Του Βασιλείου Τσιάμη
Εκτελεστικός Διευθυντής Ernst & Young Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας – Επικεφαλής Τομέα Ασφάλειας και Άμυνας – Πρώην ανώτερο στέλεχος Ε.Ε. για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας (Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο αυτό είναι προσωπικές).

Σε προηγούμενο άρθρο, είχαμε παρουσιάσει την εικόνα των σχέσεων μεταξύ Ε.Ε. και ΝΑΤΟ μέχρι το 2016. Γιατί όμως αυτή η χρονιά, που όχι τυχαία συμπίπτει με την περίοδο που η Ε.Ε. παρουσίασε την Παγκόσμια Στρατηγική της (Global Strategy), είναι σημαντική;

Τον Ιούλιο του 2016, στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Βαρσοβία, οι τρεις ηγέτες της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ (για την Ε.Ε. ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean-Claude Juncker και για το ΝΑΤΟ ο Γενικός Γραμματέας Jens Stoltenberg) υπέγραψαν μία Κοινή Δήλωση σχετικά με την Συνεργασία Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Κοινή αυτή Δήλωση παρουσιάστηκε ως κοινή πρωτοβουλία των τριών ηγετών που, από τη μία πλευρά, είχαν την δικαιοδοσία να το πράξουν, ενώ, από την άλλη, σε καμμία περίπτωση δεν δέσμευαν τα μέλη των δύο Οργανισμών.

Στην Κοινή Δήλωση οι ηγέτες της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ αναγνωρίζουν την συμπληρωματικότητα, αλλά και αυτονομία των δύο Οργανισμών, όπως και το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ συνεχίζει να αποτελεί μεν τον ακρογωνιαίο λίθο της ασφάλειας της Ευρώπης (hard power) παρά ταύτα η Ε.Ε. δεν αρκείται πλέον στο να αποτελεί απλά την «μαλακή» δύναμη (soft power). Ως εκ τούτου, είναι αποφασισμένη να κάνει περισσότερα αφενός για την προστασία και υπεράσπιση των πολιτών της (δείτε την αντίστοιχη προτεραιότητα στην Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε.) αφετέρου να βοηθήσει τα κράτη-μέλη που είναι ταυτόχρονα σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ να διαδραματίσουν πλήρως το ρόλο τους στην Συμμαχία, παραθέτοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (το έχουμε, επίσης, αναλύσει διεξοδικά σε παλαιότερα άρθρα).

Από αριστερά, τον Ιούλιο του 2016, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζ.-Κ. Γιούνκερ, ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ.

Επικαλούμενη τα 22 κοινά μέλη (σήμερα πλέον 21 μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασίλειου από την Ε.Ε.), αλλά και τις ίδιες αρχές και αξίες που διέπουν τους δύο Οργανισμούς, παραθέτει παραδείγματα επιτυχούς συνεργασίας στο παρελθόν και τονίζει τις νέες προκλήσεις ασφάλειας που πρέπει να αντιμετωπιστούν από κοινού.

Η ασφάλεια και άμυνα στον κυβερνοχώρο αποτελεί μία από τις κύριες περιοχές συνεργασίας Ε.Ε. και ΝΑΤΟ.

Ασφαλώς, ως αναμένεται, τα μέλη των δύο Οργανισμών ή κάποια από αυτά ενδεχομένως είχαν κάποια ανεπίσημη ενημέρωση και ίσως δυνατότητα επηρεασμού του τελικού κειμένου. Παρά ταύτα, επισήμως, η Κοινή Δήλωση δεν παρήγαγε κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα για τα μέλη, ως δήλωση των τριών ηγετών και όχι των επισήμων οργάνων απόφασης των δύο Οργανισμών. Αυτό ήταν και το ενδιαφέρον σημείο καθόσον υπό τις παραμένουσες ακόμη και σήμερα πολιτικές δεσμεύσεις, όπου οποιαδήποτε προσπάθεια επίσημης συμφωνίας των δύο Οργανισμών θα ήταν αδύνατη, η διέξοδος της Κοινής Δήλωσης επανενεργοποίησε την συζήτηση για την ανάγκη επικοινωνίας και συνεργασίας των δύο Οργανισμών. Πρότεινε μία νέα διαδικασία προς τούτο, παρουσίασε μια λίστα 6 περιοχών, όπου αυτή η συνεργασία θα μπορούσε να επικεντρωθεί, και όλα αυτά με ένα τρόπο πολιτικά αποδεκτό για όλα τα μέλη ώστε να το διαχειριστούν στο εσωτερικό τους.

