ΗΠΑ – εκλογές: Το διακύβευμα της κάλπης και ο αντίκτυπος στη διεθνή σκηνή (α΄ μέρος)
Το 2024 οδεύει πια προς το τέλος του, αφήνοντας πίσω ένα εντυπωσιακά πυκνό χρονολόγιο εκλογικών αναμετρήσεων. Από την Ινδία και τη Νότια Αφρική ως τη Ρωσία, και από τη Βρετανία ως την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Βενεζουέλα, πάνω από 1 δισ. πολίτες έχουν μέχρι στιγμής ψηφίσει φέτος, εκλέγοντας προέδρους, πρωθυπουργούς και βουλευτές σε δεκάδες χώρες.
Η πιο σημαντική εκλογική αναμέτρηση ωστόσο, όχι μόνο του 2024 αλλά και της τετραετίας που ολοκληρώνεται, ακόμη δεν ήρθε. Αναμένεται στις 5 Νοεμβρίου στις ΗΠΑ.
Οι επερχόμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές θα είναι, από άποψη διεθνούς αντίκτυπου, το εκλογικό γεγονός της χρονιάς που φεύγει. Ως προς αυτό, δεν χωράει πια καμία αμφιβολία. Από τη Μέση ως την Απω Ανατολή και από το ρωσοουκρανικό μέτωπο ως τη νότια γειτονιά των ΗΠΑ, όλοι περιμένουν το πόρισμα της αμερικανική κάλπης. Αλλά και στην πλευρά των συμμάχων της Αμερικής -σε Βρυξέλλες και Ισραήλ, Αθήνα και Άγκυρα- η αγωνία είναι πια δεδομένη, αν και σε κάποιες περιπτώσεις συγκεκαλυμμένη ή κυμαινόμενη.
Το αμερικανικό εκλογικό αποτέλεσμα εκλαμβάνεται, σε μεγάλο βαθμό, ως «ανεμοδείκτης» όσων πρόκειται να ακολουθήσουν στη διεθνή σκηνή. Ως εκ τούτου, τους αφορά όλους. Με βάση το όνομα του νικητή των επερχόμενων αμερικανικών προεδρικών εκλογών, έχουν ήδη εκπονηθεί διαφορετικά σενάρια αμερικανικής ανάμειξης (εμπλοκής ή απεμπλοκής) γύρω από όλα τα πεδία των διεθνών ανταγωνισμών.
Όσοι ρέπουν στην εντυπωσιοθηρία, τείνουν να προκρίνουν μανιχαϊστικού τύπου προβλέψεις, που περνούν από το «άσπρο» της «απόλυτης στήριξης» στην Ουκρανία στο «μαύρο» ενός ξαφνικού «αδειάσματος» της Ουκρανίας, και από τη δια του ουκρανικού «αναγέννηση» του ΝΑΤΟ σε μια ξαφνική «απονατοποίηση» των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα βέβαια, το πιο πιθανό είναι ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν τόσο έντονα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο Τραμπ δεν είναι Χάρις και αντιστρόφως, η Χάρις δεν είναι Τραμπ. Υπό αυτήν την έννοια, οι ξένες ηγεσίες έχουν όντως λόγους να προτιμούν τον έναν ή την άλλη με βάση τα δικά τους συμφέροντα, και να προετοιμάζονται ανάλογα.
Πώς βλέπουν τις εκλογές Κίεβο και Μόσχα
Για το Κιέβο και τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Από τη σκοπιά των ουκρανικών συμφερόντων, μια εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ θα θεωρούνταν «ήττα» ή «προάγγελος ήττας». Ο ίδιος ο Τραμπ έχει από την πλευρά του διαμηνύσει ότι εάν ήταν πρόεδρος ο ρωσοουκρανικός πόλεμος δεν θα είχε συμβεί, αλλά και ότι εάν ο ίδιος ξαναγίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, τότε αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει μέσα σε 24 ώρες.
Ο Τραμπ τείνει, βέβαια, να προσεγγίζει την πραγματικότητα με επιλεκτική -ή και παραπλανητική- διάθεση, προσαρμόζοντάς την στο εκάστοτε δικό του αφήγημα, χωρίς ακριβώς να περιορίζεται από ιστορικές αλήθειες… Διότι η πολεμικού τύπου κρίση στην Ανατολική Ουκρανία στην πραγματικότητα εμαίνετο «απτόητη» την περίοδο που ο Τραμπ ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ (2016-2020).
Ενδιαφέρουσα σημείωση: η σχέση ανάμεσα στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Ουκρανίας είχε ενισχυθεί σημαντικά επί προεδρίας Τραμπ, με τους κ.κ. Πομπέο και Μπόλτον να μεταβαίνουν στο Κίεβο και τη CIA να διοργανώνει μυστικές συναντήσεις Δυτικών (Αμερικανών, Βρετανών, Ολλανδών) και Ουκρανών πρακτόρων στη Χάγη.
