Του Δημήτρη Μανακανάτα

Στη φωτογραφία: Ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν μπροστά από πρόπλασμα του, εγχώριας ανάπτυξης, άρματος μάχης Altay σε διεθνή αμυντική έκθεση.

Η στροφή της Τουρκίας προς την εγχώρια βιομηχανία: η απεξάρτηση από τις ΗΠΑ και τη Δύση – A’ Μέρος

Το προηγούμενο έτος αποτέλεσε ορόσημο για το πολιτικό μέλλον του Τούρκου Προέδρου. Ο Ταγίπ Ερντογάν «επένδυε» εδώ και πολλά χρόνια στο 2023, το έτος που συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, θέτοντας μεγαλεπήβολους στόχους. Φυσικά, όλα ήταν συνδεδεμένα με την προσδοκία για επανεκλογή του στην Προεδρία, την οποία και επέτυχε. Μέρος των μεγαλεπήβολων στόχων ήταν και η αμυντική αυτάρκεια της Τουρκίας με την παράλληλη μετουσίωση της χώρας σε μεγάλο εξαγωγέα αμυντικών συστημάτων. Ωστόσο, οι στόχοι για το 2023 είχαν τεθεί στις αρχές, της προηγούμενης δεκαετίας και οι βάσεις ακόμη πιο πίσω, στην δεκαετία του ’80 όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος του αφιερώματος, όπου αναλύσαμε τη σταδιακή άνοδο έως το 2004, όταν  χαράχθηκε η νέα στρατηγική για την Τουρκική Αμυντική Βιομηχανία.

Η Τουρκία επένδυσε, για τρεις και πλέον δεκαετίες, στην ανάπτυξη βιομηχανικών γραμμών παραγωγής.

Το 2005, ένα χρόνο μετά την αναγγελία των αλλαγών αυτών στην τουρκική πολεμική βιομηχανία, ξεκίνησαν και τα πρώτα προγράμματα με βάση τη νέα στρατηγική. Τα προγράμματα αυτά ήταν τα εξής:

  • Η κατασκευή 250 αρμάτων μάχης, αξίας 2,5 δις δολαρίων, από την ιδιωτική OTOKAR.
  • Ο σχεδιασμός, από την ΤΑΙ, του νέου αεροσκάφους αρχικής και βασικής εκπαίδευσης για την τουρκική Πολεμική Αεροπορία (τελικά μόνο το αεροσκάφος βασικής εκπαίδευσης σχεδιάστηκε στην Τουρκία).
  • Σχεδιασμός, από την ΤΑΙ, σκαφών UAV με στόχο την ολοκλήρωσή τους το 2008.
  • Το πρόγραμμα ηλεκτρονικού πολέμου για το σύνολο των ελικοπτέρων του Τουρκικού Στρατού στην εταιρεία Aselsan
  • Το σύστημα C2 για το δίκτυο έγκαιρης προειδοποίησης αεράμυνας.

Τότε καταρτίσθηκε και το σχέδιο Vision 2023: Strategies of Science and Technology, που αφορούσε τις εταιρείες που εμπλεκόταν στον χώρο της Άμυνας και της Αεροδιαστημικής στο πλαίσιο ενός ευρύτερου εθνικού προγραμματισμού για το μέλλον. Τα -τότε- νέα αναπτυξιακά αμυντικά προγράμματα θα έπρεπε να στηριχτούν σε τρεις κύριες κατευθύνσεις: διαστημικά σκάφη χαμηλής τροχιάς, τηλεκατευθυνόμενα οχήματα για την Ξηρά (ULV), τη Θάλασσα (USV) και τον Αέρα (UAV) και τεχνολογίες και απάρτια που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε πολλαπλούς τομείς και διαφορετικά συστήματα.