Η ναυτική επιχείρηση Sophia είναι αμιγώς ευρωπαϊκή, αλλά, ασφαλώς, υπάρχει αλληλοενημέρωση με τις αντίστοιχες του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο.

Οι 6 αυτές περιοχές είναι: (α) η αντιμετώπιση υβριδικών απειλών και η επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ άλλων και στη θάλασσα, (β) η ασφάλεια και άμυνα στον κυβερνοχώρο, (γ) οι αμυντικές δυνατότητες, (δ) η αμυντική βιομηχανία και έρευνα, (ε) οι ασκήσεις και (στ) η στήριξη των προσπαθειών για τη δημιουργία ικανοτήτων των εταίρων της Ε.Ε.

Αυτή η Κοινή Δήλωση εγκαινίασε ουσιαστικά μία νέα μορφή επικοινωνίας και συνεργασίας των δύο Οργανισμών σε επίπεδο στελεχών (Staff-to-Staff).

Όντως μετά από μερικούς μήνες, το Δεκέμβριο του 2016, τα μέλη των δύο Οργανισμών υιοθέτησαν την ίδια ημέρα (σε παράλληλες αλλά ανεξάρτητες διαδικασίες) αποτελέσματα σε επίπεδο Υπουργών, παρέχοντας οδηγίες σχετικά με   την υλοποίηση της Κοινής Δήλωσης και αντίστοιχες κατευθύνσεις προς τούτο. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι, ουσιαστικά, αυτή είναι η στιγμή που, πραγματικά, τα μέλη των δύο Οργανισμών στην πράξη υιοθετούσαν μεν την Κοινή Δήλωση, αλλά έθεταν και το πολιτικό πλαίσιο υλοποίησης, υιοθετώντας «μηνύματα» προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες του κάθε Οργανισμού. Το πιο σημαντικό, ήταν η στιγμή που τα μέλη και των δύο Οργανισμών υιοθέτησαν 42 κοινές ενέργειες στις ανωτέρω 6 περιοχές, προκειμένου να υλοποιήσουν στην πράξη την Κοινή Δήλωση των ηγετών Ε.Ε. και ΝΑΤΟ.

Είναι ενδιαφέρον να επικεντρώσουμε σε αυτό το σημείο σε εκείνα τα «μηνύματα» που υιοθέτησε το Συμβούλιο της Ε.Ε. προς υλοποίηση της Κοινής Δήλωσης, που αποτελούν την ύψιστη προτεραιότητα για την Ε.Ε. αλλά και στην πράξη θέτουν το περιοριστικό πλαίσιο από πλευράς Ε.Ε., που διέπει τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ.

Το Συμβούλιο λοιπόν απεύθυνε έκκληση για περαιτέρω ενίσχυση της σχέσης Ε.Ε.-ΝΑΤΟ σε συνεργασία με όλα τα κράτη-μέλη και προς όφελος όλων των κρατών-μελών. Η αναφορά αυτή, στα κείμενα της Ε.Ε.. προέρχεται από τη διαρκή επισήμανση ότι η επιδίωξη της Τουρκίας να εξαιρεί συνεχώς την Κύπρο σε ότι αφορά τις σχέσεις Ε.Ε. – ΝΑΤΟ, για τους γνωστούς εθνικούς της λόγους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Ε.Ε. ως σύνολο.

