Η στροφή της Τουρκίας προς την εγχώρια βιομηχανία: η απεξάρτηση από τις ΗΠΑ και τη Δύση – A’ Μέρος
Του Δημήτρη Μανακανάτα
Στη φωτογραφία: Τα σημερινά επιτεύγματα της Τουρκίας, στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς και στοχευμένης πορείας 40 και πλέον ετών.
Είναι ευρέως αποδεκτή η άποψη ότι η βιομηχανία μιας χώρας αφενός την ετεροπροσδιορίζει ως προς τον χώρο τον οποίο βρίσκεται (για παράδειγμα, η πάλαι ποτέ ενιαία Γιουγκοσλαβία αποτελούσε τη βιομηχανική δύναμη των Βαλκανίων), και αφετέρου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην σχέση ισχύος ή μη που αναπτύσσει με τα γύρω κράτη. Ειδικά δε, όταν υπάρχει και αντιπαλότητα μεταξύ των γειτόνων, όπως στην προβληματική σχέση Ελλάδας-Τουρκίας, η βιομηχανία -και, κατ’ επέκταση, η βιομηχανία που αναπτύσσει και κατασκευάζει οπλικά συστήματα- αποτελεί βασικό παράγοντα στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών.
Οι βιομηχανίες των δύο χωρών θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον την ίδια δραστηριότητα. Διότι, εάν συμβαίνει το αντίθετο. τότε εκείνη, που θα διαθέτει εγχώριας κατασκευής και ανάπτυξης οπλικά συστήματα, θα έχει το πλεονέκτημα σε σχέση με το «αντίπαλον δέος» από τη στιγμή που, για να ισοσταθμίσει το πλεονέκτημα της πρώτης, θα πρέπει να δαπανήσει τεράστια ποσά σε αγορές οπλικών συστημάτων. Στην ελληνοτουρκική περίπτωση, σε ό,τι αφορά την εγχώρια βιομηχανία και μόνον, η πλάστιγγα έχει γείρει εδώ και αρκετά χρόνια υπέρ της Τουρκίας παρότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι βάσεις ανάπτυξης αμυντικής βιομηχανίας πολλές δεκαετίες πριν οι άτακτοι γείτονες μας, αποφασίσουν να επενδύσουν στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας τους.
Στο παρόν άρθρο, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε πώς η Τουρκία κατάφερε να αναπτύξει εγχώρια βιομηχανία με αξιώσεις και, σε μεγάλο βαθμό, να μπορεί να υποστηρίζει τα εγχώρια συστήματα -και όχι μόνο- που αξιοποιούν οι Ένοπλες Δυνάμεις της.

Η στροφή του 1979-1980
Η τουρκική στροφή προς την αύξηση του ποσοστού της συμμετοχής της εγχώριας βιομηχανίας στους εξοπλισμούς της χώρας ξεκίνησε πρακτικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μετά το τραυματικό για τις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΤΕΔ) εμπάργκο όπλων και ανταλλακτικών που επέβαλε το αμερικανικό Κογκρέσο, από το Φεβρουάριο του 1975 μέχρι και τον Οκτώβριο του 1978. Η απόφαση ήταν συνέπεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, και της χρήσης αμερικανικών όπλων κατά τη διάρκεια αυτής, καθώς και της μετέπειτα κατοχής του βορείου μέρους του νησιού. Μέχρι εκείνη την περίοδο, ο προϋπολογισμός των ΤΕΔ κάλυπτε κυρίως τα λειτουργικά έξοδα για τη διατήρηση του δεύτερου μεγαλύτερου στρατεύματος στο ΝΑΤΟ. Το μεγαλύτερο μέρος της ειδικής εκπαίδευσης των αξιωματικών και της προμήθειας στρατιωτικού υλικού καλυπτόταν από τις -τότε γενναιόδωρε-ς αμερικανικές πιστώσεις.

