Η Ρωσία μεταξύ «στρατηγικής εγκράτειας» και «υπερεπέκτασης» – Προβολές ισχύος με αστερίσκους
Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν ενισχύει την παρουσία της διεθνώς υβριδικώ τω τρόπω. Επικοινωνιακά αλλά και επί του πεδίου: με «κυανόκρανους», μισθοφόρους και στρατιωτικές βάσεις. Μέσα από συμφωνίες (αμυντικές, επιχειρηματικές, εμπορικές), θρησκευτικά ανοίγματα, αγωγούς ενέργειας και διπλωματικές πρωτοβουλίες. Όχι πια ως απλός παρατηρητής η ίδια αλλά ως διαμεσολαβητής, τοποτηρητής, εταίρος και… (συμ)πρωταγωνιστής των εξελίξεων.
Ποιος να το φανταζόταν πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1990 (πέρα, ίσως, από τον Γεβγκένι Πριμακόφ) ή ακόμη και το 2004 (όταν το ΝΑΤΟ έκανε εκείνο το μεγάλο «άνοιγμα» προς την ανατολική Ευρώπη) ότι λίγα χρόνια αργότερα θα φτάναμε στο σημείο να συζητούμε όχι περί ρωσικής αμυντικής περιχαράκωσης αλλά για μια εν εξελίξει δυνητική ρωσική «υπερεπέκταση»…
Από τον Καύκασο έως το Σουδάν
Ρωσικές «ειρηνευτικές δυνάμεις» έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια σε Νότια Οσσετία, Αμπχαζία, Υπερδνειστερία, Τατζικιστάν, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Αγκόλα, Τσαντ, Σιέρα Λεόνε και Σουδάν, σύμφωνα με το ρωσικό υπουργείο Άμυνας. Ενώ για τα επόμενα (τουλάχιστον) πέντε χρόνια, σχεδόν 2.000 Ρώσοι «κυανόκρανοι» θα βρίσκονται για πρώτη φορά «ακροβολισμένοι» με 16 παρατηρητήρια και στη διαφιλονικούμενη περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ στον νότιο Καύκασο, ελέγχοντας διαδρόμους κομβικής γεωπολιτικής σημασίας τόσο προς την Αρμενία (Λαχίν) όσο και προς το Αζερμπαϊτζάν (Ναχιτσεβάν).
Να σημειωθεί ότι η Ρωσία διατηρεί παράλληλα στρατιωτικές βάσεις και σε Νότια Οσσετία, Αμπχαζία, Αρμενία, όπως άλλωστε και στη Συρία (Ταρτούς, Χμεϊμίμ/Λατάκεια), ενώ καθοριστική για τις εξελίξεις είναι και η ρωσική ανάμειξη στην περιοχή της Λιβύης στη βόρεια Αφρική. Αλλά και νοτιότερα, στην επίσης κομβικής σημασίας Ερυθρά Θάλασσα, η Ρωσία μόλις εξασφάλισε το πράσινο φως για τη δημιουργία της δικής της ρωσικής ναυτικής βάσης (στο Σουδάν).
Μετασοβιετικές νίκες και πολύχρωμες ήττες
Κι όλα αυτά, με δεδομένες πια τις νίκες των Ρώσων σε Γεωργία (2008), Συρία (2015-) και Ουκρανία (προσάρτηση Κριμαίας, 2014). Νίκες που καθίστανται «ισχυρότερες» εάν μάλιστα αντιπαρατεθούν προς τις «ήττες» των καλούμενων πολύχρωμων επαναστάσεων (με τον Λουκασένκο επί παραδείγματι να επιβιώνει πολιτικά στην εξουσία της Λευκορωσίας και τον Πασινιάν να αποδυναμώνεται στην Αρμενία).
Το στοιχείο που ξεχωρίζει ως αξιοσημείωτο στην περίπτωση των Ρώσων είναι η ευελιξία με την οποία εκείνοι μπορούν να συνομιλούν ταυτόχρονα, χωρίς «συμμαχικές» αποκλειστικότητες, προαπαιτούμενα ή «δικαιωματισμικού» χαρακτήρα αστερίσκους, με τα διάφορα αντίπαλα στρατόπεδα. Με το Ισραήλ επί παραδείγματι αλλά και με το Ιράν, με την Αρμενία αλλά και με το Αζερμπαϊτζάν, με τη Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αλλά και με το Κατάρ. Αξιοσημείωτος είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο εκείνοι εκμεταλλεύονται τα ανοιχτά «μέτωπα» ως εφαλτήριο για την ενίσχυση των δεσμών τους με άλλες δυνάμεις (το μέτωπο της Λιβύης επί παραδείγματι για να έρθουν πιο κοντά στην Αίγυπτο του Σίσι, και το μέτωπο της Συρίας για να κρατήσουν ανοιχτούς τους διαύλους με το Ισραήλ του Νετανιάχου). Αξιοσημείωτος, παράλληλα, και ο βαθμός στον οποίο εκείνοι συνεχίζουν να συνομιλούν με δυνάμεις την ίδια στιγμή που συγκρούονται μαζί τους (Αζερμπαϊτζάν, Τουρκία κ.ά.), προκρίνοντας σε κάθε περίπτωση ένα πραγματιστικό μοντέλο συναλλακτικού τύπου δεσμών.
Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια ματιά στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Βάσει της συμφωνίας εκεχειρίας του Νοεμβρίου, η Ρωσία αποκτά πλέον εκεί (και για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια) κάτι που δεν είχε: μόνιμη στρατιωτική παρουσία, ενισχύοντας έτσι τη θέση της έναντι τόσο των Αζέρων όσο και των Αρμενίων. Παράλληλα, «ξεφορτώνεται» πολιτικά και έναν φιλοδυτικό ηγέτη με τον οποίο δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις όπως είναι ο Αρμένιος πρωθυπουργός Νικόλ Πασινιάν που βγήκε «ισοπεδωμένος» μέσα από την τελευταία κρίση. Για την ιστορία, μόλις λίγους μήνες πριν, την άνοιξη του 2020, ήταν η αρμένικη πλευρά που απέρριπτε κάποιες από τις προτάσεις του Ρώσου ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ για την επίλυση της κρίσης στον Καύκασο…
Αποφεύγοντας τον κίνδυνο της «υπερεπέκτασης»
Η Ρωσία, ωστόσο, πλέον δεν περιορίζεται μόνο στα της γειτονιάς της. Επεκτείνεται μεν, πλην όμως χωρίς να φαίνεται να ρισκάρει προς το παρόν το κίνδυνο μιας «υπερεπέκτασης» που θα μπορούσε ίσως να της γυρίσει μπούμερανγκ ή να εξελιχθεί σε βαρίδι. Οι Ρώσοι αφενός «ανοίγονται» μόνο μέχρι «εκεί που τους παίρνει» και αφετέρου ενισχύουν την παρουσία τους σε περιοχές από τις οποίες έχουν πια σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό «αποχωρήσει» ή «απομακρυνθεί» οι Αμερικανοί (Συρία, Καύκασος, Αφρική). Δεν ρίχνονται πια σε μάχες με μεγάλους αριθμούς στρατιωτών εάν πρόκειται να κινηθούν μακριά από τη ρωσική περιφέρεια. Επιλέγουν, αντιθέτως, τακτικές περισσότερο ευέλικτες ή συγκεκαλυμμένες (Wagner Group κ.ά.).
«Το Κρεμλίνο προσέχει να μην υπερεπεκταθεί», γράφει ο Γιουτζίν Ρούμερ, διευθυντής του προγράμματος Ρωσίας-Ευρασίας στο Carnegie Endowment for International Peace, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ «που υπερεπεξέτειναν εαυτόν στη Μέση Ανατολή για τις τελευταίες δύο δεκαετίες». Αναφερόμενος στο ίδιο θέμα, ο Ρώσος αναλυτής Βλάντιμιρ Φρόλοφ μιλάει χαρακτηριστικά για «στρατηγική εγκράτεια» (“strategic restraint”) από την πλευρά της Μόσχας.
Κίνδυνοι για τη Ρωσία και λυκοσυμμαχίες
Κάθε νίκη ωστόσο, μικρή ή μεγάλη, έρχεται και με ένα κόστος. Ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό για τη Ρωσία; Στην περίπτωση του Ναγκόρνο Καραμπάχ επί παραδείγματι, η Μόσχα έχει πια επωμιστεί την ευθύνη της διατήρησης της εκεχειρίας ανάμεσα όμως σε δύο εχθρούς (Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία) που παραμένουν αμφότεροι όχι μόνο εξαγριωμένοι αλλά και καχύποπτοι/υποψιασμένοι (ειδικά οι Αρμένιοι) απέναντι στις πραγματικές ρωσικές βλέψεις. Διότι η συμφωνία του Νοεμβρίου μπορεί να πρόλαβε-απέτρεψε μια ενδεχόμενη αζερική στρατιωτική εισβολή στο Στεπανακέρτ, πλην όμως δεν δίνει καμία απάντηση γύρω από το μελλοντικό καθεστώς του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Υπό μια έννοια, βέβαια, αυτό ίσως και να βολεύει τη Μόσχα. Εάν το πρόβλημα επιλυθεί και οι άμεσα εμπλεκόμενες χώρες κάποια στιγμή «τα βρουν» μεταξύ τους, τότε οι Ρώσοι θα απολέσουν και τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Μόσχα θα καλείται και εκείνη να «απολογηθεί» για ό,τι και αν συμβεί στη συγκεκριμένη περιοχή από τούδε και στο εξής. Και θα μπορούσαν να συμβούν πολλά. Ήδη εκφράζονται, παραδείγματος χάριν, φόβοι για το ενδεχόμενο καταστροφής χριστιανικών αρμενικών μνημείων από τους Αζέρους στις περιοχές που περνούν πλέον υπό αζέρικο έλεγχο. Θα μπορέσει η χριστιανική Μόσχα να χειριστεί τέτοιου τύπου φαινόμενα, εάν προκύψουν;
Ερωτηματικά υπάρχουν ωστόσο αναφορικά και με τη στάση που πρόκειται να ακολουθήσει στο μέλλον η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έναντι της Μόσχας. Η Τουρκία επιμένει, άλλωστε, να προωθεί συμφέροντα εχθρικά προς εκείνα της Ρωσίας στα μέτωπα της Λιβύης και της Συρίας, ενώ παράλληλα επιχειρεί να θέσει υπό την επιρροή της και χώρες όπως είναι η Ουκρανία (ενδεικτική η επίσκεψη του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην Άγκυρα τον περασμένο Οκτώβριο, ενδεικτικές οι αγορές τουρκικών drones από την Ουκρανία κ.ά.).
Η Μόσχα θα κληθεί με άλλα λόγια, αργά ή γρήγορα, να διαχειριστεί κάποιες από τις λυκοσυμμαχίες που η ίδια έχτισε. Κι αυτό, μέσα σε ένα περιβάλλον μείωσης των τιμών των υδρογονανθράκων και πανδημικής κρίσης, καθώς ένας νέος πρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν, αναλαμβάνει την εξουσία στον Λευκό Οίκο.