Τα εν λόγω γεγονότα είχαν αποκαλυφθεί από τους New York Times τον περασμένο Φεβρουάριο, στο πλαίσιο άρθρο υπό τον τίτλο «The Spy War: How the C.I.A. Secretly Helps Ukraine Fight Putin» (μια ελληνική απόδοση του εν λόγω άρθρου είχε δημοσιευτεί στις 26 Φεβρουαρίου του 2024 στο site της «Καθημερινής», με τον τίτλο «“Παιχνίδια κατασκόπων”: Πώς η CIA βοηθά κρυφά την Ουκρανία στη μάχη ενάντια στον Πούτιν»).
Πέρα, ωστόσο, από τις όποιες παρασκηνιακές εξελίξεις, στα μάτια μεγάλου μέρους της Δύσης αλλά και των περισσοτέρων Ουκρανών, ο Τραμπ έχει το προφίλ «φιλορώσου» και/ή «νατοσκεπτικιστή». Όσοι τον επικρίνουν ως «φιλορώσο» επικαλούνται την υπέρ το δέον «δεκτική» ή «υποχωρητική» στάση του στη συνάντηση που είχε με τον Πούτιν στο Ελσίνκι τον Ιούλιο του 2018, αλλά και τις ουκ ολίγες «φιλοπουτινικές» δηλώσεις που εκείνος έχει κάνει κατά καιρούς.
Όσοι τον επικρίνουν ως νατοσκεπτικιστή από την άλλη πλευρά, επικαλούνται το γεγονός ότι εκείνος είχε πάει να βρεθεί με το ένα πόδι έξω από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία τον Ιούλιο του 2018 με φόντο τότε τη Σύνοδο των Βρυξελλών, αλλά και τις δηλώσεις που εκείνος είχε κάνει παλαιότερα για το, «παρωχημένο» όπως το είχε αποκαλέσει, ΝΑΤΟ και τους «τζαμπατζήδες» νατοϊκούς συμμάχους των ΗΠΑ: για παράδειγμα, εκείνο το «εάν η Ευρώπη δεχθεί επίθεση δεν θα έρθουμε να σας βοηθήσουμε» που είχε πει στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τον Ιανουάριο του 2020 στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, αλλά και εκείνο το «θα ενθάρρυνα τη Ρωσία να κάνει ό,τι θέλει (σ.σ. επιτεθεί) σε όποιον σύμμαχο του ΝΑΤΟ δεν πληρώνει (σ.σ. όσα θα έπρεπε ως αμυντικές δαπάνες, στο πλαίσιο της νατοϊκής Συμμαχίας)».
Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, το στρατόπεδο του Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν θα ήθελε έναν Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και με την Κάμαλα Χάρις ως πρόεδρο, τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα για την ουκρανική ηγεσία το «σχέδιο νίκης» της οποίας δεν πείθει τους Δυτικούς.
Το Κρεμλίνο από την άλλη μεριά, εάν μπορούσε να επιλέξει, το πιο πιθανό είναι βέβαια ότι θα προτιμούσε ως πρόεδρο των ΗΠΑ τον Τραμπ κι όχι την Κάμαλα. Ακόμη και από τη ρωσική σκοπιά ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο μονοδιάστατα ή απλά, καθώς ο Τραμπ έχει αποδείξει στην πράξη ότι μπορεί να αλλάζει στάση κάνοντας στροφές ακόμη και 180 μοιρών (μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο είχε συνάντηση με τον Ζελένσκι στη Νέα Υόρκη) και, υπό αυτήν την έννοια, δεν θεωρείται αξιόπιστος συνομιλητής…
Οι επικείμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές ρίχνουν, όμως, παράλληλα την σκιά τους πάνω και από το άλλο μεγάλο πολεμικό μέτωπο που είναι εκείνο του Μεσανατολικού.
Πώς βλέπουν τις εκλογές Ισραήλ και Ιράν
Η διοίκηση Μπάιντεν δεν σταμάτησε επί της ουσίας να στηρίζει το Ισραήλ καθ’ όλη τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. Κι αυτό, παρά τις κακές σχέσεις μεταξύ Μπάιντεν και Νετανιάχου. Υπό αυτήν την έννοια, όποιος κι αν εκλεγεί στις ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να βρίσκεται στο πλευρό των Ισραηλινών.