Σύμφωνα πάντα με την Άγκυρα, οι αμυντικές δαπάνες, από 9 δις δολάρια το 2002, θα έπρεπε να φτάσουν τα 48 δις δολάρια το 2023 και η χρηματοδότηση για Εξοπλισμό και Έρευνα και Ανάπτυξη για αμυντικά και αεροδιαστημικά προϊόντα να αυξηθεί, από τα 900 εκατ. δολάρια το 2002, στα 11,5 δις δολάρια το 2023. Σύμφωνα με στοιχεία που είχαν δημοσιευτεί από το Σύνδεσμο Πολεμικών Βιομηχανιών Τουρκίας, τα κονδύλια που δαπανήθηκαν για Έρευνα και Ανάπτυξη το έτος 2004 ήταν 63,8 εκ. δολάρια, το 2005 78,5 εκ. δολάρια και το 2006 80 εκ. δολάρια.

Μέχρι το 2004 και σύμφωνα με πληροφορίες της SSM, η εγχώρια πολεμική βιομηχανία, η οποία αποτελείτο από 70 εταιρείες (εκ των οποίων οι 15 ήταν κρατικές), κάλυπτε το 20-21% των αναγκών των ΤΕΔ, ενώ με βάση ανάλογα ποσά, που είχαν επενδυθεί από χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Ισπανία, η κάλυψη έφτανε μέχρι και το 40% των αναγκών τους. Με την εφαρμογή της νέας πολιτικής του 2004, τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν και το ποσοστό της εξοπλιστικής αυτάρκειας ανέβηκε στο 25% το 2005, ενώ το 2007 έφτασε το 37% με στόχο το 50%, πριν από το τέλος του 2010. Παράλληλα, με την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, η τουρκική ηγεσία προωθούσε και τα εγχωρίως ανεπτυγμένα και κατασκευασμένα οπλικά συστήματα ως ένα ακόμα εξαγωγικό προϊόν υψηλής τεχνολογίας που θα προσέφερε στη χώρα κύρος, έσοδα και απασχόληση του εργατικού της δυναμικού σε τεχνολογίες αιχμής. Στόχος του SSM ήταν η αύξηση των εξαγωγών τουρκικών οπλικών συστημάτων από το επίπεδο των 300 εκ. δολαρίων το χρόνο στα 1 δις δολάρια το χρόνο το 2011 και στα 1,8 δις. δολάρια το 2016, με τα πρώτα ενθαρρυντικά δείγματα να κάνουν ήδη την εμφάνιση τους το 2005, όταν οι εξαγωγές έφτασαν τα 500 εκ. δολάρια και το 2006 τα 454 εκ. δολάρια. Κατά το Σύνδεσμο Πολεμικών Βιομηχανιών Τουρκίας, οι εξαγωγές το 2005 ήταν 337,5 εκ. δολάρια και το 2006 ήταν 352 εκ. δολάρια.