Για την τότε τουρκική στρατιωτική ηγεσία, το αμερικανικό εμπάργκο του 1975-1978 ήταν κάτι το απροσδόκητο και προκάλεσε ένα μεγάλο σοκ λόγω της απόλυτης σχεδόν εξάρτησης της χώρας από το στρατιωτικό υλικό των ΗΠΑ. Το σοκ αυτό απέδειξε την ανάγκη για την ίδρυση μίας εθνικής πολεμικής βιομηχανίας και μίας ολοκληρωμένης βιομηχανικής στρατηγικής που θα απέτρεπε την επανάληψη ανάλογων φαινομένων. Έτσι, μία απροσδόκητη κίνηση του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών, του βασικότερου μέχρι τότε συμμάχου της Τουρκίας, οδήγησε τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας στο σχεδιασμό και τη σταδιακή υλοποίηση ενός πραγματικά μεγαλόπνοου βιομηχανικού και εξοπλιστικού προγράμματος που είχε ως στόχο την, όσο δυνατό μεγαλύτερη, αυτονόμηση των δυνατοτήτων των ΤΕΔ. Παράλληλα, αξιοποιώντας και τις διεθνείς συγκυρίες, όπως την πτώση του Σάχη και τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, η Τουρκία κατάφερε να καταστεί ο περιφερειακός προμαχώνας της Δύσης στην περιοχή.
Η υλοποίηση του φιλόδοξου σχεδίου, που ξεκίνησε ουσιαστικά το 1979, περιλάμβανε την στρατιωτική ισχυροποίηση της χώρας και το βιομηχανικό εκσυγχρονισμό της σε βάθος χρόνου, με διαδοχικά προγράμματα εξοπλισμών και εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Η αρχική προβλεπόμενη δαπάνη το έτος 1979, για αυτό το σκοπό, ήταν 2.3 δις δολάρια, εκ των οποίων τα 600 εκατομμύρια αφορούσαν την απόκτηση νέου στρατιωτικού υλικού. Τελικά, δαπανήθηκαν κάτι λιγότερο από 2 δις δολάρια λόγω οικονομικών προβλημάτων, με τις αμυντικές δαπάνες να αντιπροσωπεύουν το 14,7% του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 1979. Η νέα αυτή δυναμική πορεία εξοπλισμών και ανάπτυξης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, υποστηρίχτηκε και από την αμερικανική κυβέρνηση. Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει εναντιωθεί στην απόφαση του Κογκρέσου το 1975 για το εμπάργκο. Έτσι λοιπόν η τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ, με πρόεδρο τον Τζίμι Κάρτερ, στήριξε την τουρκική προσπάθεια, υιοθετώντας το δόγμα Wohlstetter και την ίδρυση της ομάδας Turkey Watch Group στο Πεντάγωνο υπό την επίβλεψη του τότε υφυπουργού Άμυνας Richard Perle. Δισεκατομμύρια δολάρια, με τη μορφή βοήθειας και υλικού, διοχετεύθηκαν στην Τουρκία από τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, τρία αεροδρόμια και βάσεις με προαποθηκευμένο υλικό για τα αμερικανικά στρατεύματα δημιουργήθηκαν στην τουρκική επικράτεια, στηρίζοντας το ρόλο της χώρας ως του σημαντικότερου αναχώματος έναντι της κομμουνιστικής απειλής και λειτουργώντας ως βάση για την προστασία των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή. Η βιωσιμότητα και η δυναμική της νέας τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας στηριζόταν στα μεγαλεπήβολα και συνεχόμενα προγράμματα των ΤΕΔ, τη σχεδόν σταθερή χρηματοδότησή τους, και τις διεθνείς συνεργασίες των τουρκικών εταιρειών που αποκόμιζαν τεράστια εμπειρία από τις συμπαραγωγές των συστημάτων που αγόραζαν οι ΤΕΔ.

Συγκεκριμένα, η βάση της λειτουργίας της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, για τα επόμενα 15 χρόνια, στηρίχτηκε στα εξής:
- Στην ίδρυση του Υφυπουργείου Πολεμικής Βιομηχανίας το 1985.
