Η στρατηγική των Βρυξελλών για την αμυντική βιομηχανία
Του Βασίλη Τσιάμη
Στη φωτογραφία: Η έκκληση για μια κοινή στρατηγική γίνεται όλο και πιο έντονη, χρησιμεύοντας ως κρίσιμος μηχανισμός για τη ρύθμιση και την παροχή μιας κεντρικής κατεύθυνσης για το μέλλον της άμυνας της Ε.Ε., αλλά και για την αποφυγή της εικόνας (που έχουμε σήμερα και διαμορφώθηκε πριν από το 2010) με τον κατακερματισμό και την πανσπερμία του αμυντικού υλικού.
Την τελευταία δεκαετία, αλλά κυρίως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διατυπώσει αυξανόμενη ανησυχία σχετικά με τις ελλιπείς επενδύσεις και την αναποτελεσματικότητα αυτών στον αμυντικό της τομέα. Κυρίως, ως απάντηση στην επιταχυνόμενη πρόοδο στους αμυντικούς προϋπολογισμούς που παρατηρούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και την Κίνα. Αναγνωρίζοντας την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης αυτών των ανησυχιών, πρωτοβουλίες όπως η ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Τεχνολογικής και Βιομηχανικής Βάσης (EDTIB) έχουν αναληφθεί από πολλές πλευρές. Τόσο από τα όργανα της Ε.Ε. όσο και από τα ίδια τα Κράτη-Μέλη, για να ενισχυθεί η έννοια της αμυντικής ασφάλειας εντός της Ε.Ε. υπό την μορφή της σχετικής στρατηγικής αυτονομίας.
Οι προκλήσεις εξακολουθούν να υφίστανται και, κυρίως, να αυξάνονται παρά τις αξιοσημείωτες προσπάθειες, όπως αυτή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (EDF), ιδίως με τη μορφή του κατακερματισμού των αμυντικών προμηθειών αλλά και της έλλειψης συνεργασίας μεταξύ των Κρατών-Μελών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που παρακολουθεί στενά τις αμυντικές πρωτοβουλίες των Κρατών-Μελών, αναγνωρίζει ότι, ενώ έχουν γίνει βήματα για την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων, σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η ανεπαρκής συνεργασία, παραμένουν σημαντικά εμπόδια.

Η τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία έχει εντείνει την επείγουσα ανάγκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες απαιτήσεις της για προμήθειες (πρωτίστως πυρομαχικών και πυραύλων) αλλά επεκτείνεται και σε άλλους τομείς. Ταυτόχρονα, με τις κλιμακούμενες πιέσεις που προέρχονται από την περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού, η άμυνα της Ε.Ε. είναι προφανές ότι δεν μπορεί να έχει την ίδια ιστορική εξάρτηση που είχε κάποτε, κυρίως, σε ότι αφορά την βοήθεια από το ΝΑΤΟ. Η αύξηση της ζήτησης για πυρομαχικά έχει καταλυτική επίδραση στις στρατηγικές πρωτοβουλίες, όπως φαίνεται στο πρόγραμμα προμήθειας πυρομαχικών που ξεκίνησε και εξελίσσεται στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας (EDA) το Μάρτιο του 2023. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας αναδεικνύεται ως βασικός παράγοντας στις προσπάθειες έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α), με προϋπολογισμό 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ που διατέθηκε για την περίοδο 2021-2027 και που πιθανώς να αυξηθεί μέσα στο 2024 ώστε να φτάσει στο ύψος που αρχικά είχε σχεδιαστεί των 13 δισ. Τα Κράτη-Μέλη, παράλληλα με τις προσπάθειες σε επίπεδο Ε.Ε., έχουν δεσμευτεί τόσο εντός ΝΑΤΟ (για όσα είναι κοινά μέλη), όσο και εντός Ε.Ε., να αυξήσουν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς. Αυτή η συλλογική απάντηση σηματοδοτεί μια συντονισμένη προσπάθεια για την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ε.Ε.. Με αυτό, η έκκληση για μια κοινή στρατηγική γίνεται όλο και πιο έντονη, χρησιμεύοντας ως κρίσιμος μηχανισμός για τη ρύθμιση και την παροχή μιας κεντρικής κατεύθυνσης για το μέλλον της άμυνας της Ε.Ε., αλλά και για την αποφυγή της εικόνας (που έχουμε σήμερα και διαμορφώθηκε πριν από το 2010) με τον κατακερματισμό και την πανσπερμία του αμυντικού υλικού.
Ως απάντηση στη συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και του εξελισσόμενου τοπίου ασφάλειας στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί μια σημαντική αλλαγή στη στρατηγική της για τις στρατιωτικές ικανότητες, κυρίως, σε ό,τι αφορά τις βιομηχανικές δυνατότητες, αλλά και τις αντίστοιχες δεξιότητες. Η Ε.Ε. αναγνωρίζει την επιτακτική ανάγκη μετάβασης σε μια ανταποκρινόμενη προσέγγιση για μακροπρόθεσμη βελτίωση, με στόχο την αντιμετώπιση των άμεσων και μελλοντικών αμυντικών αναγκών και τη διασφάλιση βιώσιμων αμυντικών δυνατοτήτων για το μέλλον. Αυτή η κίνηση υποκινείται από τις πραγματικότητες των απειλών που αντιμετωπίζει η Ε.Ε., τονίζοντας την ανάγκη για την Ε.Ε. να αναπτύξει τις αμυντικές της ικανότητες, για να εξασφαλίσει την ασφάλεια και τη στρατηγική αυτονομία των Κρατών-Μελών. Συνεργατικές πρωτοβουλίες, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) και το Σχέδιο Ανάπτυξης Ικανοτήτων (CDP), θα αξιοποιηθούν για να λειτουργήσει αυτή η αλλαγή. Αυτός ο στρατηγικός μετασχηματισμός αντανακλά την αφοσίωση της Ε.Ε. στη διασφάλιση του μέλλοντος των Κρατών-Μελών της.

Το σχέδιο θα ενταχθεί στο πλαίσιο της νέας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής (EDIS) που περιγράφεται σε μια ολοκληρωμένη διαδικασία δέσμευσης και εκπονείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μαζί με τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ε.Ε., Ζ. Μπορέλ. Επίσης, η αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Β. Τζούροβα, υπογράμμισε την κρίσιμη ανάγκη να ενισχυθεί η ικανότητα της Ευρώπης να υπερασπίζεται τις αξίες της και να παρέχει διαρκή υποστήριξη στην Ουκρανία. Και για ν’ αντιμετωπίσει, ταυτόχρονα, μελλοντικές κρίσεις και απειλές, με την επιταγή της ενίσχυσης των αλυσίδων εφοδιασμού και της ενίσχυσης της καινοτομίας για επίτευξη μίας διαρκούς ετοιμότητας. Επιπλέον, η Αντιπρόεδρος εξέφρασε την ενθάρρυνση για τη διαμόρφωση στρατηγικής σε συνεργασία με τα Κράτη-Μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς. Η πρωτοβουλία βασίζεται στις γνώσεις που προκύπτουν από την Ανάλυση Αμυντικών Επενδυτικών Κενών (Defence Investment Gap Analysis). Αντλώντας υποστήριξη από τις σωρευτικές εμπειρίες, που αποκτήθηκαν μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας και άλλων αμυντικών πρωτοβουλιών της Ε.Ε., καθώς και από διάφορες πρωτοβουλίες που ανέλαβαν τα Κράτη-Μέλη, υιοθετώντας μια συνολική προσέγγιση.
Το έγγραφο Defence Investment Gap Analysis, πάνω στο οποίο βασίζεται η εκπόνηση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής, τονίζει τους κινδύνους που συνδέονται με τις μη συντονισμένες αμυντικές δαπάνες. Αναφέρει εξάλλου τις πιθανές προτιμήσεις για λύσεις εκτός Ε.Ε., οι οποίες μπορεί να προκύψουν από εκτιμήσεις που σχετίζονται με τη βιομηχανία και την ασφάλεια του εφοδιασμού. Αυτή η τάση, σε συνδυασμό με την αίσθηση του επείγοντος, θα μπορούσε να οδηγήσει τα Κράτη-Μέλη να δώσουν προτεραιότητα σε λύσεις εκτός Ε.Ε., υπονομεύοντας τη συλλογική προσπάθεια. Αυτή μπορεί να έχει νόημα σε διαπιστωμένες άμεσες ανάγκες, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να εκπονηθεί μία μακροπρόθεσμη στρατηγική για λύσεις εντός Ε.Ε. Τα Κράτη-Μέλη έχουν δεσμευτεί για σημαντικές αυξήσεις στους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους, ύψους σχεδόν 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, το έγγραφο υπογραμμίζει τον σοβαρό κίνδυνο οι επενδύσεις αυτές να μην αντιμετωπίσουν τα υπάρχοντα ελλείμματα εάν δεν δαπανηθούν με συντονισμένο και συνεργατικό τρόπο. (Από την πλευρά του, ο Επίτροπος για την Εσωτερική Αγορά, Τ. Μπρετόν, περιέγραψε το όραμά του, ώστε -εντός των επόμενων πέντε ετών- η πλειοψηφία των αμυντικών συστημάτων να κατασκευάζεται εντός της Ε.Ε.).

Υπό το φως αυτών των προκλήσεων, το κείμενο συνηγορεί υπέρ μιας αλλαγής παραδείγματος προς συντονισμένες προσπάθειες, παροτρύνοντας τα Κράτη-Μέλη όχι μόνο να αυξήσουν τις δαπάνες, αλλά και να επενδύσουν στρατηγικά και συλλογικά. Τονίζει την ανάγκη για καλύτερες και πιο αποτελεσματικές δαπάνες, για να αποφευχθεί η όξυνση του κατακερματισμού του ευρωπαϊκού αμυντικού υλικού. Το έγγραφο υποστηρίζει ότι η συνεργασία είναι απαραίτητη για τη μεγιστοποίηση των οικονομιών κλίμακας, την πρόληψη του ανταγωνισμού για περιορισμένους πόρους και τον περιορισμό των περιττών επικαλύψεων. Σε παραλληλισμό δε με τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η Ε.Ε. με τον COVID το 2020-21, υπογραμμίζει τη σημασία της αλληλεγγύης και της συνεργασίας απέναντι σε κοινές προκλήσεις.
Αυτή η προσέγγιση συνάδει με αυτά που υποστηρίζονται στη Στρατηγική Πυξίδα: μια πιο ισχυρή Ε.Ε., στρατηγικά αυτόνομη και ικανή να υπερασπιστεί τους πολίτες της. Η πρωτοβουλία περιλαμβάνει την αποδοχή γραπτών υποβολών και προτάσεων και τη διενέργεια συναντήσεων στα οποία συμμετέχουν διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη και κυρίως η αμυντική βιομηχανία. Κύριος σκοπός αυτής της διαβούλευσης είναι να ενθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή όλων, να συγκεντρώσει διαφορετικές προοπτικές και απόψεις με συμπεριληπτικό τρόπο. Η διαδικασία έχει σχεδιαστεί, ώστε να είναι διαφανής και χωρίς αποκλεισμούς, διασφαλίζοντας ότι ένα ευρύ φάσμα φωνών και γνώσεων συμβάλλει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός του καθορισμένου χρονικού πλαισίου. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι ΗΠΑ, προσφάτως, παρουσίασαν την δική τους Στρατηγική για την Αμυντική Βιομηχανία, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, και, ως εκ τούτου, η ανάγκη αντίστοιχης στρατηγικής σε επίπεδο Ε.Ε. είναι πλέον επιτακτική.
Ο πρωταρχικός στόχος είναι η Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (EDIS) να εισαχθεί και εγκριθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 2024. Κατά τα επόμενα χρόνια, ο αμυντικός τομέας θα είναι κοινωνός των απτών αποτελεσμάτων του Κανονισμού για την υποστήριξη της παραγωγής πυρομαχικών (ASAP) και της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής ενίσχυσης μέσω κοινών προμηθειών (EDIRPA), οι οποίοι έχουν μεν προγραμματιστεί να ισχύσουν μέχρι τα μέσα του 2025, αλλά φωνές ήδη ακούγονται για τη χρονική τους επέκταση αλλά και την ανάγκη να καλύψουν και άλλους βιομηχανικούς τομείς. Σχεδιάζεται, επίσης, να επιταχυνθούν με την πιθανή διάθεση επιπλέον χρηματοδοτήσεων από την Ε.Ε., κατά τα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ύψους 100δις. Ο στόχος είναι, με βάση τα αποτελέσματα αυτών των κανονισμών και την εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την λειτουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας, η Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (EDIS) να καταστεί οδηγός για όλες τις χρηματοδοτικές ευκαιρίες της Ε.Ε. για την Άμυνα στο μέλλον. Αυτές οι πρωτοβουλίες, σε συνδυασμό με τη συνεχή ενοποίηση των δράσεων, αποτελούν το θεμέλιο για τη μελλοντική οχύρωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης. Με τη στρατηγική εξέλιξη, η Ε.Ε. τοποθετείται ως συνεκτική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή σε σχέση με την Ασφάλεια. Όχι μόνο θεμελιώνοντας τη δική της ασφάλεια και στρατηγική αυτονομία, αλλά και συμβάλλοντας στην ευρύτερη παγκόσμια σταθερότητα μέσω ενός συνεργατικού αμυντικού πλαισίου, όπως αυτή έχει προβλεφθεί στην Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε. του 2016.

Η προσέγγιση των Κρατών-Μελών, άρα και της χώρας μας, δεν μπορεί να είναι διαφορετική. Η ανάγκη των αμυντικών προμηθειών δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από τις δυνατότητες της αμυντικές βιομηχανίας στα πλαίσια ενός ενιαίου εθνικού σχεδίου που θα συνδέει τις στρατιωτικές απαιτήσεις με την εθνική αμυντική βιομηχανική και τεχνολογική βάση, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου Ευρωπαϊκού σχεδίου. Η υπάρχουσα εθνική βιομηχανική στρατηγική για την άμυνα έχει ολοκληρώσει το βίο και την αποστολή. Και από ένα «μενού», που τους συμπεριλαμβάνει όλους, πρέπει να μετεξελιχθεί σε μία στοχευμένη στρατηγική που θα συμπεριλαμβάνει, με έγκυρο τρόπο, τι είναι πραγματικά απαραίτητο.