Ο ρόλος των ΑΩ

Στην αύξηση των εξαγωγών και της τεχνολογικής επάρκειας της χώρας στόχευε και η πολιτική για τις Αντισταθμιστικές Ωφέλειες (ΑΩ) που ανακοινώθηκε, επίσημα, το Μάιο του 2007 από τον Γραμματέα του SSM, Murat Bayar. Σύμφωνα με το SSM, η μέχρι τότε αναπτυξιακή πολιτική δεν είχε φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, διότι σε πολλές περιπτώσεις υπήρχε άμεση ανάμειξη των ΤΕΔ στις αγορές όπλων που δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στο έργο του υπουργείου. Σε δύο περιπτώσεις, οι Στρατηγοί πίεσαν για την επιλογή διαφορετικών συστημάτων από αυτά που είχε επιλέξει το SSM. Την πρώτη φορά, αφορούσε την επιλογή του νέου μαχητικού αξίας 10 δις δολαρίων, καθώς οι ΤΕΔ προέκριναν την αγορά 100 αεροσκαφών JSF, επειδή ο υπάρχων αεροπορικός στόλος της Τουρκίας είναι καθ’ ολοκληρία αμερικανικής προέλευσης και η πολυτυπία θα δημιουργούσε προβλήματα, ενώ το SSM πρόκρινε το συνδυασμό 80 JSF και 20 Eurofighter για πολιτικούς κυρίως λόγους, εξαιτίας της ενταξιακής πορείας της χώρας στην Ε.Ε και τα προβλήματα με την -ήδη ενταχθείσα στην Ε.Ε.- Κύπρο. Η δεύτερη διαφωνία αφορούσε την επιλογή του επιθετικού ελικοπτέρου: το SSM πρότεινε την παραγωγή ενός από τα A-129 Mangusta ή CSH-2 Rooivalk, ενώ ο Στρατός προέκρινε την απευθείας αγορά των AH-64 Longbow Apache μέσω πιστώσεων FMS. Σε γενικές γραμμές, οι ΤΕΔ δεν ήταν και τόσο ευχαριστημένες με την ισχύουσα πολιτική του SSM το οποίο προωθούσε την, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερη παραγωγή και μεταφορά τεχνολογίας των συστημάτων που επιλέγονται στην Τουρκία. Οι ΤΕΔ διαμαρτύρονταν για το υπερβολικό κόστος εξέλιξης και παραγωγής των νέων συστημάτων, τα μεγάλα και πολλές φορές ευμετάβλητα χρονοδιαγράμματα και το τεχνολογικό ρίσκο που οι προσπάθειες αυτές εμπεριέχουν. Ωστόσο οι επικριτές της πολιτικής των ΤΕΔ δήλωναν ότι η Τουρκία, εκτός από την αντιμετώπιση του Κουρδικού αντάρτικου, δεν έχει κάποια άμεση στρατιωτική απειλή, οπότε μπορούσε να δαπανήσει λίγο παραπάνω χρόνο και προσπάθεια για την ανάπτυξη σειράς συστημάτων που θα είναι σχεδιασμένα για τις ανάγκες των ΤΕΔ και θα μπορεί στο μέλλον να διεκδικήσει ένα σεβαστό μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς οπλικών συστημάτων.

Ο τομέας των Μη Επανδρωμένων Αεροχημάτων (ΜΕΑ), σε πληθώρα μεγεθών και διαμορφώσεων, αποτέλεσε σημαντικό τομέα της ανάπτυξης της αμυντικής βιομηχανίας.

Εκτός από την προαναφερθείσα αντιπαλότητα του υπουργείου με τους στρατιωτικούς και την προσπάθεια ενδυνάμωσης του ρόλου του σε σχέση με τους τελευταίους, το SSM, μετά από αναλυτική έρευνα, διαπίστωσε και ένα ακόμα πρόβλημα που εμπόδιζε την καλύτερη αξιοποίηση των μεγαλεπήβολων εξοπλιστικών προγραμμάτων των ΤΕΔ προς όφελος της βιομηχανίας και της οικονομίας. Αυτό ήταν η αδυναμία απορρόφησης -από το SSM- της συσσωρευμένης εμπειρίας των Πανεπιστημιακών Ερευνητικών Ιδρυμάτων, και των Πολεμικών Βιομηχανιών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του ακριβούς προσδιορισμού των απαιτήσεων των ΤΕΔ. Επιπρόσθετα, υπήρχε πρόβλημα στην εκτέλεση των διαδικασιών αγοράς των συστημάτων λόγω έλλειψης ενός Κεντρικού Μηχανισμού Διεκπεραίωσης των προγραμμάτων, με αποτέλεσμα την κατάτμηση των προγραμμάτων και την απώλεια χρημάτων και χρόνου. Τέλος, αποδείχτηκε ότι γινόταν περιορισμένη χρήση των δυνατοτήτων της εγχώριας βιομηχανίας για την κάλυψη των εξοπλιστικών αναγκών

Οχήματα περιπολίας BMC Kirpi 4×4 έχουν πωληθεί στην Τυνησία, το Τουρκμενιστάν, τη Σομαλία, την Ουκρανία, τα ΗΑΕ και άλλες χώρες