- Στην παράλληλη ίδρυση, την ίδια περίοδο, του Ταμείου Υποστήριξης της Πολεμικής Βιομηχανίας με στόχο την αυτόνομη χρηματοδότηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων εκτός του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού.
- Την ενίσχυση των κρατικών πολεμικών βιομηχανιών.
- Την ίδρυση θυγατρικών εταιρειών στην Τουρκία μέσω κινήτρων που δόθηκαν σε ξένες εταιρείες, οι οποίες διεκδικούσαν τα τουρκικά εξοπλιστικά προγράμματα.
- Την προώθηση της Έρευνας και της Ανάπτυξης ακόμα και στα Πανεπιστήμια.
- Την υιοθέτηση σε όλα σχεδόν τα μεγάλα προγράμματα (αεροσκάφη, υποβρύχια, φρεγάτες, τεθωρακισμένα οχήματα κ.α.) της δυνατότητας συμπαραγωγής.
Η εμπλοκή στη Μέση Ανατολή και η κρίση με τις ΗΠΑ
Η μεταβολή όμως του γεωπολιτικού σκηνικού, μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, και η πλέον πιο ενεργός και πιο άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή (με τους δύο πολέμους κατά του Ιράκ το 1990-1991 και την κατοχή της χώρας μετά την εισβολή του 2003) άλλαξε τη βάση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων. Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος των ΗΠΑ στην περιοχή με τον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης μεταξύ των εθνοτήτων και των θρησκευτικών κοινοτήτων του Ιράκ, σε συνδυασμό με την de facto ύπαρξη ενός κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ (το οποίο μάλιστα τυγχάνει να απολαμβάνει την υποστήριξη και εγγύηση της αμερικανικής πολιτικής), οδήγησε τελικά τις δύο χώρες σε τροχιά αντιπαλότητας και αντικρουόμενων συμφερόντων. Η Τουρκία, για περισσότερο από δύο δεκαετίες, βιώνει το δικό της πόλεμο χαμηλής έντασης-αντάρτικο από τις δυνάμεις των Κούρδων αυτονομιστών στις νοτιοανατολικές της κουρδικές επαρχίες.
Οι μαχητές του PKK, της αυτονομιστικής οργάνωσης που μάχεται το τουρκικό κράτος από το 1984, έβρισκαν τότε στα απρόσιτα βουνά του Ιρακινού Κουρδιστάν άσυλο και βάσεις για την οργάνωση των επιχειρήσεων τους μέσα στην Τουρκία. Η ύπαρξη του αυτόνομου κουρδικού κρατικού μορφώματος στο Βόρειο Ιράκ εξοργίζει την τουρκική ηγεσία αφού δεν μπορεί να εκτελέσει με την ίδια ευκολία τις επιχειρήσεις Hot Pursuit όπως διεξήγαγε στη δεκαετία του 1980 κατόπιν συμφωνίας που υπήρχε με το καθεστώς Saddam Hussein. Οι δε γνωστές φιλοδοξίες της Τουρκίας να ελέγξει -αν όχι να διαλύσει- την ύπαρξη του αυτόνομου κουρδικού κράτους μέσω της τουρκμανικής μειονότητας στο Κιρκούκ και οι φυλετικοί δεσμοί των Κούρδων του Ιράκ με του Κούρδους της Τουρκίας, εμποδίζουν οποιαδήποτε διάθεση των Ιρακινών Κουρδικών αρχών να συνεργαστούν με την Άγκυρα Τούρκους για την επίλυση του ζητήματος. Υπενθυμίζεται, ότι συνορεύει στα ανατολικά με το Ιράν, στα βόρεια με την Τουρκία, στα δυτικά με τη Συρία και στα νότια με το υπόλοιπο Ιράκ. «Πρωτεύουσά» του είναι η πόλη του Ερμπίλ, γνωστή στην κουρδική γλώσσα με την ονομασία Hewlêr ενώ οι δύο επίσημες γλώσσες είναι τα κουρδικά και τα αραβικά. Η αυτονομία του Ιρακινού Κουρδιστάν αναγνωρίζεται από το Ιράκ (και από τα Ηνωμένα Έθνη) βάσει του ιρακινού Συντάγματος.


