Όταν ο Μπασάρ αλ Άσαντ ανετράπη ξαφνικά τον περασμένο Δεκέμβριο από την εξουσία στη Συρία, οι Ευρωπαίοι θα καλούσαν στον τηλέφωνο πρώτη την πλευρά Ερντογάν, αναζητώντας πρόσβαση σε πληροφορίες και σε επαφές σχετικές με το ακόμη αναδυόμενο τότε νέο καθεστώς του πρώην τζιχαντιστή Άχμεντ αλ Σάρα.

Από εκεί που άλλοτε επέκριναν ανοιχτά την Τουρκία επειδή είχε στηρίξει ανοιχτά τους ισλαμιστές της Χαμάς έπειτα από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, πλέον αναζητούσαν -μέσω Τουρκίας- πρόσβαση στους ισλαμιστές (HTS, SNA κ.ά.) νέους αφέντες της μετά-Άσαντ Συρίας.

Κάπως έτσι, μέσα σε λίγα 24ωρα, η Άγκυρα είδε τη θέση της να ενισχύεται σημαντικά στα ανατολικά, απέναντι σε Κούρδους, Ιρανούς, Ρώσους αλλά και Ισραηλινούς, ενώ οι Κούρδοι της Συρίας (SDF/YPG) αλλά και του Ιράκ (PUK) βρέθηκαν αντιμέτωποι με νέους λόγους ανησυχίας.

Στροφή από Τραμπ

Τρεις μήνες μετά, η ηγεσία Τραμπ κομίζει πια πρωτοφανείς ανατροπές στο δυτικό μέτωπο… στηρίζοντας το Κρεμλίνο ενάντια στην Ουκρανία, καταψηφίζοντας μαζί με τη Μόσχα τις προτάσεις Ευρωπαίων και Ουκρανών στον ΟΗΕ, απαξιώνοντας πλήρως την ΕΕ και -επί της ουσίας- αμφισβητώντας την ίδια την αμερικανοκεντρική αρχιτεκτονική ασφαλείας όπως εκείνη είχε διαμορφωθεί από τις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο μεταστροφών διαμορφώνεται πια κι ένα κλίμα πρόσθετης αβεβαιότητας το οποίο όμως βάζει στον πάγο άλλα πρότζεκτ (βλ. ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Κύπρου, «πάγωμα» πληρωμών από τον ΑΔΜΗΕ προς τη γαλλική Νexans, αποχώρηση του IEVOLI RELUME από την Κρήτη) προς όφελος χωρών όπως είναι η Τουρκία.

Εάν αυτές οι τάσεις, που εκδηλώνονται πια εκ μέρους της νέας αμερικανικής διοίκησης, παραμείνουν και η τρέχουσα αμερικανορωσική προσέγγιση παγιωθεί, τότε το ΝΑΤΟ -το οποίο είχε, υποτίθεται, αναζωογονηθεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία- δεν θα έχει πια κανέναν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, πέραν βέβαια εκείνου της διαιώνισης ενός μηχανισμού που θρέφει με μισθούς έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό υπαλλήλων και στελεχών διεθνώς.

Σύννεφα πάνω από το ΝΑΤΟ

Εάν η αμερικανική διοίκηση συνεχίσει να κινείται σε γραμμή Πούτιν, το ΝΑΤΟ προφανώς θα καταλήξει να θεωρείται «παρωχημένο» (διόλου τυχαία, έτσι το είχε χαρακτηρίσει το 2016 ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς όμως να διευκρινίσει τότε ότι ήταν στις προθέσεις του να το οδηγήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση) και, ως παρωχημένο που θα είναι, θα πρέπει προφανώς να δώσει τη θέση του σε μια νέα, περισσότερο επίκαιρη αρχιτεκτονική ασφαλείας που θα διέπεται όμως από διαφορετικούς εσωτερικούς συσχετισμούς ισχύος (με σημαντικά περιορισμένη αμερικανική συμμετοχή/εμπλοκή). Ακόμη κι αν συνεχίσει να υπάρχει δε, το όποιο μελλοντικό ΝΑΤΟ είναι σαφές ότι θα είναι πια λιγότερο «αμερικανικό»…

Ειρήσθω εν παρόδω, μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο γ.γ. του Βορειοατλαντικού Συμφώνου Μαρκ Ρούτε είχε αποκηρύξει το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός «ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ» μέσα στα επόμενα 10 με 15 χρόνια ως «αυταπάτη» («illusion»). Τότε ωστόσο, ακόμη δεν είχε λάβει χώρα το 90λεπτο τηλεφώνημα Τραμπ-Πούτιν της 12ης Φεβρουαρίου, που ήρθε να αλλάξει πολλά από όσα μέχρι πρότινος θεωρούσαμε δεδομένα.