Έτσι, παρά τα ενθαρρυντικά δείγματα της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας (με τον κύκλο εργασιών για το 2006 να φτάνει τα 1,7 δις δολάρια, οι εξαγωγές τα 454 εκ. δολάρια και η κάλυψη των εγχωρίων αναγκών το 37%), το SSM δεν εφησυχάζει και προωθεί το νέο σχεδιασμό με λύσεις και στόχους για την περίοδο 2007-2011. Σύμφωνα με το σχεδιασμό, στο τέλος αυτής της περιόδου, οι τουρκικές πολεμικές βιομηχανίες θα έπρεπε να έχουν κύκλο εργασιών αξίας 2,5 δις δολαρίων, να επιτυγχάνουν εξαγωγές αξίας 900 εκ. ως 1 δις δολαρίων και να καλύπτουν το 50% των αναγκών των ΤΕΔ.

Οι προτεινόμενες, από το SSM, λύσεις περιλάμβαναν την υιοθέτηση του Συστήματος Σχεδιασμού Προγραμματισμού και Κατάρτισης Προϋπολογισμού (Planning, Programming, and Budgetary System), καθώς και της Μελέτης του Συστήματος Προμηθειών (Procurement System Study) τα οποία σχεδιάστηκαν από κοινού με το Τουρκικό ΓΕΕΘΑ. Σύμφωνα με το SSM, η Τουρκία συνεχίζει να προωθεί την ανάπτυξη εγχωρίων συστημάτων και την συνεργασία με ξένες εταιρείας μόνο αν αυτό κρίνεται αναγκαίο. Οι τουρκικές βιομηχανίες δεν θα κατασκεύαζαν υποβρύχια, μαχητικά αεροσκάφη ή ελικόπτερα ξεκινώντας από το μηδέν, αλλά αντίθετα θα ανέπτυσσαν και εξέλισσαν ηλεκτροπτικά υποσυστήματα, λογισμικό υπολογιστές και οπλικά συστήματα που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν και να ολοκληρωθούν σε αυτά τα μέσα. Στόχος που, σε μεγάλο βαθμό, σήμερα έχει επιτευχθεί.

Το τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού Cobra 4×4, στις δύο εκδόσεις του, αξιοποιείται επιχειρησιακά σε περισσότερες από 20 χώρες.

Επιπρόσθετα, το υπουργείο προωθούσε -από τότε- τη συμμετοχή των βιομηχανιών σε προγράμματα διεθνών συνεργασιών στους τομείς Άμυνας και Ασφάλειας, όπως το ευρωπαϊκό κονσόρτσιουμ για το μεταγωγικό αεροσκάφος Α400, το μαχητικό JSF, κλπ., προτρέποντας τις εταιρείες να συμμετέχουν και να αξιοποιούν ακόμα και ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα. Στόχος ήταν η συμμετοχή των τουρκικών εταιρειών σε τέσσερα πολυεθνικά αμυντικά προγράμματα μέχρι το 2011, σε ένα εκ των οποίων η Τουρκία φιλοδοξούσε να έχει τον ηγετικό ρόλο. Συγκεκριμένα, πέρα από τις διεθνείς αμυντικές συνεργασίες, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, το SSM ευελπιστούσε στην αύξηση της συμμετοχής των τουρκικών βιομηχανιών στα αμυντικά προγράμματα του ΝΑΤΟ κατά 16% μέχρι το 2011, φτάνοντας το εκπληκτικό ποσοστό των 20% από το 4% που ήταν το 2007. Οι φιλοδοξίες και η αυτοπεποίθηση του υπουργείου γίνονται πιο εμφανείς, αν λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι η τότε συμμετοχή των ΗΠΑ στα προγράμματα αυτά ήταν 15%, της Γερμανίας 25%, της Ιταλίας 11%, της Γαλλίας 9% και της Βρετανίας 8%.

