Ινδία vs Πακιστάν: Αερομαχίες πάνω από τα πυρηνικά – Τα κινεζικά J-10C, τα γαλλικά Rafale και τα σενάρια
Στις 6 Μαΐου, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε από τον Λευκό Οίκο, έχοντας στο πλευρό του τον νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό του Καναδά Μαρκ Κάρνεϊ, ότι ΗΠΑ και Χούθι κατέληξαν σε μια συμφωνία εκεχειρίας. Με βάση όσα ανέφερε ο Αμερικανός πρόεδρος, οι Υεμενίτες αντάρτες συμφώνησαν να σταματήσουν τις επιθέσεις κατά εμπορικών πλοίων και οι Αμερικανοί, σε αντάλλαγμα, να σταματήσουν να βομβαρδίζουν στόχους των Χούθι στην Υεμένη. Υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος ο Τραμπ είχε διατάξει πλήγματα κατά των Χούθι μόλις τον περασμένο Μάρτιο, στο πλαίσιο ενός σχεδίου το οποίο έμελλε να συνοδευτεί και από το σκάνδαλο του καλούμενου Signalgate.
Κάπως έτσι έδειξε να κλείνει, προσωρινά έστω (αφού οι Χούθι εκ των υστέρων «διευκρίνισαν» ότι θα συνεχίσουν τις επιθέσεις κατά όσων πλοίων σχετίζονται με το Ισραήλ), ένα μέτωπο το οποίο αποτελούσε εδώ και χρόνια, ήδη από το φθινόπωρο του 2023, εστία εντάσεων αλλά και συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων (υπενθυμίζονται οι επιχειρήσεις EUNAVFOR Aspides και Φύλακας της Ευημερίας-Prosperity Guardian).
Μόλις λίγες ώρες αργότερα ωστόσο, το βράδυ της Τρίτης (6 Μαΐου) προς Τετάρτη, ανατολικά της Υεμένης, μαχητικά της ινδικής πολεμικής αεροπορίας, μεταξύ αυτών και Rafale, βομβάρδισαν πακιστανικούς στόχους.
Η ινδική επίθεση είχε πρακτικά προαναγγελθεί, ως αντίποινα για το μακελειό που σημειώθηκε στις 22 Απριλίου στο ινδικό Κασμίρ, όταν ένοπλοι τρομοκράτες σκότωσαν 26 τουρίστες, στην πλειονότητά τους ινδουιστές.
Η ινδική κυβέρνηση, υπό τον Ναρέντρα Μόντι, είδε πίσω από την επίθεση της 22ης Απριλίου ως υπεύθυνο το ίδιο το πακιστανικό κράτος, με το οποίο άλλωστε συγκρούεται παλαιόθεν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, για την κυριαρχία στο διαφιλονικούμενου Κασμίρ το οποία σήμερα «μοιράζεται» μεταξύ Ινδίας, Πακιστάν και Κίνας.
Το Ισλαμαμπάντ από τη δίκη του πλευρά, αρνήθηκε κάθε ευθύνη. Ωστόσο, ήταν σαφές ότι θα ακολουθούσαν πλήγματα, όπως είχε άλλωστε συμβεί και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν, τους πρώτους μήνες του 2019 για παράδειγμα.
Σύμφωνα με το γνωστό δημοσιογραφικό κλισέ, η επονομαζόμενη «πυριτιδαποθήκη» τοποθετείται συνήθως στην περιοχή της εγγύς κι όχι της άπω Ανατολής.
Από τη Γάζα έως τη Δυτική Οχθη, και από τον Λίβανο έως τη Συρία, το Βόρειο Ιράκ και την Υεμένη, η λίαν εύφλεκτη Μέση Ανατολή παρουσιάζει σημάδια ανάφλεξης, διαιωνίζοντας το προαναφερθέν κλισέ.
Επί του πρακτέου ωστόσο -και πέρα από τα όποια κλισέ- όσο κινείται κανείς ανατολικότερα, οι «πυριτιδαποθήκες» μεγαλώνουν και «πυρηνικοποιούνται», μέσα σε ένα ναρκοπέδιο από διαφιλονικούμενα σύνορα (βλ. Κασμίρ), κατάλοιπα παλαιών συγκρούσεων και ανοιχτές πληγές.
Ινδία και Πακιστάν έχουν μαζί έναν πληθυσμό άνω των 1,7 δισ.: 1,46 δισ. η Ινδία και περίπου 256 εκατ. το Πακιστάν. Συνακόλουθα, οι ένοπλες δυνάμεις τους αριθμούν συνολικά πάνω από 2 εκατομμύρια εν ενεργεία στελέχη, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς τους εφέδρους.
Ινδία και Πακιστάν ξεχωρίζουν ως δύο από τις ισχυρότερες στρατιωτικά χώρες στον κόσμο. Σύμφωνα με την (ενδεικτική) λίστα Global Firepower για το έτος 2025, η Ινδία τοποθετείται στη θέση 4 και το Πακιστάν στη θέση 12 της παγκόσμιας κατάταξης.
Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στοιχεία που παρουσιάζει σε ανάλυσή του ο ιστοχώρος Gzero του Eurasia Group, Ινδία και Πακιστάν παρουσιάζονται να έχουν στη διάθεσή τους περί τα 3.630 πολεμικά αεροσκάφη (2.229 η Ινδία, 1.399 το Πακιστάν), σχεδόν 181.170 διαφόρων ειδών τεθωρακισμένα (157.134 η Ινδία, 24.034 το Πακιστάν), αλλά και… 342 πυρηνικές κεφαλές (170 η Ινδία και 172 το Πακιστάν).