Πλέον, υπό μια έννοια, η Ατλαντική Συμμαχία έχει ήδη πληγεί (ανεπανόρθωτα;) καθώς στις τάξεις της παρατηρούνται διευρυνόμενες αποκλίσεις και κρίσεις καχυποψίας που καθιστούν δυσκολότερη εάν όχι αδύνατη την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των συμμάχων. Σημειώνεται ότι νατοϊκοί είναι, για παράδειγμα, οι Βρετανοί, οι οποίοι συγκρούονται παλαιόθεν με το Κρεμλίνο.

Νατοϊκοί είναι όμως παράλληλα και οι Ούγγροι του Όρμπαν, οι Σλοβάκοι του Φίτσο και οι Αμερικανοί της διοίκησης Τραμπ οι οποίοι θα μπορούσαν πια να χαρακτηριστούν φιλορώσοι. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά στην πράξη;

Προς μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη;

Η απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις θα άνοιγε τον δρόμο για την ανάδυση νέων περιφερειακών παικτών και η Τουρκία, η χώρα με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ, ξεχωρίζει ως ένας τέτοιου τύπου δυνητικός παίκτης, πολύ δε περισσότερο από την στιγμή που εκείνη όχι μόνο ενισχύεται αλλά και χειραφετείται/αυτονομείται στρατιωτικά μέσα από την ανάπτυξη της δικής της εγχώριας «made in Türkiye» αμυντικής βιομηχανίας.

Οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν, με βάση τα σημερινά δεδομένα, να σταθούν αμυντικά μόνοι τους χωρίς τις ΗΠΑ. Παρά τις προσπάθειες που έχουν όντως γίνει τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) και παρά τις όποιες επί μέρους εθνικές εξαιρέσεις (της γαλλικής αμυντικής βιομηχανίας, της πολωνικής αμυντικής γιγάντωσης κ.ά.), οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν, εάν ιδωθούν ως σύνολο, να πλέουν σε πελάγη ασυντόνιστης πολυφωνίας, αντικρουόμενων εθνικών προτεραιοτήτων, αποκλίσεων και μεγαλεπήβολων μεν αλλά ανεκπλήρωτων εξαγγελιών.

Ωστόσο, ακόμη κι αν μπορούσαν να κάνουν πράξη την στρατηγική και αμυντική αυτονομία που παλαιόθεν ευαγγελίζονται, η Τουρκία θα τους ήταν και πάλι «πολύτιμη» ή απλώς «χρήσιμη» ως μια στρατιωτικά και βιομηχανικά ικανή χώρα 85 εκατομμυρίων κατοίκων που συνορεύει με την ΕΕ πάνω στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας, ελέγχοντας την είσοδο στη Μαύρη Θάλασσα και μεγάλο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου. Η τουρκική ηγεσία γνωρίζει καλά αυτά τα δεδομένα και δεν παραλείπει να τα υπογραμμίζει, με κάθε ευκαιρία.

Οι κ.κ. Ερντογάν και Φιντάν έχουν σπεύσει να υπογραμμίσουν τις τελευταίες εβδομάδες σε όλους τους τόνους, μέσα από ένα μπαράζ παρεμβάσεων και τοποθετήσεων, πόσο «απαραίτητη» θα είναι η Τουρκία για την Ευρώπη, και πολύ δε περισσότερο για μια μετα-νατοϊκή Ευρώπη, μέσα στο νέο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον που αναδύεται.

Οι «πρόθυμοι» Ευρωπαίοι

Πολλοί Ευρωπαίοι είναι σαφές ότι συμμερίζονται την εν λόγω άποψη περί μιας Τουρκίας που θα πρέπει να λογίζεται ως «άχαστη» και «απαραίτητη», πλέον όχι για το ΝΑΤΟ αλλά για την Ευρώπη.

Η παρουσία του Χακάν Φιντάν, αλλά όχι και της ελληνικής κυβέρνησης, στη “Securing Our Future” σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 2 Μαρτίου, με οικοδεσπότη τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ και κεντρικό θέμα τη διασφάλιση όχι μόνο του ουκρανικού αλλά συνολικά του ευρωπαϊκού μέλλοντος, επιβεβαιώνει την αξία που αποδίδουν πολλοί Ευρωπαίοι στην Τουρκία, κάτι το οποίο αναδεικνύεται άλλωστε παράλληλα μέσα και από τα αμυντικά ντιλ που έχουν συνάψει τουρκικές βιομηχανίες το τελευταίο διάστημα με: την Ιταλία (εξαγορά της ιταλικής Piaggio Aerospace από την τουρκική Baykar, σχέδια σύμπραξης της τουρκικής Baykar με την ιταλική Leonardo, παλαιότερα T129 ATAK, Tulpar, προσεχώς Cirit κ.ά.), την Ισπανία (Hürjet, παλαιότερα TCG ANADOLU), την Πορτογαλία (πλοία ανεφοδιασμού από την τουρκική STM), τη Βρετανία (Kaan, πιθανώς Eurofighter Typhoon/Meteor κ.ά.), τη Ρουμανία (Bayraktar TB2, Cobra), την Πολωνία (Bayraktar TB2) και άλλες χώρες της ΕΕ, ενώ αρχής γενομένης από το 2024 η Τουρκία έχει ενταχθεί και στη γερμανική πρωτοβουλία αντιπυραυλικής ευρωπαϊκής θωράκισης European Sky Shield (ESSI).

Η Τουρκία αναζητούσε παλαιόθεν τα πατήματα εκείνα και τις διόδους που θα της έδιναν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αμυντική αγορά και σε μηχανισμούς τύπου PESCO, πατήματα τα οποία μπορεί τώρα να αρχίσει να αποκτά πιο πρόθυμα, ή τουλάχιστον λιγότερο απρόσκοπτα, από ό,τι στο παρελθόν, ενώ εκείνη παρουσιάζεται παράλληλα διατεθειμένη ακόμη και να στείλει Τούρκους στρατιώτες ως ειρηνευτική δύναμη στην Ουκρανία, κάνοντας δηλαδή ό,τι διστάζουν ή δεν επιθυμούν να κάνουν πολλοί Ευρωπαίοι.

Το 2019, η τότε διοίκηση Τραμπ είχε εκδιώξει την Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35, ως αντίποινα επειδή προχώρησε στην αγορά των ρωσικών S-400. Εν έτει 2025 πια, εάν η νέα διοίκηση Τραμπ καταλήξει να συγκροτεί κοινό μέτωπο με τη Ρωσία του Πούτιν, τότε οι αμερικανικές ενστάσεις για τους τουρκικούς S-400 θα μπορούσαν -θεωρητικώς- να υποχωρήσουν και η Άγκυρα θα μπορούσε -θεωρητικώς- να αποκτήσει ξανά πρόσβαση στα F-35, τα οποία όμως πλέον αναμένει και η Ελλάδα…

Όσο για τον ίδιο τον 71χρονο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εκείνος ως αυταρχικός ηγέτης με πολυετή θητεία στην εξουσία, συναλλακτική νοοτροπία παζαρέματος έναντι των εταίρων και ροπή στην σκληρή (εκβιαστική) ισχύ, έχει ένα προφίλ το οποίο όχι μόνο ταιριάζει αλλά και αρέσει στον ίδιο τον Τραμπ, αν και ισλαμιστικό.

Αγκάθια και πιθανά εμπόδια

Τι γίνεται, λοιπόν; Στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται, η Τουρκία του Ερντογάν βλέπει άραγε μόνον πλεονεκτήματα, ή μήπως όχι; Εκ πρώτης όψεως, η Άγκυρα παρουσιάζεται να βγαίνει ενισχυμένη, πλην όμως υπάρχουν παράλληλα και σημεία τα οποία θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε εστίες ανησυχίας για την τουρκική πλευρά.

Η επαναπροσέγγιση Τραμπ-Πούτιν αφαιρεί από την τουρκική πλευρά τον διαμεσολαβητικό ρόλο που εκείνη διεκδικούσε στο Ουκρανικό. Πλέον, οι Αμερικανοί δείχνουν να μην έχουν ανάγκη σε αυτό το μέτωπο τους Τούρκους, ενώ παράλληλα οι Ρώσοι παρουσιάζονται έτοιμοι να μεσολαβήσουν και στον άξονα ΗΠΑ-Ιράν χωρίς τη συμμετοχή Τούρκων ή άλλων.

Η νέα αμερικανική διοίκηση παρουσιάζεται να δίνει προτεραιότητα και να αναγνωρίζει μεγαλύτερη αξία σε χώρες όπως είναι η Ρωσία, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, με την Τουρκία να μην έχει -τουλάχιστον προς το παρόν- προστεθεί σε αυτήν την ομάδα των εκλεκτών.

Από εκεί και πέρα, η σκληρά φιλοϊσραηλινή γραμμή της διοίκησης Τραμπ θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό πρόβλημα για την Τουρκία, ειδικά έπειτα από όσα επεισοδιακά έχουν προηγηθεί μεταξύ Νετανιάχου και Ερντογάν.

Το σχέδιο Τραμπ για τη Γάζα είναι επίσης κάτι το οποίο θα μπορούσε να φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την τουρκική ηγεσία η οποία έχει επενδύσει σημαντικό πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο τα τελευταία (αρκετά) χρόνια στο Παλαιστινιακό ευρύτερα και στη Χαμάς ειδικότερα…

Αλλά και σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, η παρεμβατική διάθεση της ισλαμοσυντηρητικής κυβέρνησης Ερντογάν, η οποία έχει επιχειρήσει κατ’ επανάληψη να εργαλειοποιήσει την «ισλαμοφοβία» σε βάρος των ευρωπαϊκών Αρχών και ηγεσιών διεκδικώντας ρόλο αυτόκλητου εκπροσώπου των Ευρωπαίων μουσουλμάνων, είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις στις τάξεις της αναδυόμενης ευρωπαϊκής (εθνολαϊκιστικής και όχι μόνο) δεξιάς, που τώρα παρουσιάζεται να κερδίζει πόντους παίρνοντας ώθηση από τους Τραμπ, Βανς και Μασκ.