Μία ακόμα παράμετρος, που συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, ήταν αυτή των ΑΩ. Σύμφωνα με τη μελέτη του SSM ,η προσφορά των ΑΩ των ξένων εταιρειών, που διεκδικούσαν αμυντικά συμβόλαια στην Τουρκία, θα έπρεπε να καλύπτουν τουλάχιστον το 50% της συνολικής αξίας του συμβολαίου. Επιπρόσθετα, οι ξένες εταιρείες δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν ΑΩ σε μη στρατιωτικά προϊόντα και χρήσεις. Αντιθέτως, παροτρύνονταν οι τουρκικές πολεμικές βιομηχανίες να προωθούν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό μέσω των ΑΩ. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται η περίπτωση της εταιρείας Fokker που ίδρυσε ένα εργοστάσιο αεροπορικών και στρατιωτικών εφαρμογών στη Σμύρνη αξίας 12 εκ. δολαρίων, του οποίου όλα σχεδόν τα προϊόντα εξαγόταν αυξάνοντας έτσι τις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού της χώρας. Όμοια, η LM έχει αναθέσει στην Kalekalip την κατασκευή απαρτιών του βλήματος επιφανείας-επιφανείας ATACMS τα οποία εξάγονταν μαζί με το ολοκληρωμένο προϊόν.

Oι βαλλιστικοί πύραυλοι ΒΟRA αναπτύχθηκαν, από τη Roketsan, το 2009 και είναι προϊόν πολύχρονης συνεργασίας με την Κίνα. Οι αρχικές παραδόσεις στον Τουρκικό Στρατό έγιναν το 2016 και ολοκληρώθηκαν το 2021.

Πολυεπίπεδη συνεργασία 

Σύμφωνα με κυβερνητική απόφαση, οι ξένες εταιρείες που επιθυμούν να υπογράψουν συμβόλαια με το SSM θα πρέπει να προσφέρουν εγχώριο έργο στις βιομηχανίες, εξαγωγές στο χώρο που δραστηριοποιούνται για τις εγχώριες βιομηχανίες, τεχνολογική συνεργασία, επενδύσεις, καθώς και Έρευνα και Ανάπτυξη στους τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας.

Κάνοντας πράξη την πολιτική αυτή, το SSM προχώρησε στη υλοποίηση του τετράπτυχου της νέας αναπτυξιακής του πολιτικής:

  • Αγοράζουμε συστήματα απευθείας ακόμα και από τις ΗΠΑ (π.χ. βαρέα μεταφορικά ελικόπτερα) που δεν μπορούμε να τα κατασκευάσουμε μόνοι μας ή δεν μας αποδίδει τα αναμενόμενα η συμπαραγωγή τους
  • Συμμετέχουμε σε διεθνείς συνεργασίες ανάπτυξης νέων συστημάτων.
  • Αναπτύσσουμε, εγχωρίως και σε συνεργασία με πανεπιστημιακά ερευνητικά ιδρύματα, υποσυστήματα που μπορούν να ενσωματωθούν σε ολοκληρωμένα οπλικά συστήματα και καλύπτουν επακριβώς τις ανάγκες των ΤΕΔ.
  • Αναζητούμε την αγορά τεχνολογίας από χώρες που δεν θέτουν περιορισμούς στη μεταφορά της.
  • Προωθούμε τις εξαγωγές των συστημάτων που παράγουμε, αξιοποιώντας τα ΑΩ, δηλαδή το μηχανισμό εμπορικής προώθησης των ξένων εταιρειών που ζητούν να δραστηριοποιηθούν στην Τουρκία, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την μετέπειτα εξαγωγή εγχωρίως ανεπτυγμένων συστημάτων.
Το αντίγραφο του επιθετικού ελικόπτερου Agusta A129 Mangusta, που κατασκευάζεται στην Τουρκία, είναι εφοδιασμένο με κινητήρα κοινοπραξίας αμερικανικών και βρετανικών εταιρειών.