Επιπρόσθετα, η προσέγγιση της Τουρκίας με το Ιράν και τη Συρία (που έχουν, επίσης, συμπαγείς κουρδικούς πληθυσμούς στην ίδια γεωγραφική περιοχή και, επομένως, κοινό συμφέρον για την κατάπνιξη οποιασδήποτε κουρδικής εξέγερσης), σε συνδυασμό με την τουρκική επιδίωξη για προσοδοφόρα ενεργειακή συνεργασία με το Ιράν και τη Ρωσία, αποτέλεσαν το κόκκινο πανί για την αμερικανική πολιτική.
Οι ΗΠΑ, όσον αφορά το Ιράν, επιθυμούν την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική αποδυνάμωση του θεοκρατικού ιρανικού καθεστώτος. Αν όχι την αντικατάστασή του με ένα άλλο, πιο φιλικό προς τα αμερικανικά συμφέροντα. Οι λόγοι είναι γνωστοί. Πρώτα από όλα, η διαχρονική αντιπαλότητα των δύο χωρών λόγω της παλαιότερης αμερικανικής εμπλοκής στα εσωτερικά της χώρας για δεκαετίες, ο θεοκρατικός χαρακτήρας και ο αναθεωρητισμός του ιρανικού καθεστώτος για την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μέσης Ανατολής, η απειλή κατά της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ και -τελευταία- η ανάμειξη του Ιράν στο ιρακινό χάος και οι προσπάθειές του για μία ελεγχόμενη και διατηρούμενη αντιπαλότητα μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας. Η αμερικανική πολιτική στο Ιράκ προωθεί ακριβώς το αντίθετο: δηλαδή, τη συνύπαρξη, με ή χωρίς ισχυρούς δεσμούς, των δύο κυρίαρχων θρησκευτικών κοινοτήτων και, φυσικά, τη σταθεροποίηση και την ειρήνευση της χώρας. Στο πλαίσιο της αμερικανικής πολιτικής εντάσσεται και η υποστήριξη του κουρδικού κρατικού μορφώματος στο Βόρειο Ιράκ, αξιοποιώντας τους κουρδικούς πληθυσμούς της περιοχής που είναι και οι μόνοι που διάκεινται φιλικά.
Παράλληλα, η ύπαρξη σημαντικού αριθμού Κούρδων στο Ιράν αποτελεί ένα ακόμα μοχλό πίεσης για συμμόρφωση του ιρανικού καθεστώτος. Από την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε διεθνής οικονομική συνεργασία, που θα έδινε διέξοδο στο ιρανικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο προς τις διεθνείς αγορές, αποτελεί πρόκληση για την αμερικανική πολιτική και ανατροπή των σχεδίων για τη σταθεροποίηση του Ιράκ μέσω της οικονομικής αποδυνάμωσης του ιρανικού καθεστώτος. Όπως γίνεται κατανοητό, η αμερικανική πολιτική προωθεί στη Μέση Ανατολή όλα αυτά που απεύχεται η τουρκική ηγεσία. Και εδώ έρχεται και το ρήγμα στη στρατηγική συνεργασία των δύο πλευρών που γίνεται πια μία, κατ’ ανάγκη, συνεργασία με αντικρουόμενα συμφέροντα, φέρνοντας, γι’ άλλη μια φορά, στη μνήμη των Τούρκων στρατιωτικών το ατυχές εμπάργκο του 1975-1978. Αυτή τη φορά, με την πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο πίεσης όχι από το Κογκρέσο, αλλά από την εκάστοτε αμερικανική Κυβέρνηση. Ανάλογη πολιτική έχει υιοθετηθεί και για τον ενεργειακό περιορισμό των τεραστίων δυνατοτήτων της Ρωσίας της οποίας η ενεργειακή εξάπλωση και ισχυροποίηση στην ευρωπαϊκή αγορά απειλεί ανοιχτά πλέον τον πολιτικό έλεγχο των ΗΠΑ επί της Ευρώπης καθώς και άμεσες αμερικανικές ενεργειακές επενδύσεις στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, το αποκορύφωμα των αρνητικών για την Τουρκία εξελίξεων είναι η απαξιωτική συμπεριφορά αρκετών μελών κρατών της Ε.