Η Συμφωνία Αθηνών-Παρισίων και η αντίληψη του κινδύνου
του Ιωάννη Σ. Λάμπρου
Στη φωτογραφία ο Γάλλος πρόεδρος Εμμ. Μακρόν και ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, στο προαύλιο του Μουσείου του Λούβρου, την παραμονή της υπογραφής της αμυντικής συμφωνίας.
Το παρόν σύντομο σημείωμα σκοπό έχει να προβεί σε μερικές επισημάνσεις με αφορμή τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Γαλλίας, στις 28 Σεπτεμβρίου, η οποία δημιούργησε κλίμα αυτοπεποίθησης και ευφορίας αναφορικά με την μελλοντική τροπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η αγορά 3+1 γαλλικών φρεγατών Belharra και η προοπτική απόκτησης 4 κορβετών, η ρήτρα αμοιβαίας βοηθείας της εν λόγω συμφωνίας, καθώς και η δέσμευση για διαφύλαξη της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας στο Δεύτερο Πρωτόκολλο Τροποποίησης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ και, τέλος, η αναφορά στην επιστολή του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Α. Μπλίνκεν προς τον Έλληνα πρωθυπουργό περί ανάγκης σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας αλλά και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών συμφώνως με το διεθνές δίκαιο, ενδεχομένως να δημιουργούν μια εικόνα σε ένα βαθμό διαφορετική από αυτήν που υφίσταται στην πραγματικότητα.
Επιγραμματικά, η ελληνογαλλική συμφωνία της 28ης Σεπτεμβρίου, συνολικά δεκαετούς διάρκειας (5 συν πέντε έτη) παρέχει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο διαχείρισης των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων Ελλάδος και Γαλλίας.[1] Ακολουθεί μια σύντομη παρουσίαση των βασικότερων προνοιών της.

Το σημαντικότερο στοιχείο της συμφωνίας αυτής είναι η πρόνοια περί αμοιβαίας συνδρομής του δεύτερου άρθρου. Πιο συγκεκριμένα, τα δύο κράτη «παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». Κατόπιν διευκρινίσεων από γαλλικής πλευράς, η έκταση εφαρμογής της παραπάνω πρόνοιας αφορά επικράτεια και δεν περιλαμβάνει θαλάσσιες περιοχές (ΑΟΖ), όπου δεν ασκείται εθνική κυριαρχία, αλλά κυριαρχικά δικαιώματα.[2] Η εν λόγω συμφωνία δεν καλύπτει τα ενδιάμεσα στάδια προ της ανοικτής ένοπλης σύρραξης, όπου εκδιπλώνεται το σύνολο της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής στο Αιγαίο Πέλαγος. Φυσικά η διαχρονική ατολμία των Αθηνών να μην ασκήσει όσα δικαιώματα της παρέχει το διεθνές δίκαιο και, ιδιαίτερα, η απουσία στρατιωτικής προπαρασκευής προς διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών, δημιουργεί την γκρίζα αυτή περιοχή όπου δραστηριοποιείται η Άγκυρα.