Από τα προαναφερθέντα μαχητικά αεροσκάφη, κάποια τις περασμένες ημέρες κατέπεσαν στο πλαίσιο αερομαχιών.
Το Ισλαμαμπάντ υποστηρίζει ότι κατέρριψε τουλάχιστον 5 μαχητικά αεροσκάφη (μεταξύ αυτών τρία Rafale, ένα MiG-29 και ένα Su-30) και περί τα 25 drones των Ινδών, πράγμα το οποίο προς το παρόν δεν επιβεβαιώνεται από το Νέο Δελχί.
Σημαντική σημείωση: οι Πακιστανοί υποστηρίζουν ότι τα προαναφερθέντα ινδικά αεροσκάφη καταρρίφθηκαν από κινεζικά μαχητικά J-10C…
Ανεξάρτητοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι πράγματι σημειώθηκαν κάποιες καταρρίψεις ινδικών αεροσκαφών: τουλάχιστον τρεις σύμφωνα με τον Πράμιτ Παλ Τσάουντρι του Eurasia Group, τουλάχιστον δύο σύμφωνα με τους Αμερικανούς αξιωματούχους τους οποίους επικαλείται το πρακτορείο Reuters, τουλάχιστον μία σύμφωνα με όσα φέρεται να δήλωσε Γάλλος αξιωματούχος στο CNN.
Αυτές οι -αληθείς ή μη- καταρρίψεις, όσες κι αν ήταν, θα μπορούσαν, σε κάθε περίπτωση, να λειτουργήσουν όμως και ως έξοδος διαφυγής από το σπιράλ της κλιμακούμενης έντασης.
Το Πακιστάν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να υποστηρίξει ότι στάθηκε, ως όφειλε, στο ύψος των περιστάσεων, καταρρίπτοντας εχθρικά μαχητικά.
Αυτό, ωστόσο, θα του επέτρεπε να μην προχωρήσει σε νέα αντίποινα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα απαλλασσόταν όμως και η Ινδία από την υποχρέωση μιας νέας αντεπίθεσης.
Με άλλα λόγια, αμφότερες οι αντιμαχόμενες πλευρές θα είχαν την ευκαιρία να απεμπλακούν… με το κεφάλι ψηλά (σε επικοινωνιακό έστω επίπεδο).
Πέρα από το προαναφερθέν καλό σενάριο, υπάρχει βέβαια παράλληλα κι ένα άλλο κακό σενάριο, το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να αποκλειστεί, όπως είναι εν προκειμένω εκείνο μιας σύγκρουσης με πυρηνικά.
Το Πακιστάν θα έπρεπε, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, να χτυπήσει πρώτο αφού αυτό επιτάσσει το δόγμα του· και η Ινδία θα έπρεπε, εν συνεχεία, να απαντήσει στην επίθεση που δέχθηκε με το ίδιο (πυρηνικό) νόμισμα, όπως επιτάσσει το δικό της αμυντικό δόγμα.
Την τελευταία φορά που πήγε να συμβεί κάτι τέτοιο πίσω στις αρχές του 2019, ο τότε Αμερικανός ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο παρενέβη προβαίνοντας σε ένα μπαράζ μεταμεσονύκτιων τηλεφωνημάτων, όπως υποστηρίζει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, και η πυρηνική σύγκρουση αποφεύχθηκε.
Εξι χρόνια μετά, ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάζεται να παρακολουθεί την ένταση από σχετική απόσταση, χωρίς να παίρνει κάποια πρωτοβουλία. «Εάν θέλουν τη βοήθειά μου, ας μου τη ζητήσουν»: Αυτό ήταν το μήνυμα που έστειλε, εμμέσως πλην σαφώς, στις 7 Μαΐου, απευθυνόμενος σε Ινδία και Πακιστάν, αν και την αμέσως επομένη ο νυν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο είχε επαφές με Νέο Δελχί και Ισλαμαμαμπάντ.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι γύρω από το ινδοπακιστανικό δίπολο έχουν αρχίσει τα τελευταία χρόνια να διαμορφώνονται δύο διακριτά ανταγωνιστικά μπλοκ δυνάμεων, καθώς η μεν Κίνα παίρνει πια δυναμικά θέση στο πλευρό του Πακιστάν στο οποίο πουλά μεγάλες ποσότητες οπλικών συστημάτων (μεταξύ αυτών μαχητικά JF-17 και Chengdu J-10, ως απάντηση στα Rafale που έχουν αγοράσει οι Ινδοί από τη Γαλλία, ή στο κοντινό μέλλον ακόμη και Shenyang J-35 όπως λέγεται), ενώ η Δύση από την άλλη πλευρά προσεγγίζει το Νέο Δελχί ως ανάχωμα απέναντι στην καταγγελλόμενη κινεζική «επέκταση».
Οι Ινδοί που άλλοτε αγόραζαν μεγάλες ποσότητες οπλικών συστημάτων από τη Ρωσία, πλέον έχουν κάνει εξοπλιστική στροφή προς τις αμυντικές βιομηχανίες της Δύσης, ενώ Ινδοί και Δυτικοί προωθούν παράλληλα κι άλλα μεγαλεπήβολα αναπτυξιακά πρότζεκτ, όπως είναι για παράδειγμα εκείνο του Οικονομικού Διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC) το οποίο αγγίζει θετικά και την Ελλάδα.
Χώρες όπως η Κίνα και η Τουρκία δεν θα ωφελούνταν από ένα έργο όπως είναι εκείνο του IMEC. Διόλου τυχαία, ακριβώς αυτές οι χώρες, μεταξύ άλλων, τοποθετούνται πια στο πλευρό του Πακιστάν…