Ε. σχετικά με την ένταξη της χώρας ως πλήρους μέλους λόγω της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασής της. Η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ελίτ, που για πολλές δεκαετίες είχε συνηθίσει να αποτελεί το «καλό παιδί» της Δύσης στην περιοχή, προσπαθεί να ελιχθεί ανάμεσα στην στρατιωτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και, γενικότερα, από τη Δύση. Με το δεδομένο άλλωστε των δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει λάβει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για τη σωτηρία της οικονομίας της χώρας μετά την καταστροφική οικονομική κρίση του 2001 και τα αντικρουόμενα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στο Ιράκ. Επιπρόσθετα, η πολιτικο-στρατιωτική ελίτ της χώρας δεν μπορεί να υποχωρήσει στις πιέσεις της Ε.Ε. για περισσότερη Δημοκρατία, ισότητα και σεβασμό των μειονοτήτων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τον άμεσο περιορισμό του Στρατού στους στρατώνες του, γιατί πολύ απλά το κρατικό οικοδόμημα της χώρας χτίστηκε πάνω και γύρω από το Στρατό την ύπαρξη και τη λειτουργία του Στρατού. Διαχρονικά, οι ΤΕΔ αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο οικονομικό μέγεθος με σοβαρότατη οικονομική και επιχειρηματική παρουσία που ζει από την διαιώνιση του ρόλου του μέσα στην τουρκική κοινωνία, που είναι η προάσπιση της ακεραιότητας και της ασφάλειας της χώρας.
Η σειρά αρνήσεων για τη μεταφορά τεχνολογίας και την πώληση οπλικών συστημάτων από αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες, λόγω της πολιτικής της χώρας για τα δικαιώματα των πολιτών της και των μειονοτήτων της, καθώς και η κατάρριψη των φιλόδοξων προσδοκιών της τουρκικής ηγεσίας ότι οι εγχώριες βιομηχανίες θα μπορούσαν μέσω των συμπαραγωγών να αποκομίσουν σημαντική τεχνογνωσία και δυνατότητα αυτόνομης δραστηριοποίησης, οδήγησαν την τουρκική ηγεσία σε ριζική μεταστροφή της μέχρι τότε πολιτικής. Αρκετές φορές, η Τουρκία βρέθηκε αντιμέτωπη με την άρνηση ευρωπαϊκών χωρών αλλά και των ΗΠΑ να τους χορηγήσουν στρατιωτικό υλικό ή τεχνολογία είτε λόγω του κουρδικού ζητήματος, είτε λόγω της ανησυχίας των κυβερνήσεων και των εταιρειών ότι η Τουρκία θα αυξήσει την αυτονομία της έναντι των προμηθευτών της και των συμμάχων της. Το τελευταίο πράγμα, που θα ήθελε μια δυτική εταιρεία να δει, θα ήταν η παραγωγή συστημάτων υψηλής τεχνολογίας από μία χώρα με χαμηλό αναπτυξιακό και κατασκευαστικό κόστος. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ δεν θα ήθελαν να έχουν μία μεγάλη χώρα σαν την Τουρκία με μία αυτόνομη και ανεξέλεγκτη πολιτική που θα στηριζόταν στην αυτοπεποίθηση που θα της έδινε η τεχνολογική αυτονομία των οπλικών συστημάτων που χρησιμοποιεί.

