Η Συμφωνία του Ντέιτον για την ειρήνευση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, εάν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, ήταν ένα ακόμα αιματηρό επεισόδιο στο δράμα της διάλυσης της πρώην “Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας”. Ο πόλεμος ξέσπασε την 6η Απριλίου του 1992 και τερματίστηκε, επίσημα, στις 14 Δεκεμβρίου του 1995 με την υπογραφή της Συμφωνίας του Ντέιτον. Στον πόλεμο ενεπλάκησαν όλες οι εθνικές ομάδες της χώρας, δηλαδή οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι μουσουλμάνοι. Αρχικά, οι Κροάτες και οι μουσουλμάνοι συμμάχησαν κατά των Σέρβων, αλλά το 1993 η συμμαχία τους διαλύθηκε, για να δημιουργηθεί εκ νέου το 1994.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συντελέστηκε εν μέσω ταραχών και τριών πολέμων, οι οποίοι ξέσπασαν διαδοχικά από το 1991 έως το 1995. Ο πρώτος πόλεμος, γνωστός και ως “πόλεμος των Δέκα Ημερών”, ξέσπασε μεταξύ της Σλοβενίας και της Γιουγκοσλαβίας στις 26 Ιουνίου του 1991 και τερματίστηκε στις 7 Ιουλίου με την αναγνώριση, από το Βελιγράδι, της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας. Στις 27 Ιουνίου, ο Κροάτης πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας, Άντε Μάρκοβιτς, διέταξε τον ομοσπονδιακό στρατό να εξασφαλίσει τα υπάρχοντα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας με την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, να καταπνίξει δηλαδή την εξέγερση και να αποτρέψει την ανεξαρτησία της Σλοβενίας. Πράγματι, ο ομοσπονδιακός στρατός συνέτριψε τη σλοβένικη εξέγερση αφήνοντας πίσω του 50 περίπου νεκρούς. Τελικά, μετά από διεθνείς πιέσεις, το Βελιγράδι αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Σλοβενίας και απέσυρε τον ομοσπονδιακό στρατό από τη χώρα στις αρχές Ιουλίου. Τον Ιανουάριο του 1992, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Σλοβενίας και της Κροατίας, για να ακολουθήσουν οι ΗΠΑ και άλλες χώρες.
Ο δεύτερος πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Κροατίας και της Γιουγκοσλαβίας. Η Κροατία, όπως και η Σλοβενία, διακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 25 Ιουνίου του 1991. Το Βελιγράδι προσπάθησε, με στρατιωτικά μέσα, να αποτρέψει τη διάλυση του κράτους, χωρίς τελικά να το καταφέρει. Μετά τον “πόλεμο των Δέκα Ημερών”, το Βελιγράδι έστρεψε την προσοχή του στην Κροατία. Η περίπτωση της Κροατίας ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή της Σλοβενίας, διότι στις ανατολικές και στις νότιες επαρχίες της χώρας (Σλαβονία και Κράινα αντίστοιχα) ζούσαν αρκετές χιλιάδες Σέρβων, ενώ, από τον Απρίλιο του 1992, στην εξίσωση προστέθηκε και ο εμφύλιος στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Οι Σέρβοι αποτελούσαν το 12% του πληθυσμού της Κροατίας, σύμφωνα με την απογραφή του 1991. Η κυβέρνηση της Κροατίας άρχισε να απομακρύνει τους Σέρβους από την αστυνομία και τη δημόσια διοίκηση. Ο Μιλόσεβιτς, Σέρβος στην καταγωγή, επιτάχυνε τις εξελίξεις δηλώνοντας δημόσια ότι “οι Σέρβοι της Κροατίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης έχουν το δικαίωμα να ενωθούν με τη Μητέρα Σερβία”.