Τυχόν εφαρμογή της συνδρομής και στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη θα σήμαινε την δέσμευση του Παρισιού να προστρέξει σε βοήθεια την Αθήνα σε περίπτωση που η τελευταία αποφάσιζε, σε κάποια περιοχή του Αιγαίου, να επεκτείνει την ζώνη αυτή και υπήρχε τουρκική αντίδραση. Κατάσταση, όμως, η οποία παραμένει στην περίπτωση των χωρικών υδάτων που θεωρούνται επικράτεια και όπου η υποθετική βούληση των Αθηνών για επέκταση και η συνακόλουθη αντίδραση της Άγκυρας δυνητικά μπορεί να προκαλέσει την ανάμειξη των Παρισίων. Σαφέστατα μια μεγάλη δύναμη, όπως η Γαλλία, δεν επιθυμεί να καταστεί εμπλεκόμενο μέρος σε μια σύρραξη με πρωτοβουλία ενός αδύναμου εταίρου. Το ενδεχόμενο εμπλοκής της Γαλλίας θα αποτελέσει ενθαρρυντικό ή αποτρεπτικό παράγοντα σε μια ενδεχόμενη απόφαση της Αθήνας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα; Μια τέτοια απόφαση θα διευκολυνθεί από την προσδοκία εμπλοκής των Παρισίων ή θα αποτραπεί σε περίπτωση που το τελευταίο βολιδοσκοπηθεί και απαντήσει αρνητικά; Ίσως η έννοια «επικράτεια» να ερμηνευθεί από την γαλλική πλευρά (υπό το πρίσμα της αποφυγής εμπλοκής) ως έννοια αφορώσα την επικράτεια κατά τη διάρκεια συνομολόγησης της συμφωνίας και όχι αυτή που θα προστεθεί σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων. Αυθαίρετη, ίσως σε ένα βαθμό μια τέτοια ερμηνεία, αλλά σε περίπτωση αλλαγής συσχετισμών μεταξύ Παρισίων και Άγκυρας (πυκνός ο χρόνος σε γεγονότα, εξελίξεις και μεταπτώσεις στη διεθνή διπλωματία) η γαλλική πλευρά δεν μπορεί εξαναγκασθεί να συνδράμει…
Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, στο κείμενο της συμφωνίας τονίζεται ως στόχος η «προοδευτική διαμόρφωση μίας Πολιτικής Άμυνας της Ένωσης», διαχρονική στόχευση της Γαλλίας με την ίδια να έχει κεντρικό ρόλο. Παράλληλα, όμως, προστίθεται η υπενθύμιση πως αφενός τα δύο κράτη έχουν την κύρια ευθύνη για την άμυνά τους αλλά και πως ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) -όπου η θέση της Άγκυρας διαθέτει ισχυρά ερείσματα- αποτελεί «το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας».[3]

Ενισχύεται η διαβούλευση σε πολιτικά και στρατιωτικά θέματα, τόσο διμερώς όσο και εντός του κοινοτικού πλαισίου (Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας), και συστήνεται η Διευθύνουσα Επιτροπή Υψηλού Επιπέδου ρόλος της οποίας θα είναι η εποπτεία της συνολικής πολιτικοστρατιωτικής συνεννόησης Αθηνών και Παρισίων.[4] Επιπροσθέτως, η καλλιέργεια συναντίληψης επεκτείνεται στο σύνολο των διεθνών θεμάτων (ενέργεια, καταπολέμηση τρομοκρατίας, θαλάσσια ασφάλεια, μετανάστευσης) σε περιοχές, όπως η Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Αφρική και Βαλκάνια.[5]
Η εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της συμφωνίας με πρόνοιες υπό την μορφή, μεταξύ άλλων, ανάπτυξης «κοινής στρατηγικής κουλτούρας και τη βελτίωση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεών τους», κοινής εκπαίδευσης και ασκήσεων, αμοιβαία στήριξη μέσω της συμμετοχής στο πλαίσιο πολυεθνικών αμυντικών δομών όπως η γαλλικής εμπνεύσεως Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επέμβασης, αλλά και συμμετοχής σε κοινή ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων όπως στις υπό γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις στην περιοχή του Σαχέλ.[6] Ο συντονισμός των παραπάνω διεξάγεται από τα διακλαδικά επιτελεία των δύο χωρών.[7] Εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι η Ελλάς δεν μετέχει έως τώρα στην Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επέμβασης. Στοιχείο ενδεικτικό ίσως της αντίληψης που έχουν οι συμμετέχουσες χώρες (11 κοινοτικών χωρών με την προσθήκη του ΗΒ και τη Νορβηγίας) για την πρόσληψη κινδύνων και τη συμβατότητα των Αθηνών με συγκεκριμένες αντιλήψεις και στάσεις χωρών της Βορειοδυτικής Ευρώπης.