Ακολουθώντας την παραπάνω στρατηγική, η βιομηχανία όπλων της Τουρκίας είναι μεγαλύτερη και πιο αυτάρκης από ποτέ. Ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε από 1 δισ. δολάρια το 2002 σε 11 δισ. δολάρια το 2020. Το 70% με 80% των αναγκών του τουρκικού στρατού, ο οποίος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ, καλυπτόταν κάποτε από ξένους προμηθευτές. Πλέον, το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 30%. Από το Μάιο του 2004, ο αριθμός των έργων αμυντικής βιομηχανίας στη χώρα έχει αυξηθεί, από 62, σε 750 το 2020 και ο αριθμός των εταιρειών αμυντικής βιομηχανίας, από 56, σε 2.700. Το 2021, οι τουρκικές εξαγωγές οπλικών και αεροδιαστημικών συστημάτων έφθασαν στο ποσό-ρεκόρ των 3,2 δισ. δολαρίων. Και σε ό,τι αφορά την παρουσία της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, αρκεί να αναφερθούμε  στα λεγόμενα του (σύντομα απερχόμενου) γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γιένς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος, το Μάρτιο του 2024, σχολίασε την τουρκική αμυντική βιομηχανία στους δημοσιογράφους. Αφού σημείωσε ότι η Τουρκία έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στη Συμμαχία και καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες δυνάμεις, ο Στόλτενμπεργκ είπε: «χαιρετίζω τις προσπάθειες της τουρκικής κυβέρνησης, καθώς και της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, να επενδύσουν σε νέες προηγμένες ικανότητες υψηλών προδιαγραφών, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών αεροσκαφών. Αυτό είναι σημαντικό. Χαιρετίζω, επίσης, το γεγονός ότι η Τουρκία παρήγαγε μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα Bayraktar, τα οποία έχουν αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικά εδώ και πολλά χρόνια».

Το TCG Anadolu (L-400) του Τουρκικού Ναυτικού είναι βασισμένο στο ισπανικό μοντέλο του SPS Juan Carlos I.

Οι εξαγωγές και η πελατειακή σχέση

Ωστόσο, τίποτε δεν είναι τυχαίο.  Ο Τούρκος Πρόεδρος προσδιόρισε, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, το ύψος των αμυντικών εξαγωγών στα 10 δις δολάρια ετησίως μέχρι το 2023 στον τομέα της άμυνας και της αεροδιαστημικής. Παράλληλα, στόχοι ήταν η απασχόληση 79.000 υπαλλήλων στην αμυντική βιομηχανία, η οποία και θα συμβάλει στον περιορισμό της αμυντικής εξάρτησης της Τουρκίας από τρίτους και η κάλυψη του 75% των αμυντικών αναγκών από εγχώρια παραχθέντα συστήματα.

Σήμερα, η τουρκική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία έχει πράγματι επιτύχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα, καθώς εταιρείες, όπως η Aselsan, η Turkish Aerospace Industry (TAI) και η Roketsan, καταγράφονται στις 100 κορυφαίες του κόσμου. Επίσης, ο υπουργός Άμυνας Γ. Γκιουλέρ υποστηρίζει πως το ποσοστό της εθνικής εγχώριας συμμετοχής σε αμυντικά προγράμματα έχει φτάσει σήμερα στο 80%.

H Turkish Aerospace Industry (TAI), η Roketsan και η Aselsan καταγράφονται στις 100 κορυφαίες εταιρίες αμυντικού υλικού στον κόσμο.