Η δήλωση αυτή ήταν, ουσιαστικά, μια έμμεση προτροπή προς τους Σέρβους της Κροατίας να διεκδικήσουν την ένωσή τους με τη Σερβία. Πράγματι, το καλοκαίρι του 1990, οι Σέρβοι της Κράινα τάχθηκαν, σε δημοψήφισμα, υπέρ της αυτονομίας τους, ενώ, τον Μάρτιο του 1991, ζήτησαν την ένωση της επαρχίας με τη Σερβία. Ο γιουγκοσλαβικός στρατός, υπό τον άμεσο έλεγχο της Σερβίας, άρχισε να εξοπλίζει τους Σέρβους της Κροατίας. Όταν η Κροατία διακήρυξε την ανεξαρτησία της, οι μέχρι τότε σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ Σέρβων και Κροατών στην Κράινα γενικεύτηκαν. Η κυβέρνηση της Κροατίας κάλεσε τους στρατεύσιμους κροατικής καταγωγής να λιποτακτήσουν από τον ομοσπονδιακό στρατό, μετατρέποντάς τον έτσι σε σερβικό, και, αυτομάτως, σε στρατό κατοχής ξένης χώρας.
Όταν η ανεξαρτησία της Κροατίας εδραιώθηκε και η χώρα αναγνωρίστηκε διεθνώς (Δεκέμβριος του 1991), η σύγκρουση έλαβε νέες διαστάσεις. Από τη μια πλευρά οι Κροάτες συγκρούστηκαν με τους Σέρβους της Σλαβονίας και της Κράινα, τους οποίους υποστήριζε η Σερβία, ενώ από την άλλη οι Κροάτες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μάχονταν κατά των Σέρβων και, αργότερα, κατά των μουσουλμάνων. Οι συγκρούσεις στο κροατικό έδαφος τερματίστηκαν τον Αύγουστο του 1995, μετά την “Επιχείρηση Καταιγίδα”, κατά την οποία τα κροατικά στρατεύματα εξουδετέρωσαν τους 30 περίπου σερβικούς θύλακες στη Σλαβονία και την Κράινα. Λίγο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1995, τερματίστηκαν και οι συγκρούσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Ο τρίτος πόλεμος ξέσπασε εντός της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης την 6η Απριλίου του 1992 και τερματίστηκε τον Νοέμβριο του 1995. Βέβαια, ακόμα και μετά τη Συμφωνία του Ντέιτον, η περιοχή αυτή της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν γνώρισε ειρήνη, καθώς από το 1999 και μετά υπήρξε ένταση στο Κόσοβο (1999, αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ), στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (2001, δράση αλβανοφώνων εξτρεμιστών), στη σερβική επαρχία του Πρέσεβο (1999-2001, δράση αλβανοφώνων εξτρεμιστών) και στο Μαυροβούνιο, που ανακήρυξε την ανεξαρτησία του στις 3 Ιουνίου του 2006.
Αλλά γιατί η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη με τόσο βίαιο και αιματηρό τρόπο; Η πρώην Γιουγκοσλαβία, δηλαδή η χώρα των νότιων Σλάβων, ήταν ένα πολυεθνικό κράτος, αποτελούμενο από έξι αυτόνομες δημοκρατίες και δύο αυτόνομες επαρχίες. Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση αναγνώριζε πέντε εθνότητες (Κροάτες, “Μακεδόνες”, Μαυροβούνιους, Σέρβους και Σλοβένους), ενώ η έκτη αυτόνομη δημοκρατία, δηλαδή η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ήταν κοινή πατρίδα Σέρβων, Κροατών και μουσουλμάνων σλαβικής καταγωγής. Οι αυτόνομες επαρχίες βρίσκονταν εντός των ορίων της Σερβίας και είναι το Κόσοβο και η Βοϊβοντίνα. Συνδετικοί κρίκοι όλων αυτών ήταν ο πανίσχυρος Τίτο και το, επίσης πανίσχυρο, Κομμουνιστικό Κόμμα. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έσπασε ο ένας συνδετικός κρίκος, δηλαδή πέθανε ο Τίτο, το γιουγκοσλαβικό οικοδόμημα κλονίστηκε. Όταν όμως, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έσπασε και ο άλλος συνδετικός κρίκος, δηλαδή κατέρρευσε ο κομμουνισμός, η χώρα διαλύθηκε.
TΟ ΠΛΗΡΕΣ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ «Α&Δ» ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ.