Η στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην Υποσαχάρια Αφρική
του Νικόλαου Νικολάου*
Στη φωτογραφία: Το Φεβρουάριο του 2022, στο πλαίσιο της Συνόδου Ε.Ε.-Αφρικής, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου της Ρουάντα Πολ Καγκάμι.
Η Αφρική, ιδίως το τμήμα νοτίως της ερήμου Σαχάρα, δεν αποτελούσε παραδοσιακά πεδίο στόχευσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι λόγοι αρκετοί. Ωστόσο, από το 2021 και έπειτα, η στάση αυτή αλλάζει. Το ελληνικό κράτος, με πρωταγωνιστή το Υπουργείο Εξωτερικών, αρχίζει να δραστηριοποιείται.
Η αρχή του εντονότερου ενδιαφέροντος της Ελλάδας προς την Υποσαχάρια Αφρική έχει τις ρίζες του στην πανδημία COVID-19. Το ζήτημα έλλειψης εμβολίων αποτέλεσε την αφορμή. Η ελληνική κυβέρνηση προθυμοποιήθηκε να αποστείλει εμβόλια, ώστε να προστατευτεί ο τοπικός πληθυσμός.
Η ελληνική παρουσία εντατικοποιήθηκε μέσα στο 2022. Το Φεβρουάριο του 2022, στo πλαίσιο της Συνόδου Ε.Ε.-Αφρικής, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου της Ρουάντα Πολ Καγκάμι. Στην ατζέντα συζητήσεων περιλαμβανόταν όχι μόνο η διμερής συνεργασία, αλλά και η παροχή εμβολίων κατά του κορονοϊού. Τον ίδιο μήνα, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας βρέθηκε στη Σενεγάλη, για να εδραιώσει σχέσεις συνεργασίας και να ανοίξει πρεσβεία η Ελλάδα στο Ντακάρ.
Τον Ιανουάριο του 2023, ο υπουργός Εξωτερικών οργάνωσε μια νέα περιοδεία σε κράτη της δυτικής Αφρικής και πιο συγκεκριμένα στην Γκάνα, στην Γκαμπόν και στην Ακτή Ελεφαντοστού. Οι συνομιλίες είχαν θετική εξέλιξη. Επιβεβαιώθηκε η αμοιβαία εκτίμηση, καθώς και η εκατέρωθεν επιθυμία να σφυρηλατηθούν ισχυροί δεσμοί. Επίσης, ο Έλληνας υπουργός επισκέφθηκε και ελληνικό σχολείο στην γκανέζικη πόλη Τέμα.

Γιατί η Υποσαχάρια Αφρική;
Το ανωτέρω ερώτημα εύλογα γεννάται. Γιατί καταβάλλεται διπλωματική προσπάθεια σε μια περιοχή που κείται πολύ μακριά από το εγγύς εξωτερικό της Ελλάδας και τα προβλήματα που επικρατούν σε αυτήν; Η απάντηση βρίσκεται σε πολλούς λόγους.
Αρχικά, η ελληνική εξωτερική πολιτική απευθύνεται σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση που αγγίζει το 1 δις ανθρώπους, κυρίως νεαρής ηλικίας, και με μεγαλύτερη οικειότητα στη χρήση της τεχνολογίας. Αξίζει να προστεθεί ότι πολλές χώρες της περιοχής δεν είναι υπανάπτυκτες, αλλά έχουν σημειώσει σημαντική οικονομική πρόοδο[i]. Συνεπώς, γίνεται λόγος για μια γιγάντια αγορά, η αγοραστική δύναμη της οποίας αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Αυτή η εξέλιξη ευνοεί τις ελληνικές εξαγωγές.
