Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια καμπή που θυμίζει τις πιο ταραχώδεις στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της. Η συνέχεια του ρωσοουκρανικού πολέμου, η ασταθής στάση των ΗΠΑ υπό την προεδρία Τραμπ και η ανάγκη για εσωτερική συνοχή στην Ε.Ε. δημιουργούν ένα μωσαϊκό αβεβαιότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη συνάντηση ανάμεσα στον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς και τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν αποκτά βαρύνουσα σημασία: δεν πρόκειται απλώς για διπλωματικό γεγονός, αλλά για ένδειξη της κατεύθυνσης που μπορεί να λάβει η ευρωπαϊκή στρατηγική τα επόμενα χρόνια.

Από την κρίση στην αναδιάταξη

Η Ρωσία συνεχίζει να χρησιμοποιεί την Ουκρανία ως πεδίο στρατηγικής πίεσης προς την Ευρώπη. Οι επιθέσεις σε πόλεις όπως η Μαριούπολη, με δεκάδες θύματα και καταστροφές πολιτιστικών και διπλωματικών κτιρίων, δεν είναι μόνο στρατιωτικές επιχειρήσεις· είναι μήνυμα ότι η Μόσχα μπορεί να πλήξει την ευρωπαϊκή ασφάλεια μέσω αποσταθεροποίησης των συνόρων. Από την άλλη, η Ουάσινγκτον υπό τον Ντόναλντ Τραμπ αποδεικνύεται λιγότερο προβλέψιμη: ενώ σε κάποιες στιγμές αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο σκληρής στάσης απέναντι στη Ρωσία, σε άλλες εκπέμπει σήματα αποστασιοποίησης.

Η Ευρώπη, λοιπόν, καλείται να αποφασίσει: θα συνεχίσει να εξαρτάται από τις διαθέσεις της αμερικανικής πολιτικής ή θα χαράξει δική της στρατηγική πορεία; Η συνάντηση Μακρόν–Μερτς φαίνεται να υποδεικνύει το δεύτερο.

Ο συνασπισμός των προθύμων και η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία

Κομβικό σημείο των συνομιλιών υπήρξε η πρωτοβουλία για τον συνασπισμό των προθύμων» (coalition of the willing). Στην πράξη, αυτή η συμμαχία αποτελεί απόπειρα να δημιουργηθεί ένα διακρατικό σχήμα που θα εξασφαλίζει μακροπρόθεσμες στρατιωτικές και πολιτικές εγγυήσεις προς την Ουκρανία. ς.

Η στρατηγική σημασία είναι διττή:

Αποτροπή της Μόσχας – Η Ρωσία θα γνωρίζει ότι, ανεξαρτήτως των εσωτερικών εξελίξεων στην Ουκρανία, η Δύση (και ιδίως η Ευρώπη) θα διαθέτει διαρκή μηχανισμό στήριξης.

Ενίσχυση της ευρωπαϊκής αυτονομίας – Η Ε.Ε., μέσω του γαλλογερμανικού άξονα, δοκιμάζει τις αντοχές της σε ένα ρόλο που παραδοσιακά καλύπτεται από τις ΗΠΑ: την παροχή στρατηγικών εγγυήσεων.

Εδώ, ο Μακρόν βρίσκει πρόσφορο έδαφος να προωθήσει το όραμα της «στρατηγικής αυτονομίας» που υποστηρίζει από το 2017. Ο Μερτς, παρότι πιο δεμένος με το ΝΑΤΟ και την ατλαντική παράδοση της Γερμανίας, φαίνεται να αναγνωρίζει ότι χωρίς ενίσχυση της ευρωπαϊκής ισχύος, το Βερολίνο θα βρεθεί εκτεθειμένο σε μελλοντικές κρίσεις.

Η διάσταση των κυρώσεων και το μήνυμα προς τον Τραμπ

Η από κοινού δέσμευση των δύο ηγετών να ζητήσουν από τον Τραμπ νέες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, εφόσον δεν πραγματοποιηθεί η συνάντηση Πούτιν–Ζελένσκι, δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο ως πίεση προς τη Μόσχα. Πρόκειται και για δοκιμή της αξιοπιστίας της Ουάσινγκτον. Η Ευρώπη επιδιώκει να δει εάν οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να στηρίξουν ενεργά την ουκρανική υπόθεση ή αν θα περιοριστούν σε δηλώσεις.