Επιπρόσθετα, οι Τούρκοι είδαν το μόνο, μέχρι τότε, πιστό του σύμμαχο στην περιοχή, το Ισραήλ, να ενισχύει ανεπίσημα στρατιωτικά (στρατιωτική εκπαίδευση και οργάνωση) το νέο κουρδικό κρατικό μόρφωμα στο Β. Ιράκ. Σύμφωνα με τους τότε ισραηλινούς σχεδιασμούς, το κράτος αυτό θα μπορούσε να μετατραπεί σε μία προωθημένη βάση παρακολούθησης του Ιράν και των μελλοντικών Σουνιτικών και Σιϊτικών κρατιδίων ενός Ομόσπονδου Ιράκ. Επίσης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μία βάση εξόρμησης για επιχειρήσεις υπονόμευσης μέσα στο Ιράν και έγκαιρης προειδοποίησης μίας πιθανής ιρανικής πυραυλικής επίθεσης του Ιράν κατά του Ισραήλ. Ίσως γι’ αυτούς τους λόγους να παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα και νευρικότητα από τους Τούρκους για το υπό εκκόλαψη κουρδικό κράτος στο Βόρειο Ιράκ. Δεδομένου ότι ισραηλινές εκτιμήσεις θεωρούν ότι υπάρχει κίνδυνος το Ιράν να εξαπολύσει τους βαλλιστικούς του πυραύλους εξοπλισμένους με πυρηνικές ή χημικές κεφαλές κατά του Ισραήλ. Το γεγονός ότι η Τουρκία ήταν η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ, το 1949, και η στενή στρατιωτική και πολιτική συνεργασία των δύο χωρών, για πάνω από πέντε δεκαετίας (με την περίφημη μυστική στρατιωτική συμφωνία στο αεροδρόμιο της Άγκυρας το 1958) έκανε την Άγκυρα να νιώθει απομονωμένη.

Η στροφή της τουρκικής πολιτικής στους εξοπλισμούς
Μπροστά στην προαναφερθείσα μεταβολή της γεωπολιτικής και πολιτικής κατάστασης από τους μέχρι τότε φίλους και συμμάχους της, η τουρκική ηγεσία αρχικά αντέδρασε με μία πιο έντονη διεκδίκηση των οφελών που θα έπρεπε να απολαμβάνει η πολεμική βιομηχανία της χώρας, αξιοποιώντας ως δέλεαρ το τεράστιο μέγεθος των παραγγελιών της. Ακολούθησαν διατυπώσεις απειλών και δυσαρέσκειας έναντι των μέχρι τότε παραδοσιακών προμηθευτών, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ως σημαντική ημερομηνία, αναφορικά με την διεκδικητική τουρκική πολιτική για περισσότερα τεχνολογικά οφέλη για την πολεμική βιομηχανία της χώρας, αλλά και της δυσαρέσκειας για την αντιμετώπιση που έχει η Άγκυρα από τις δυτικές χώρες, θα πρέπει να χαρακτηριστεί η 28η Σεπτεμβρίου 2004. Ο -τότε νεοδιορισθείς- επικεφαλής του υφυπουργείου Πολεμικής Βιομηχανίας (SSM), Μουράντ Μπαγιάρ, κατά τη διάρκεια τουρκο-αμερικανικού συμποσίου που πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα, στην ομιλία του έθεσε σαφώς ζήτημα. Στη συνέχεια, μια πιο ξεκάθαρη εκδήλωση τουρκικής δυσαρέσκειας έναντι των Αμερικανικών διαδικασιών και των περιορισμών εξαγωγής τεχνολογίας και οπλικών συστημάτων εκφράστηκε από τον ίδιο τον τότε Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, Γιασάρ Μπουγιούκανιτ. Για την τουρκική ηγεσία, είναι αδιανόητο για μία χώρα που τότε δαπανούσε -σταθερά και ήδη για πάνω από μια δεκαετία- 3 δις δολάρια κάθε χρόνο για αγορά όπλων να μην μπορεί να αποκομίσει τα τεχνολογικά και πολιτικά οφέλη που της αναλογούσαν και να τίθενται θέματα, όπως η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων πάνω από τα οικονομικά συμφέροντα. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Γαλλίας, η οποία, όταν αναγνώρισε τη γενοκτονία, αποκλείστηκε από νέα συμβόλαια με αποτέλεσμα να κλείσει το Γραφείο Συνδέσμου Εξοπλισμών που διατηρούσε στην Άγκυρα, όπως και της Ελβετίας για τον ίδιο λόγο. Τότε υπήρξαν και τριγμοί με τις ΗΠΑ λόγω του ανάλογου ψηφίσματος του Κογκρέσου.