Όμως, άσχετα με το αφήγημα που θέλει να περάσει η Τουρκία στη διεθνή πολιτική σκηνή, λέγοντας ότι έχει επιτευχθεί δεκαπλασιασμός των πωλήσεων την τελευταία εικοσαετία (με τις εξαγωγές να έχουν αυξηθεί κατά 1,200%), σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία μόλις τα τελευταία πέντε χρόνια, οι τουρκικές εξαγωγές έχουν αυξηθεί κατά 53%, από τα 1,7 στα 3,2 δις δολάρια. Ειδικότερα, οι αμυντικές εξαγωγές την τελευταία δεκαετία ήταν κυρίως τα τροχοφόρα τεθωρακισμένα οχήματα. Οχήματα περιπολίας BMC Kirpi 4×4 έχουν πωληθεί στην Τυνησία, στο Τουρκμενιστάν και άλλους πελάτες, ενώ το τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού, το Cobra 4×4, αξιοποιείται επιχειρησιακά σε χώρες όπως το Μπαχρέιν, το Μπαγκλαντές κ.ά.. Αν και ο αριθμός των οχημάτων που εξάγονται είναι αξιοσημείωτος, πρόκειται για προϊόντα, κατά βάση, απλής και φθηνής τεχνολογίας.

Γενικότερα, οι πλατφόρμες που εισάγονται στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ή εξάγονται σε τρίτες χώρες είναι, είτε βασισμένες σε συνεργασίες με ξένες εταιρίες και σε ξένα μοντέλα ή διαθέτουν εισαγόμενα υποσυστήματα. Απόδειξη αυτού, το ελικόπτερο Τ-129, οι βαλλιστικοί πύραυλοι ΒΟRA και το αμφίβιο πλοίο επιθέσεων TCG Anadolu. Το Τ-129 κατασκευάστηκε σε συνεργασία με την ιταλική Agusta Westland, βασιζόμενο στο επιθετικό ελικόπτερο Agusta A129 Mangusta, με κινητήρα κοινοπραξίας αμερικανικών και βρετανικών εταιρειών. Σε ότι αφορά τους βαλλιστικούς πύραυλους  ΒΟRA είναι προϊόν πολύχρονης συνεργασίας με την Κίνα, ενώ το TCG Anadolu είναι βασισμένο στο ισπανικό μοντέλο του SPS Juan Carlos I. Αναφορικά με τα ΜΕΑ Bayraktar, που έχουν εμφανιστεί σε πολλές εμπόλεμες ζώνες από την Αφρική μέχρι την Ουκρανία, διαθέτουν κινητήρα μη εγχώριας κατασκευής (αυστριακής κατασκευής). Επίσης, ένα άλλο στοιχείου που θα πρέπει να αναφερθεί είναι ότι, από τις 13 χώρες στις οποίες η Τουρκία παρέδωσε τεθωρακισμένα οχήματα από το 2010, οι 11 είναι και μουσουλμανικές και φίλιες σε διπλωματικό επίπεδο. Οι εξαγωγές σε ΝΑΤΟϊκές χώρες είναι αμελητέες, όπως η πώληση Bayraktar TB2 στην Πολωνία και τετρακίνητων τεθωρακισμένων οχημάτων, τύπου Ejder Yalcin, στην Ουγγαρία.

Ο δρόμος προς την επίτευξη των αμυντικών στόχων της γείτονος είναι ακόμα μακρύς, αλλά τα ανταγωνιστικά -ως προς την τιμή- εξαγωγικά προϊόντα, προϊδεάζουν για μια ενδεχόμενη ανοδική πορεία της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία όμως πιθανόν να επηρεαστεί τόσο από ενδογενείς, όσο και εξωγενείς παράγοντες. Η Τουρκία, με το τεράστιο διπλωματικό της άνοιγμα στην Αφρική την τελευταία δεκαετία, έχει καταφέρει σταδιακά να προσελκύσει νέους πελάτες από 14 κράτη της ηπείρου. Αλλά για τα συστήματα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και τους παράγοντες, που μπορεί να την επηρεάσουν αρνητικά στο άμεσο μέλλον, επιφυλασσόμεθα να ασχοληθούμε σε μελλοντικό μας αφιέρωμα.

Στους κύριος στόχους της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας περιλαμβανόταν και η ανάπτυξη τηλεκατευθυνόμενων οχημάτων για την Ξηρά (ULV), τη Θάλασσα (USV) και τον Αέρα (UAV).