Η πλευρά του Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε, όμως, πολύ καλές σχέσεις με τον Τραμπ την περίοδο που εκείνος ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ. Υπενθυμίζεται ότι επί προεδρίας Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφεραν εκεί την αμερικανική πρεσβεία, αποσύρθηκαν από τη διεθνή συμφωνία (JCPOA) για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και παρουσίασαν, μαζί με τον Νετανιάχου, ένα «ειρηνευτικό σχέδιο» για το Μεσανατολικό («Peace to Prosperity: A Vision to Improve the Lives of the Palestinian and Israeli People») το οποίο όμως επικρίθηκε ως μεροληπτικό υπέρ του Ισραήλ. Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, ο Νετανιάχου μάλλον θα προτιμούσε να δει τον Τραμπ να επιστρέφει στον Λευκό Οίκο. Σύμφωνα με ένα από τα σενάρια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ο Νετανιάχου «ποντάρει» πια στην εκλογή Τραμπ με την προσδοκία ότι αυτή θα του ανοίξει την πόρτα προκειμένου να επιτεθεί στις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Τεχεράνης, πράγμα που η απερχόμενη διοίκηση Μπάιντεν του ζητούσε επιμόνως να μην κάνει έπειτα από την ιρανική πυραυλική επίθεση της 1ης Οκτωβρίου. Κι εδώ όμως, τα πράγματα δεν είναι μονοδιάστατα ή απλά. Όπως προαναφέρθηκε, ο Τραμπ τείνει να λέει πολλά, ενίοτε αντιφατικά ή ανερμάτισμα, εν τη ρύμη του λόγου, και να αλλάζει στάση και διάθεση. Λίγα 24ωρα έπειτα από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου του 2023, εκείνος είχε για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Φλόριντα, χαρακτηρίσει την πλευρά του Νετανιάχου «απροετοίμαστη» και τη Χεζμπολάχ, αντιθέτως, «πολύ έξυπνη».
Όσο για την ιρανική ηγεσία, εκείνη επισήμως «συγκρούεται» με τις ΗΠΑ αλλά μάλλον θα προτιμούσε μια διοίκηση Δημοκρατικών στις ΗΠΑ υπό την Κάμαλα Χάρις. Η διοίκηση Μπάιντεν είχε, όπως έχει αποκαλυφθεί, επαφές με την Τεχεράνη μέσω Ομάν, ενώ η πλευρά των Δημοκρατικών είχε επικρίνει και την επιλογή του Τραμπ να αποσυρθεί από την JCPOA.
Πώς βλέπει η Κίνα τις εκλογές;
Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να φαντάζει πιο «εχθρικός» απέναντι στο Πεκίνο, ειδικά εάν συγκριθεί για παράδειγμα με τον υποψήφιο αντιπρόεδρο των Δημοκρατικών, Τιμ Γουόλζ, τον οποίο η Ρεπουμπλικανική πλευρά επιχειρεί τώρα να παρουσιάσει ως «κινεζόφιλο». Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι επί προεδρίας Μπάιντεν οι σινοαμερικανικές σχέσεις δοκιμάστηκαν έντονα, όταν για παράδειγμα η Δημοκρατική Νάνσι Πελόζι επισκέφθηκε την Ταϊβάν το καλοκαίρι του 2022, ενώ και ο Γουόλζ από την πλευρά του μπορεί μεν να γνωρίζει καλά την Κίνα, την οποία έχει επισκεφθεί δεκάδες φορές, αλλά εκείνος έχει παράλληλα ασκήσει σκληρή κριτική στο Πεκίνο. Με άλλα λόγια, «προτιμητέος» υποψήφιος, από την πλευρά του Πεκίνου, μάλλον δεν υπάρχει.
Πώς βλέπουν τις εκλογές ΝΑΤΟ και Ευρώπη
Το ΝΑΤΟ συμπλήρωσε φέτος 75 χρόνια ύπαρξης (1949-2024), και το γιόρτασε με τη Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον τον περασμένο Ιούλιο, με οικοδεσπότη τον Τζο Μπάιντεν.
«…το ΝΑΤΟ δείχνει πια, στα 75 του, να διανύει φάση αναζωογονημένης “ωρίμανσης”. Εάν άλλοτε θεωρούνταν “παρωχημένο”, “ανεπίκαιρο” ή ακόμη και “εγκεφαλικά νεκρό” […] σήμερα, αντιθέτως, δείχνει κάτι παραπάνω από απαραίτητο. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία του έδωσε εκείνο το φιλί της ζωής που χρειαζόταν προκειμένου να βγει από το τέλμα της μεταψυχροπολεμικής ασάφειας […] Έκτοτε, από το 2022, η Συμμαχία υποδέχθηκε δύο νέα μέλη στις τάξεις της, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, προχώρησε στα μεγαλύτερα στρατιωτικά γυμνάσια που έχει πραγματοποιήσει ποτέ στην Ευρώπη, ανασυντάχθηκε και είδε τις αμυντικές της δαπάνες να επιστρέφουν σε τροχιά αύξησης», γράφαμε στο Α&Δ πριν από περίπου ένα εξάμηνο, στο πλαίσιο άρθρου υπό τον τίτλο «75 χρόνια ΝΑΤΟ: μπορεί να γίνει περισσότερο “ευρωπαϊκό”;».