Ακόμα ένας λόγος είναι τα διπλωματικά οφέλη που απορρέουν από την ελληνική στόχευση. Οι χώρες αυτές αποτελούν μια πολυπληθή ομάδα στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και έχουν υπογράψει τη Σύμβαση UNCLOS, ενώ η Γκάνα και η Γκαμπόν είναι μη μόνιμα μέλη του ΣΑ του ΟΗΕ. Η Γκάνα, μάλιστα, λόγω προβλημάτων με γειτονικά κράτη, όσον αφορά το Δίκαιο της Θάλασσας, εφαρμόζει μια πολιτική προστασίας των αλιευτικών της δικαιωμάτων και όχι μόνο. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δύναται να αξιοποιήσει διπλωματικά τις σχέσεις της με τα υποσαχάρια κράτη, για να ενδυναμώσει τη θέση της στον ΟΗΕ, να καταδείξει σε μεγαλύτερο βαθμό την επιθετικότητα της Τουρκίας και να λάβει διπλωματική υποστήριξη, για να εκλεγεί μη μόνιμο μέλος του ΣΑ των Ηνωμένων Εθνών.
Επιπρόσθετα, η εξεταζόμενη περιοχή είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν τεράστια κοιτάσματα πολύτιμων μετάλλων και σπάνιων γαιών (χρυσός, άργυρος, πλατίνα, λίθιο κ.α.)- η Γκάνα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε κοιτάσματα χρυσού- άλλοι φυσικοί πόροι (ουράνιο, διαμάντια), καθώς και ενεργειακοί πόροι (πετρέλαιο, φυσικό αέριο) με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την πετρελαιοπαραγωγό χώρα και μέλος του ΟΠΕΚ, τη Νιγηρία. Ευκαιρίες επιχειρηματικής δραστηριότητας παρουσιάζονται και στον τομέα της αγροτικής παραγωγής και των ΑΠΕ. Οι χώρες αυτές είναι δεκτικές σε επενδύσεις που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και σε ένα βιώσιμο μέλλον για τον πληθυσμό τους.

Ζητήματα ασφάλειας οδηγούν την Ελλάδα να στραφεί στην Υποσαχάρια Αφρική με τη σειρά τους. Ο κύριος κίνδυνος είναι η ισλαμική τρομοκρατία. Συγκεκριμένα, με την ήττα του τζιχάντ σε Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, τα ισλαμιστικά δίκτυα μετατόπισαν τη δράση τους στη Μαύρη Ήπειρο. Ήδη, χώρες όπως το Μάλι, ο Νίγηρας και η Μπουργκίνα Φάσο πλήττονται από τζιχαντιστικά δίκτυα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούν να αποκτήσουν πληροφορίες για πιθανούς υπόπτους ή ενόχους που ενδέχεται να εισέλθουν στην ελληνική επικράτεια, ενώ ανοίγει και το πεδίο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας τόσο για τις κρατικές, όσο και για ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στις ευκαιρίες μπορεί να ενταχθεί και η εξαγωγή οπλικών συστημάτων, καθώς πολλά από τα κράτη της περιοχής θα τα χρειαστούν.
Τέλος, στην περιοχή υπάρχουν και ελληνικές κοινότητες. Η πιο ισχυρή βρίσκεται στη Νότια Αφρική. Άλλες, λιγότερο ισχυρές, βρίσκονται στη Σενεγάλη, στο Κονγκό και στην Αιθιοπία. Οι ελληνικές παροικίες χρειάζονται τη συμβολή του ελληνικού κράτους όχι μόνο για να αντιμετωπίσουν τα νέα ζητήματα ασφαλείας, αλλά και γιατί ακμάζουν οικονομικά. Επομένως, υπάρχει η δυνατότητα συνεργασίας Ελλήνων και ντόπιων Ελλήνων επιχειρηματιών.

…και στο βάθος η Τουρκία
Εκτός, από τους ανωτέρω λόγους εστίασης του υπουργείου Εξωτερικών στην Υποσαχάρια Αφρική, η τουρκική επιρροή αποτελεί ακόμα μια αιτία δραστηριοποίησης. Είναι αναμφισβήτητο ότι η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν πολύ γρήγορα διείδε τα οφέλη που προσφέρονται στην περιοχή.
Έτσι, η Τουρκία κατάφερε να αυξήσει ραγδαία τον αριθμό των διπλωματικών αντιπροσωπειών της σε 43 από 12 που υπήρχαν πριν περίπου 20 έτη. Παράλληλα, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις απέκτησαν βάσεις με κυριότερη εκείνη στη Σομαλία και η τουρκική πολεμική βιομηχανία πέτυχε να εξάγει οπλικά συστήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά αριθμού UAV Bayraktar από το Μάλι προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στις επιχειρήσεις εναντίον των ισλαμιστών ανταρτών[ii]. Επίσης, ο πολλαπλασιασμός των εξαγωγών λοιπών προϊόντων έχει αποδώσει σημαντικά έσοδα στο τουρκικό δημόσιο ταμείο, πάνω από 20 δις δολάρια.
Εκτός από τον τομέα του εμπορίου και της ασφάλειας, τουρκικές εταιρίες έχουν προσκληθεί από τοπικές κυβερνήσεις για να επενδύσουν σε έργα δημοσίου συμφέροντος (νοσοκομεία, δίκτυα ύδρευσης) και να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις έρευνας και αξιοποίησης φυσικών πόρων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο). Στη δράση του τουρκικού κράτους εντάσσεται και η συμβολή του στη βιώσιμη ανάπτυξη και στην ασφάλεια τροφίμων, θέματα ζωτικής σημασίας για τους ντόπιους πληθυσμούς.

Αντί επιλόγου
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Υποσαχάρια Αφρική έχει εξελιχθεί σε πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών παραγόντων του διεθνούς συστήματος. Η Κίνα έχει την πρωτοβουλία σε όλους τους τομείς. Τα τελευταία δύο χρόνια, έχει αποκτήσει και την πλειοψηφία των σπάνιων γαιών, ενώ οι ΗΠΑ, η Ρωσία, το Βέλγιο, η Ε.Ε. και η Τουρκία να έπονται.
Η Ελλάδα -και μόνη της και ως κράτος-μέλος της Ε.Ε.- ορθώς, κατά την άποψη του γράφοντος, έχει στραφεί στην περιοχή[iii]. Υπάρχουν ποικίλοι λόγοι και παράγοντες που μπορούν να διευκολύνουν την ελληνική παρουσία. Είναι μια ευκαιρία το ελληνικό κράτος να ενδυναμώσει το διεθνές του status ως δύναμη ήπιας ισχύος, που προωθεί τη συνεργασία και την ειρήνη και όχι τη βία ή την απειλή χρήσης της.
[i] Άξια αναφοράς είναι η προσπάθεια κάποιων αφρικανικών κρατών να προχωρήσουν σε περιφερειακό επίπεδο σε οικονομική ολοκλήρωση. Παραδείγματα αποτελούν η νομισματική ένωση του ραντ (Νότιας Αφρική, Λεσότο, Ναμίμπια, Εσουατίνη) η ένωση του δυτικοαφρικανικού φράγκου (Τόγκο, Σενεγάλη, Μάλι κα) και η ένωση κεντροαφρικανικού φράγκου ( Καμερούν, Γκαμπόν, Δημοκρατία του Κονγκό κα).
[ii] Άλλα κράτη της περιοχής που έχουν αγοράσει το παρόν οπλικό σύστημα είναι ο Νίγηρας, η Νιγηρία και η Μπουργκίνα Φάσο.
[iii] Την άποψη αυτή την είχε εκφράσει ο υποφαινόμενος και όταν έκανε πρακτική άσκηση ως τεταρτοετής φοιτητής σε διεύθυνση οικονομικής διπλωματίας στο ΥΠΕΞ το 2015.
*BA Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας Πάντειο Πανεπιστήμιο, ΜΑ Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές ΕΚΠΑ