Οι αρχές της νέας πολιτικής
Λαμβάνοντας τα μηνύματα εκείνης της εποχής, η τουρκική στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε, στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, τη ριζική μεταβολή της πολιτικής εξοπλισμών και της ανάπτυξης της πολεμικής της βιομηχανίας.
Οι βασικές γραμμές της τότε πολιτικής, που επισήμως ανακοινώθηκε τον Μάιο του 2004, ήταν οι εξής:
- Ο αποκλεισμός των συμφωνιών για συμπαραγωγή όπλων. Είτε η Τουρκία θα αναπτύξει μόνη της τα συστήματα που χρειάζονται οι ΤΕΔ, είτε αυτά θα τα αγοραστούν απευθείας από ξένες εταιρείες. Παράλληλα θα δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη και εξέλιξη εγχωρίως σχεδιασμένων συστημάτων παρά στη μεταφορά τεχνολογίας από το εξωτερικό
- Προώθηση μιας γενικής αναδιοργάνωσης της εγχώριας βιομηχανίας με τη συνένωση των κρατικών πολεμικών βιομηχανιών και την παρότρυνση των ιδιωτικών εταιρειών να ακολουθήσουν το ίδιο παράδειγμα ή να εξειδικευτούν, ακόμα περισσότερο, σε συγκεκριμένους τομείς και προϊόντα.
- Επίσης, χωρίς πουθενά να αναφέρεται επίσημα (αλλά όπως αποδείχτηκε αργότερα στην πράξη), η εγχώρια ανάπτυξη των συστημάτων θα γινόταν σε συνδυασμό με κάποιας μορφής συνεργασίας με χώρες που δεν ανήκουν στη λέσχη των ανεπτυγμένων τεχνολογικά δυτικών χωρών. Προκρίθηκαν οι χώρες που δεν θα είχαν αντίρρηση να παραβλέψουν τα ιδιαίτερα προβλήματα της Τουρκίας και να της παράσχουν την απαραίτητη τεχνογνωσία -ακόμα και ολόκληρα απάρτια οπλικών συστημάτων- τα οποία οι Τούρκοι τα ολοκλήρωναν σε αυτό που ονόμαζαν δικό τους προϊόν.

Στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής, οι κρατικές εταιρείες Havelsan (στρατιωτικού λογισμικού), Aselsan (ηλεκτροπτικά συστήματα) και Roketsan (ρουκέτες-πύραυλοι) επρόκειτο να ενοποιηθούν και να δημιουργήσουν μία εταιρεία Holding με στόχο να έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών 1 δις δολάρια. Επιπρόσθετα, η κρατική αεροδιαστημική ΤΑΙ και η επίσης κρατική εταιρεία κατασκευής κινητήρων ΤΕΙ θα ενοποιούνταν σε μία εταιρεία δημιουργώντας ένα ενιαίο πόλο εθνικής αεροδιαστημικής βιομηχανίας με δυνατότητες κατασκευής της ατράκτου αεροσκαφών και ελικοπτέρων και σημαντικών απαρτιών των κινητήρων. Στόχος ήταν η ΤΑΙ, μέσα από μια μακροχρόνια περίοδο σημαντικού κατασκευαστικού έργου και συμπαραγωγών, να μπορούσε να κατασκευάσει εξ’ ολοκλήρου την άτρακτο των F-16 και των Super Puma-Cougar, ενώ η ΤΕΙ ήδη κατασκεύαζε από τότε 440 απάρτια από 23 τύπους κινητήρων και συμμετείχε τότε στο σχεδιασμό των κινητήρων του JSF και του μεταγωγικού A400M.