Τι θα γίνει όμως αν ο Τραμπ επικρατήσει στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου; Δεξαμενές σκέψεις που πρόσκεινται στους Ρεπουμπλικανούς έχουν ήδη αρχίσει να διακινούν σχέδια που ανοίγουν παράθυρα απόσυρσης αμερικανικών δυνάμεων από την Ευρώπη αλλά και ιδέες για μια νατοϊκή Συμμαχία «πολλών ταχυτήτων» (“tiered alliance”) ή «εν υπνώσει» (“dormant”) ή «περισσότερο ευρωπαϊκή» («a More European NATO»), ενώ πολλοί, όχι μόνο Ρεπουμπλικανοί αλλά και Δημοκρατικοί, παρουσιάζονται πια να συμφωνούν ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να μπει σε τροχιά αλλαγών με σημείο αναφοράς μια (μεγαλύτερη ή μικρότερη, μένει να φανεί) αμερικανική αποδέσμευση από την Ευρώπη.
Με τον Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, όλες αυτές οι συζητήσεις το πιο πιθανό είναι ότι θα αποκτήσουν πρόσθετη ένταση, προκαλώντας ανησυχία αλλά και διαφορετικές αντιδράσεις μεταξύ των Ευρωπαίων, άλλοι από τους οποίους προκρίνουν ένα πιο ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ και άλλοι μια περισσότερο αυτόνομη στρατηγικά Ευρώπη. Ο ίδιος ο Μαρκ Ρούτε πάντως, ο οποίος διαδέχθηκε τον περασμένο Οκτώβριο τον Γενς Στόλτενμπεργκ στο τιμόνι της νατοϊκής Συμμαχίας, στέλνει από την πλευρά του καθησυχαστική μηνύματα. «Σταματήστε να ανησυχείτε για μια προεδρία Τραμπ», δήλωσε προ εβδομάδων, από το Λονδίνο…
Ελληνοτουρκικά
Κάτι ανάλογο (τύπου «σταματήστε να ανησυχείτε για μια προεδρία Τραμπ») θα μπορούσε όμως να πει κανείς παράλληλα και με το βλέμμα στραμμένο στα ελληνοτουρκικά. Η προηγούμενη τετραετία της προεδρίας Τραμπ μπορεί να είχε ξεκινήσει προβληματικά (με το σκάνδαλο του Μάικλ Φλιν ο οποίος βρέθηκε για λίγες εβδομάδες στη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, προτού ξεμπροστιαστεί ως λομπίστας της Τουρκίας), ωστόσο έπειτα μπήκε σε μια τροχιά ενίσχυσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων (βλ. έναρξη Στρατηγικού Διαλόγου, στήριξη σε τριμερή σχήματα συνεργασίας κ.ά.).
Πολλά είχαν εξαρτηθεί, βέβαια, τότε από τους ανθρώπους που είχε γύρω του ο Τραμπ (τον Μάικ Πομπέο, τον Τζον Μπόλτον κ.ά.), ανθρώπους οι οποίοι έχουν όμως εν τω μεταξύ αποχωρήσει από το πλευρό του Ρεπουμπλικανού πρώην προέδρου και νυν προεδρικού υποψηφίου… Με άλλα λόγια, πολλά πρόκειται να εξαρτηθούν όχι μόνο από τον Τραμπ αλλά και από όσους θα αναλάβουν θέσεις υπουργών, υφυπουργών και συμβούλων στο πλευρό του, εάν εκείνος κερδίσει.
Ο Ερντογάν πάντως από την πλευρά του μάλλον θα προτιμούσε ως πρόεδρο των ΗΠΑ τον Τραμπ, κυρίως όμως λόγω Συρίας, με την ελπίδα δηλαδή ότι ο Ρεπουμπλικανός μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για την ταχύτερη απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων από το πλευρό των Κούρδων. Από την άλλη πλευρά βέβαια, υπενθυμίζεται ότι η πλευρά Ερντογάν είχε συγκρουστεί με τη διοίκηση Τραμπ για τους S-400 και τα F-35, τον πάστορα Μπράνσον κ.ά., ενώ είναι σαφές ότι η στενή σχέση Τραμπ-Νετανιάχου θα αποτελούσε κι αυτή ένα δύσκολα διαχειρίσμο αγκάθι για τον Ερντογάν.
Πώς βλέπουν, όμως, οι ομάδες του Τραμπ και της Χάρις όλα αυτά τα ανοιχτά μέτωπα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής; (η συνέχεια στο β΄ μέρος)