Στα υπόλοιπα άρθρα της συμφωνίας, τονίζεται η σημασία της συνεργασίας «μεταξύ των αμυντικών τους βιομηχανιών και την ενίσχυση της τυποποίησης και διαλειτουργικότητας του αμυντικού τους εξοπλισμού» και αποτυπώνεται η βούληση, για να αναπτυχθεί «μία βιομηχανική εταιρική σχέση που θα συμπεριλαμβάνει ελληνικές και γαλλικές αμυντικές εταιρείες».[8] Μια επιτροπή εξοπλισμών υπό την προεδρία εκπροσώπων των Γενικών Διευθύνσεων Εξοπλισμών των δύο χωρών θα επιβλέπει την συνεργασία στον τομέα αυτόν. [9]
Τόσο η ελληνογαλλική συμφωνία, όσο και η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ενισχύουν τη διπλωματική θέση των Αθηνών. Η συμφωνία με το Παρίσι περιλαμβάνει και την ενίσχυση των αεροναυτικών δυνάμεων της χώρας εκπληρουμένων των επιχειρησιακών προϋποθέσεων τις οποίες έθεσε η στρατιωτική ηγεσία. Παράλληλα, όμως, από την στιγμή κατά την οποία η παρουσία στην Αν. Μεσόγειο αποτελεί συνειδητή πολιτική των Αθηνών και εφόσον το εν λόγω περιβάλλον επιβάλλει, μεταξύ άλλων, ναυτικές μονάδες κρούσης με αντιαεροπορικές δυνατότητες -όπερ σημαίνει επαρκής αριθμός κατευθυνόμενων βλημάτων μεγάλου βεληνεκούς πλαισιωμένων από αισθητήρες ικανότητας πολλαπλών ταυτόχρονων εμπλοκών αεροπορικών, αλλά και πυραυλικών (από στεριά) απειλών- εξαιτίας της μη συνεχούς παρουσίας της Πολεμικής Αεροπορίας, δυσεξήγητη παραμένει η επί μηνών ευνοϊκή στάση της κυβέρνησης υπέρ μιας λύσης φρεγατών «πολλαπλού ρόλου» (και όχι αυξημένων δυνατοτήτων αντιαεροπορικής άμυνας) αμερικανικής προέλευσης με παράλληλη σύνδεση την εύρεση επενδυτή για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά.
Το επιπλέον αυτό χρονικό διάστημα, επίσης, δεν απέδωσε (πέραν της πτώσης του κόστους αν και οι ακριβείς όροι αποπληρωμής μένει αν διευκρινισθούν( συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στο πρόγραμμα των φρεγατών, αν και κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται στην περίπτωση των κορβετών.
Η επιρροή που άσκησε, στην εξέλιξη της αγοράς των γαλλικών φρεγατών, η ακύρωση της συμφωνίας Γαλλίας-Αυστραλίας για την πώληση στη δεύτερη υποβρυχίων, δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί αν και φαίνεται να έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Η επιρροή που ασκούν τρίτοι παράγοντες στην επιλογή οπλικών συστημάτων της χώρας αποτελεί ένδειξη της διαχρονικής έλλειψης προσήλωσης της ελλαδικής ηγεσίας στην απόκτηση αυτοδύναμης ισχύος και στη λανθασμένη εκτίμηση του τουρκικού κινδύνου ως κινδύνου αποδιδόμενου σε εσωτερικά προβλήματα της γείτονος και, συνεπώς, εύκολα διαχειρίσιμου μέσω της ένταξης στην Ε.Ε., του παραμερισμού των στρατιωτικών ή της διμερούς οικονομικής συνεργασίας. Αν ο κίνδυνος λοιπόν λογίζεται ως τέτοιος, τότε δεν απαιτείται ένα άτεγκτο πλαίσιο που εμμονικά θα στοχεύει στην επιλογή/παραγωγή των αναγκαίων μέσων για την άμυνα της χώρας αποκλείοντας άσχετους τρίτους παράγοντες -όπως η ακύρωση της παραγγελίας της Αυστραλίας- από το να ασκούν επιρροή.
Να θυμίσουμε στους καλούς αναγνώστες πως ο προϋπολογισμός του υπουργείου Εθνική Άμυνας για το έτος 2020 είχε καθορισθεί σε μόλις 3.397.000.000 ευρώ προσαυξημένος μόλις κατά λιγότερο από 9 εκ. ευρώ με τον αντίστοιχο του έτους 2019 (3.388.600). Η μεγάλη δε πλειοψηφία του ελληνικού κοινοβουλίου (250 υπέρ, 39 όχι, 8 «παρών») τον είχε στηρίξει. Συνεπώς, το μεγαλύτερο τμήμα του ελλαδικού πολιτικού προσωπικού υιοθετούσε την οπτική πως δεν απαιτείτο κινητοποίηση έναντι της Άγκυρας και πως οι εν λόγω δαπάνες αρκούν. Αν πίστευαν κάτι διαφορετικό θα έθεταν και τις ανάλογες προτεραιότητες…
Τη δε περίοδο 2015-2020 το ύψος των εξοπλιστικών δαπανών κυμάνθηκε λίγο πάνω από 500 εκ. Ευρώ, ποσό ασήμαντο για τις ανάγκες της χώρας, ενώ ασυγχώρητη αμέλεια επέδειξε το σύνολο των κυβερνήσεων της περιόδου 2009-2019 που δεν απαίτησαν την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τις δουλείες των μνημονιακών δεσμεύσεων.