Επιπλέον, το Συμβούλιο ανέφερε στα συμπεράσματά του ότι χρειάζονται νέοι και βελτιωμένοι τρόποι συνεργασίας με φιλοδοξία και ρεαλισμό προς το συνολικό στόχο της δημιουργίας μιας γνήσιας σχέσης μεταξύ των δύο Οργανισμών. Στην πράξη, αυτό θέτει πλέον σε αμφισβήτηση (από πλευράς Ε.Ε.) την ισχύ των Συμφωνιών του Βερολίνου, σχετικά με τις σχέσεις Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. Αμφισβήτηση που, ούτως ή άλλως, ήταν εμφανής στην πράξη (de facto) από κάποια κράτη-μέλη.

«Η συνεργασία Ε.Ε.-ΝΑΤΟ θα εξακολουθήσει να πραγματοποιείται με πλήρη ευρύτητα πνεύματος και διαφάνεια και με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας στη λήψη αποφάσεων και των διαδικασιών των δύο Οργανισμών. Θα βασίζεται δε στις αρχές του μη αποκλεισμού και της αμοιβαιότητας με την επιφύλαξη τον ιδιαίτερου χαρακτήρα της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας κάθε κράτους μέλους». Και πάλι εδώ τα μηνύματα είναι σαφή σχετικά με την απαίτηση της Ε.Ε. η Τουρκία να αποδεχτεί την Ε.Ε. ως σύνολο με όλα τα μέλη της, χωρίς τις όποιες επιμέρους αμφισβητήσεις.

Το Συμβούλιο τάσσεται υπέρ της συνεργασίας με όλα τα κράτη-μέλη και προς όφελος όλων, απορρίπτοντας την επιδίωξη της Τουρκίας, όπως και πρόσφατα έχει εκφραστεί με δηλώσεις του εικονιζόμενου υπουργού Άμυνας Χ. Ακάρ, να εξαιρεί συνεχώς την Κύπρο σε ότι αφορά τις σχέσεις Ε.Ε.-ΝΑΤΟ.

Το Συμβούλιο τέλος υπογράμμισε επίσης  ότι τα  κράτη-μέλη διαθέτουν «ενιαίο σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων» που μπορούν να αξιοποιήσουν σε διαφορετικά πλαίσια, εννοώντας είτε στα πλαίσια επιχειρήσεων της Ε.Ε. είτε του ΝΑΤΟ, προκειμένου να διασκεδάσει ανησυχίες κάποιων ότι οι ενέργειες της Ε.Ε. για ενδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Άμυνας θα προκαλέσουν πιθανώς ανεπιθύμητες επικαλύψεις στις αμυντικές επενδύσεις των μελών που είναι ταυτόχρονα και Σύμμαχοι του ΝΑΤΟ και κατ´ επέκταση στις σχέσεις Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. Σε αυτό το πλαίσιο, το Συμβούλιο τονίζει ότι η ανάπτυξη των στρατιωτικών ικανοτήτων των κρατών-μελών, μέσω των αντίστοιχων διαδικασιών της Ε.Ε., θα συντελέσει και στην ενίσχυση των ικανοτήτων που, ενδεχομένως, διαθέτουν και οι δύο Οργανισμοί, αναφερόμενο παράλληλα στη διαφορετική φύση και ευθύνη τους.

Η Κοινή Δήλωση του Ιουλίου 2016, στην κατάλληλη πολιτικά στιγμή, και η αντίστοιχη υιοθέτηση υλοποίησης της από τα Μέλη των δύο Οργανισμών το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, συνετέλεσε αποφασιστικά, όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο, στην αναθέρμανση της συνεργασίας των δύο Οργανισμών σε μία περίοδο στασιμότητας -εκτός φωτεινών εξαιρέσεων- με ένα πολιτικά ρεαλιστικό τρόπο. Ασφαλώς, οι μετέπειτα εξελίξεις τόσο σε επίπεδο Οργανισμών όσο και σε κάποια από τα Μέλη τους, είχαν άμεση επίδραση στη διαδικασία υλοποίησης της Κοινής Δήλωσης.