιάζεται να στηρίζει μια λύση δύο κρατών στο Παλαιστινιακό. Έχει, επίσης, μιλήσει για την ανάγκη αναζωογόνησης της Παλαιστινιακής Αρχής η οποία θα μπορούσε να αναλάβει τη διοίκηση σε Γάζα και Δυτική Όχθη.

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, έχει ζητήσει από το Ισραήλ να θέσει υπό έλεγχο τους δικούς του «εξτρεμιστές εποίκους». Αναφορικά με το Ιράν, εκείνη λέει ότι θα υποστήριζε την επιστροφή των ΗΠΑ στην JCPOA αλλά υπό προϋποθέσεις, ενώ ξεκαθαρίζει ότι η Τεχεράνη δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνει πυρηνική δύναμη.

Για τον Ντόναλντ Τραμπ από την άλλη πλευρά, τα πράγματα στη Μέση Ανατολή είναι πιο απλά, καθώς εκείνος στηρίζει ανεπιφύλακτα και χωρίς αστερίσκους το Ισραήλ και τον Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Υπενθυμίζεται ότι τα χρόνια που ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τραμπ: αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφερε εκεί την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ, αναγνώρισε την ισραηλινή κυριαρχία στα υψίπεδα του Γκολάν, προώθησε τις Συμφωνίες του Αβραάμ, απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία JCPOA για τα πυρηνικά του Ιράν, διέταξε την εξόντωση του Κασέμ Σολεϊμανί και κατέταξε τους Υεμενίτες Χούθι μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων.

Για Ρωσία και Ουκρανία

Σύμφωνα με την Κάμαλα Χάρις, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζουν την Ουκρανία ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα «για όσο χρειαστεί», κρατώντας έτσι ανοιχτή τη ροή χρημάτων και όπλων προς το Κίεβο και σε ισχύ τις αντιρωσικές κυρώσεις.

Ο Ντόναλντ Τραμπ ωστόσο από την άλλη πλευρά, δεν προχωρά σε τέτοιου τύπου μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. Αναφορικά με το Ουκρανικό και τη Ρωσία, ο Ρεπουμπλικανός έχει κατά καιρούς πει πολλά… εν μέρει αντιφατικά: ότι θα μπορούσε να δώσει τέλος σε αυτόν τον πόλεμο μέσα σε 24 ώρες αλλά και ότι το Ουκρανικό θα μπορούσε να εξελιχθεί σε Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να παράσχουν μεγαλύτερη στήριξη στην ουκρανική άμυνα, ότι ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν είναι μια «ιδιοφυΐα» που όμως «έκανε λάθος» όταν εισέβαλε στην Ουκρανία, ότι ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι «έχει ήδη χάσει τον πόλεμο» κ.ά.

Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, εάν εκλεγεί στην προεδρία ο Τραμπ μπορεί να επιχειρήσει να φέρει τη Μόσχα και το Κιέβο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εκβιάζοντας τους Ουκρανούς με την απειλή διακοπής της αμερικανικής στήριξης και τους Ρώσους από την άλλη πλευρά με την απειλή ενίσχυσης της αμερικανικής στήριξης προς την Ουκρανία…