Αρχικά, η Αθήνα μέσα από τη διαδικασία επιλογής φρεγατών κοιτούσε σε αρκετά μέτωπα: απόκτηση 4 έως 6 νέων φρεγατών, παράλληλη αναβάθμιση των ΜΕΚΟ, ενδιάμεση λύση σε λογικό κόστος και, ταυτόχρονα, προοπτικές για τα ελληνικά ναυπηγεία (συνιστά λάθος η άμεση σύνδεση με το πρόγραμμα των φρεγατών, διότι ο χρόνος επιβάλλει τη γρηγορότερη δυνατή παράδοση των πλοίων-αρκεί σε αρχικό στάδιο η συμμετοχή σε μικρότερα προγράμματα). Η απουσία συνειδητής πολιτικής και μακροχρόνιας στρατηγικής απόκτησης αυτοδύναμης ισχύος, όπως προαναφέρθηκε, είχε ως αποτέλεσμα να μην υφίσταται μια συγκροτημένη προσέγγιση για το σύνολο αυτών των στοχεύσεων. Ακόμα και η τμηματική αγορά των γαλλικών αεροσκαφών Rafale αποτελεί μάρτυρα αυτής της διαπίστωσης.
Δεν υποτιμούμε τις προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας και των υπηρεσιακών παραγόντων των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης. Οφείλουμε να τους πιστώσουμε την ενίσχυση του οπλοστασίου της χώρας. Παραμένει, όμως, βέβαιο ότι ο πολιτικός κόσμος της χώρας δεν έχει συνειδητοποιήσει την έκταση των όσων πρέπει να γίνουν, ώστε να αντιμετωπισθεί μακροχρόνια η, υπαρξιακή για το ελλαδικό κράτος, τουρκική αναθεωρητική πολιτική. Δημογραφική ανάκαμψη, εγχώρια παραγωγική βάση, επιστροφή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από την αλλοδαπή, επαναθεμελίωση παιδείας, λειτουργική δημόσια διοίκηση, εγχώρια αμυντική βιομηχανία, μεταξύ άλλων. Όλα τα παραπάνω οφείλουν να γίνουν συνείδηση στην πολιτική ηγεσία της χώρας, ώστε αυτή να τα μεταδώσει στον κάθε Έλληνα και στην κάθε Ελληνίδα. Αυτοί που θα καταβάλλουν την ύστατη θυσία, αν και όταν χρειαστεί, οφείλουν να γνωρίζουν.
[1] Ένα εκ των συμβαλλομένων μερών μπορεί να καταγγείλει τη συμφωνία με προηγούμενη εξάμηνη ειδοποίηση καθιστάμενη ανενεργή «ένα χρόνο μετά τη λήψη της γραπτής ειδοποίησης από το άλλο Μέρος», ενώ η τροποποίηση είναι δυνατή μετά από κοινή συμφωνία (αρ. 31). Το πλήρες κείμενο της συμφωνίας εδώ, https://www.kathimerini.gr/politics/561516361/ayto-einai-to-keimeno-tis-ellinogallikis-amyntikis-symfonias/.
[2] Σχετικά εδώ, https://www.tanea.gr/2021/10/16/politics/gallia-ektos-ellinogallikis-symfonias-i-aoz-dieykrinizei-to-parisi/.
[3] Ibid., αρ. 3.
[4] Ibid. άρθρα 4 – 11.
[5] Ibid. άρθρα 12 – 15.
[6] Περιοχή στην αφρικανική ήπειρο η οποία εκτείνεται, νοτίως της ερήμου Σαχάρα, δυτικά από την ακτή του Ατλαντικού Ωκεανού στην Σενεγάλη έως την Ερυθρά Θάλασσα στην Ερυθραία.
[7] Τρίτο Μέρος, αρ. 15 – 23.
[8] Ibid. αρ. 24 – 25.
[9] Ibid. αρ. 26 – 27.