Η στρατηγική ανάγνωση εδώ είναι ότι Παρίσι και Βερολίνο προσπαθούν να διαμορφώσουν πλαίσιο στο οποίο η Ευρώπη δεν θα είναι «παρακολουθητής», αλλά «συμπαίκτης» που θέτει όρους και δοκιμάζει τη συνοχή της διατλαντικής σχέσης.

Οικονομική κυριαρχία και τεχνολογικό πεδίο

Η συνάντηση δεν επικεντρώθηκε μόνο στην Ουκρανία. Ένα εξίσου σημαντικό θέμα ήταν η αμερικανική πίεση πάνω στην ευρωπαϊκή ψηφιακή νομοθεσία (Digital Markets Act, Digital Services Act). Η κοινή στάση Γαλλίας και Γερμανίας ότι δεν θα δεχθούν εμπορικούς εκβιασμούς από την Ουάσινγκτον δείχνει πως η ευρωπαϊκή στρατηγική δεν είναι μονοδιάστατη: αφορά και την κανονιστική κυριαρχία σε κρίσιμα πεδία, όπως η τεχνολογία και οι ψηφιακές αγορές. Η υπεράσπιση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας απέναντι στις πιέσεις των ΗΠΑ είναι κομμάτι της ίδιας λογικής με την υπεράσπιση της Ουκρανίας απέναντι στη Ρωσία: ενίσχυση της αυτονομίας, ενδυνάμωση της ικανότητας να ορίζει η ίδια το μέλλον της.

Τα όρια της ευρωπαϊκής συνοχής

Βέβαια, παρά τις προωθημένες δηλώσεις, η συνάντηση Μακρόν–Μερτς ανέδειξε και τα όρια της ευρωπαϊκής συνοχής. Η στάση της Ουγγαρίας, που διαφοροποιήθηκε από την κοινή καταδίκη των ρωσικών επιθέσεων, δείχνει πως η Ε.Ε. εξακολουθεί να λειτουργεί με εσωτερικές αντιφάσεις. Η σημασία του γαλλογερμανικού άξονα είναι, λοιπόν, να διασφαλίσει ένα μίνιμουμ ενότητας και να κρατήσει το κέντρο βάρους σε σταθερή κατεύθυνση.

Προοπτικές: προς μια «γεωπολιτική Ευρώπη»;

Η συνάντηση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής. Εάν οι πρωτοβουλίες όπως η «συμμαχία της θελήσεως» αποκτήσουν σάρκα και οστά, αν οι ευρωπαϊκές άμυνες ενισχυθούν θεσμικά και αν οι οικονομικές πολιτικές αντέξουν σε εξωτερικές πιέσεις, τότε η Ευρώπη μπορεί να πλησιάσει το όραμα της «γεωπολιτικής δύναμης».

Αλλά τα εμπόδια παραμένουν:

Η έλλειψη ενιαίας αμυντικής βιομηχανικής πολιτικής.

Οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις (π.χ. Ουγγαρία, εν μέρει Ιταλία).

Η αβεβαιότητα για τη στάση των ΗΠΑ και την πιθανότητα μιας απότομης μεταστροφής.

Αν αυτά τα εμπόδια ξεπεραστούν, η συνάντηση Μακρόν–Μερτς θα μείνει στην ιστορία ως το σημείο εκκίνησης μιας πιο αυτόνομης Ευρώπης. Αν όχι, θα καταγραφεί ως ακόμα μια προσπάθεια που έμεινε στη ρητορική.

Η συνάντηση των δύο ηγετών ήταν κάτι περισσότερο από διπλωματική τυπικότητα. Ήταν μια απόπειρα χάραξης στρατηγικού οράματος: μιας Ευρώπης που δεν αρκείται στην επιβίωση, αλλά επιδιώκει να καταστεί ανεξάρτητος στρατηγικός δρων. Στην πράξη, το αν θα ευοδωθεί αυτό το όραμα εξαρτάται από την ικανότητα της Ε.Ε. να συνδυάσει αποτροπή, ανθεκτικότητα και εσωτερική συνοχή.

Ο γαλλογερμανικός άξονας, με όλες τις δυσκολίες και αντιφάσεις του, είναι το μόνο εργαλείο που μπορεί να εγγυηθεί αυτή τη μετάβαση. Και η συνάντηση στη Τούλον ίσως αποδειχθεί το πρώτο βήμα σε μια μακρά πορεία προς την «γεωπολιτική Ευρώπη», ίσως αποδειχθεί ένα ακόμα μετέωρο βήμα χωρίς κατεύθυνση και στόχο.